Τον περασμένο Δεκέμβριο και Φεβρουάριο, εκπρόσωποι της Hensoldt, η οποία κατά 25,1% ελέγχεται από τη γερμανική κυβέρνηση, έκαναν παρουσιάσεις οπλικών συστημάτων της εταιρείας στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Όμως το ενδιαφέρον της γερμανικής οπλοβιομηχανίας για τις ελληνικές προμήθειες είναι βαθύτερο. Σύμφωνα με διαρροή εγγράφων στα οποία απέκτησε πρόσβαση το Reporters United στο πλαίσιο της διασυνοριακής έρευνας, τον Σεπτέμβριο του 2019 η θυγατρική της Hensoldt στη Βρετανία έκανε εμπορικές προσφορές προς την Intracom Defense Electronics, την ONEX και την COSMOTE σχετικά με διαγωνισμό ύψους τεσσάρων εκατ. ευρώ του υπουργείου Ναυτιλίας για την προμήθεια συστήματος παρακολούθησης του βόρειου Αιγαίου (τον Απρίλιο ο διαγωνισμός κατέληξε στην Intracom Telecom, πλέον ισραηλινών συμφερόντων, η οποία δεν σχετίζεται ιδιοκτησιακά με την Intracom Defense).
Τον Ιούλιο του 2020, πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία της διαρροής, τρεις εταιρείες (Miltech, Intracom Defense Electronics και ONEX) προσέγγισαν τη Hensoldt σχετικά με δημόσιο διαγωνισμό μισού εκατ. ευρώ για την προμήθεια δύο ραντάρ από το Πολεμικό Ναυτικό.
Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία του Reporters United εδώ!
H Hensoldt συμμετείχε και σε δύο άλλους μεγάλους διαγωνισμούς του υπουργείου Ναυτιλίας για την επιτήρηση στο Αιγαίο: Πρώτον, στον διαγωνισμό για το Εθνικό Σύστημα Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης (ΕΣΟΘΕ) ύψους 62 εκατ. ευρώ (η υποψηφιότητα της Hensoldt απορρίφθηκε). Δεύτερον, στον διαγωνισμό για το Εθνικό Πληροφοριακό Σύστημα Διαχείρισης Κυκλοφορίας Πλοίων (VTMS), τα αποτελέσματα στον οποίο εκκρεμούν.
Το 2020,η Hensoldt ανέφερε σε εσωτερικό της έγγραφο ότι υπήρχε «εξαιρετικά υψηλό ρίσκο διαφθοράς» στην Ουγκάντα, «ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα». Όμως, αυτό δεν την απέτρεψε από το να εισέλθει στην αγορά της χώρας.
Τον Ιούνιο του 2022, η Hensoldt δημιούργησε με τη Theon Sensors (συμφερόντων του επιχειρηματία Κρίστιαν Χατζημηνά) τη Hensoldt Theon NightVision. Έναν μήνα αργότερα, η κοινοπραξία εξασφάλισε συμβόλαιο από τον ευρωπαϊκό Κοινό Οργανισμό Συνεργασίας στον τομέα των Εξοπλισμών (OCCAR) για την προμήθεια του γερμανικού στρατού με 20.000 διόπτρες νυχτερινής παρατήρησης Mikron.
Την ίδια περίοδο, η Theon Sensors συνήψε συμφωνία και με τη σαουδαραβική National Company for Mechanical Systems (NCMS) για την από κοινού παραγωγή του δίκυαλου οργάνου νυχτερινής όρασης Μikron σε εργοστάσιο της Σαουδικής Αραβίας. Η συνεργασία, την οποία ο κ. Χατζημηνάς χαρακτήρισε ως «αέρα στα πανιά» της Theon, είχε κυβερνητικό χαρακτήρα, καθώς ανακοινώθηκε στο πλαίσιο της επίσκεψης του Σαουδάραβα διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν στην Αθήνα, όπου συνάντησε και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Όλα αυτά, παρά τους βομβαρδισμούς της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, για επιβολή εμπάργκο σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς στη χώρα του Κόλπου, στην οποία έχει πουλήσει προϊόντα και η Hensoldt. Όπως έχει κάνει και στην Τουρκία, μέσω προμήθειας εξοπλισμού για τα ντρόουν Bayraktar, παρά την επιθετική ρητορική της Άγκυρας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Hensoldt συμμετείχε και στο NESTOR, πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ για την ανάπτυξη συστημάτων παρακολούθησης των ευρωπαϊκών συνόρων. Μέλη του προγράμματος ήταν επίσης η ΕΛΑΣ και η Miltech Hellas (συμφερόντων του επιχειρηματία Χρήστου Χούμπαυλη), εταιρεία παραγωγής θερμικών συστημάτων με προμήθειες προς τον ελληνικό στρατό.
«Να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο διαφθοράς»
Ενώ η Hensoldt δείχνει ενδιαφέρον για τα ελληνικά εξοπλιστικά, οι δραστηριότητές της σε τρίτες χώρες αναδεικνύουν πώς μια οπλοβιομηχανία μπορεί να κινηθεί στα όρια της συμμόρφωσης με τους κανόνες εξαγωγής στρατιωτικού υλικού. Κι αυτό γιατί, ενώ η ίδια υποστηρίζει ότι υιοθετεί «πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε κάθε είδους διαφθορά», από την έρευνα προκύπτει ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι πωλήσεις εξοπλισμού προχώρησαν παρά τις ανησυχίες για πιθανά φαινόμενα δωροδοκίας τοπικών αξιωματούχων. Όπως θα δούμε παρακάτω, η εταιρεία απορρίπτει οποιοδήποτε παράπτωμα και υποστηρίζει ότι όλες οι συναλλαγές της έγιναν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Η Hensoldt ιδρύθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2017 ως θυγατρική της Airbus και το 2018 ανεξαρτητοποιήθηκε από τη μητρική εταιρεία, αναλαμβάνοντας το τμήμα των ηλεκτρονικών συστημάτων της τελευταίας. Το 2020, η γερμανική κυβέρνηση απέκτησε το 25,1% της οπλοβιομηχανίας, εξασφαλίζοντας σημαντικό λόγο στις συναλλαγές της.
Πρώτος διευθύνων σύμβουλος της Hensoldt τοποθετήθηκε ο Τόμας Μίλερ, παλαιότερο στέλεχος της Airbus, ο οποίος από την αρχή υπογράμμισε την ανάγκη καταπολέμησης φαινομένων διαφθοράς. «Στη Hensoldt είμαστε πεπεισμένοι ότι η ακεραιότητα ως κουλτούρα θα συμβάλει στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς μας», είχε δηλώσει ο ίδιος.
Σύντομα ο Μίλερ έφερε στην εταιρεία τον δικηγόρο Σολμς Βίτιγκ, ως ειδικό στα ζητήματα συμμόρφωσης με τους κανόνες πώλησης εξοπλιστικών. «Μία και μόνο περίπτωση διαφθοράς μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον μιας εταιρείας. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο διαφθοράς», φέρεται να είπε εντός της Hensoldt ο Βίτιγκ, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε διατελέσει στέλεχος της Siemens, ενόσω η πολυεθνική μαστιζόταν από το δικό της σκάνδαλο δωροδοκιών.
Από τα εμπιστευτικά έγγραφα της έρευνας προκύπτει ότι ο Βίτιγκ έκανε συχνά παρεμβάσεις σε επιχειρηματικές συμφωνίες της Hensoldt, με αποτέλεσμα αυτές να καθυστερούν και να προκαλείται δυσαρέσκεια σε στελέχη της εταιρείας. Σε μια περίπτωση, ο επικεφαλής της βρετανικής θυγατρικής της Hensoldt, ενοχλημένος από τους χρονοβόρους ελέγχους, έγραψε στον Βίτιγκ ότι η συμμόρφωση ήταν «μοιραία» για την εταιρεία, αποκαλώντας μια από αυτές τις διαδικασίες «απόλυτη σπατάλη χρόνου». Ο Βίτιγκ απολογήθηκε και, θέλοντας να υπερασπιστεί τη στάση του, υποστήριξε ότι η συμμόρφωση μιας οπλοβιομηχανίας δεν είναι «πλυντήριο αυτοκινήτων», από το οποίο απλώς περνάς το βρώμικο αμάξι σου για να το βγάλεις καθαρό.
«Επιχειρηματικές δυνατότητες» με «ρίσκο διαφθοράς»
Το ζήτημα της συμμόρφωσης επρόκειτο να επανέλθει με φόντο τις εξαγωγές της Hensoldt στην Ουγκάντα.
Η αφρικανική χώρα κυβερνάται εδώ και 37 χρόνια από τον στρατιωτικό Γιουέρι Μουσέβενι, η διατήρηση του οποίου στην εξουσία γίνεται, σύμφωνα με καταγγελίες, μέσω εκλογών νοθείας και δωροδοκίας ψηφοφόρων. Ακόμη, έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας σημειώνει ότι ο δημόσιος τομέας της Ουγκάντας είναι ένας από τους πιο διεφθαρμένους παγκοσμίως.
Τον Δεκέμβριο του 2020, η Hensoldt ανέφερε σε εσωτερικό της έγγραφο ότι υπήρχε «εξαιρετικά υψηλό ρίσκο διαφθοράς» στην Ουγκάντα, «ιδιαίτερα όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα». Ωστόσο, αυτό δεν την απέτρεψε από το να εισέλθει στην αγορά, καθώς η χώρα θα προσέφερε «επιχειρηματικές δυνατότητες σε όλο τον όμιλο της Hensoldt».
Η οπλοβιομηχανία σχεδίαζε να προσλάβει μια εταιρεία που ως μεσάζων θα προωθούσε τα προϊόντα της στην Ουγκάντα. Οι τοπικοί συνεργάτες θα είχαν πρόσβαση στα κλιμάκια του στρατού και τις ειδικές δυνάμεις, οι οποίες «βρίσκονται υπό τον έλεγχο του γιου του Μουσέβενι, ο οποίος είναι γνωστός μας», ανέφερε ο επικεφαλής εταιρικής ανάπτυξης της Hensoldt στην Αφρική.
Ο Μαχούζι Καϊνερουγκάμπα, ο οποίος θεωρείται διάδοχος του πατέρα του, είναι περιβόητος για την άσκηση βίας με σκοπό την καταστολή της αντιπολίτευσης. Υπό την ηγεσία του, οι ειδικές δυνάμεις φέρονται να συνέλαβαν και να βασάνισαν μέλη της αντιπολίτευσης πριν από τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, τον Ιανουάριο του 2021.
Σε σχετική ερώτησή μας η Hensoldt δεν σχολίασε το ζήτημα της γνωριμίας με τον γιο του προέδρου της Ουγκάντας. Πάντως, η σύμβαση με την εταιρεία-μεσάζοντα δεν προχώρησε όπως αρχικά σχεδιαζόταν.
Μια πώληση που προκαλεί «πονοκέφαλο»
Στο πλαίσιο άλλης προμήθειας η Hensoldt πούλησε στην Ουγκάντα στρατιωτικό εξοπλισμό, παρά τις έντονες ανησυχίες του τμήματος συμμόρφωσης της εταιρείας για το ενδεχόμενο δωροδοκίας εκ μέρους των μεσαζόντων της.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2020, ο Βίτιγκ σε εσωτερικό μέιλ χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη υπόθεση «πονοκέφαλο». Η προμήθεια αφορούσε την παράδοση στην πολεμική αεροπορία της Ουγκάντας 11 αισθητήρων MILDS Block 2 για την έγκαιρη αποφυγή πυραύλων από τα αεροσκάφη. Σύμφωνα με την έρευνα, η πρώτη παραγγελία, από τον Νοέμβριο του 2020, ανερχόταν σε 1,19 εκατ. ευρώ, προβλέποντας την προοπτική για επιπλέον προμήθειες.
Για την πώληση στην Ουγκάντα εσωτερικό έγγραφο της Hensoldt ανέφερε ότι υπάρχει «αυξημένος κίνδυνος να έχει χρησιμοποιήσει ο τοπικός συνεργάτης (σ.σ.: ο μεσάζων) παράνομα μέσα, για να επηρεάσει τον τελικό χρήστη» προς όφελος της προμήθειας.
Όπως συμβαίνει συχνά με τα εξοπλιστικά, στη συγκεκριμένη πώληση η Hensoldt δεν ήταν ο άμεσος συμβαλλόμενος με τον τελικό πελάτη. Ήταν ο προμηθευτής ενός μεσάζοντα, εν προκειμένω της ισραηλινής οπλοβιομηχανίας Bird Aerosystems, η οποία με τη σειρά της συνεργάστηκε με τον Μπόαζ Μπαντίκι (Boaz Badichi). Πρόκειται, σύμφωνα με τον ισραηλινό Τύπο, για έναν από τους καλύτερα δικτυωμένους εμπόρους όπλων στην Αφρική, ο οποίος έχει συνεργαστεί και με το ανελεύθερο καθεστώς της Ισημερινής Γουινέας μέσω παροχής όπλων και εκπαίδευσης στρατιωτικού προσωπικού. Στην προμήθεια των αισθητήρων, ο Μπαντίκι θα χρησιμοποιούσε ένα πλέγμα εταιρειών από πέντε διαφορετικές χώρες.
Αυτό προκάλεσε ανησυχία στον Βίτιγκ. Με αυτή τη «σύνθετη δομή» εταιρειών δεν ήταν σίγουρο αν η πώληση ήταν «παράνομη ή όχι», ανέφερε πεντασέλιδη αναφορά της Hensoldt τον Δεκέμβριο του 2020. Μάλιστα, η ίδια υπογράμμισε ότι χρήματα θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί με σκοπό να «επηρεαστούν οι αρμόδιοι για τις λήψεις των αποφάσεων».
Σε άλλο σημείο το έγγραφο γίνεται πιο κατηγορηματικό, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει «αυξημένος κίνδυνος να έχει χρησιμοποιήσει ο τοπικός συνεργάτης ακατάλληλα ή ακόμα και παράνομα μέσα διαφθοράς, με σκοπό να επηρεάσει τον τελικό χρήστη προς όφελος του ίδιου και της Bird».
Τα παραπάνω αποτελούν ευθεία έκφραση ανησυχίας για μίζες, με σκοπό να υλοποιηθεί ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που εν τέλει θα ωφελούσε εμμέσως τη Hensoldt. Γι’ αυτό τον λόγο, το επιτελείο του Βίτιγκ προειδοποίησε ότι δεν μπορεί να κάνει συστάσεις για τη συναλλαγή χωρίς διενέργεια περαιτέρω ελέγχων που θα τεκμηρίωναν τη νομιμότητα της προμήθειας. Ωστόσο, αυτή η έρευνα θα απαιτούσε τουλάχιστον τέσσερις έως έξι εβδομάδες. Τελικά, η παραγγελία για την Ουγκάντα καταχωρήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020 «κατόπιν οδηγιών», σύμφωνα με έγγραφο της έρευνας. Πέντε αισθητήρες παραδόθηκαν τον Φεβρουάριο του 2021 και έξι τον Απρίλιο του 2021.
Μήπως οι έλεγχοι συμμόρφωσης ήταν τελικά για τα μάτια του κόσμου; Η Hensoldt απαντά αρνητικά, λέγοντας ότι πριν την παράδοση του στρατιωτικού εξοπλισμού «δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις παράνομης συμπεριφοράς». Γι’ αυτό και δεν υπήρξε καμία ένσταση. Ούτε οι «συμπληρωματικές έρευνες» από εξωτερικούς συμβούλους αποκάλυψαν κάτι διαφορετικό. Ο δικηγόρος του Βίτιγκ είπε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα ήταν απαραίτητη η συγκατάθεσή του.
Η Bird έκανε την εξής δήλωση: «Η Bird Aerosystems λειτουργεί σύμφωνα με τους ισραηλινούς κανονισμούς και σύμφωνα με αυστηρές διεθνείες προδιαγραφές. Η εταιρεία δεν αναφέρεται στην ίδια την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη συγκεκριμένων αυναλλαγών».
Η πώληση εξοπλιστικών στην Ουγκάντα δίνει τη μεγάλη εικόνα του ζητήματος συμμόρφωσης της οπλοβιομηχανίας. Κι αυτό γιατί πολιτική της Hensoldt είναι πάνω από το 50% των πωλήσεών της να κατευθύνεται στο εξωτερικό, καθώς τα συμβόλαια του γερμανικού στρατού δεν αρκούν για την ανάπτυξή της. Ωστόσο, αυτή η εξωστρέφεια έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο φαινομένων διαφθοράς. Όπως συμβαίνει με πολλές ακόμη εταιρείες εξοπλιστικών, η Hensoldt δεν έχει δικά της παραρτήματα στις χώρες όπου πουλάει στρατιωτικό υλικό, με συνέπεια να συνεργάζεται αναγκαστικά -ή επειδή αυτό αυξάνει τις πιθανότητες πώλησης- με τοπικούς «εθνικούς προμηθευτές», για να εξασφαλίσει τα συμβόλαια.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι εντός της Hensoldt αναπτύχθηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των μεσαζόντων. Ο Βίτιγκ και οι άνθρωποί του συνιστούσαν μεγαλύτερη προσοχή, οπότε πολλές συνεργασίες, ακόμα κι απ’ την εποχή της Airbus, τερματίστηκαν. Οι πωλητές, απ’ την άλλη πλευρά, ήθελαν τους μεσάζοντες. «Η Hensoldt θέλει να γίνει διεθνής, πράγμα λογικό, αλλά αυτό δεν θα λειτουργήσει χωρίς δίκτυο τρίτων και συμβάσεις βάσει επιδόσεων. Και τα δύο αποτελούν πρότυπο της αγοράς», ανέφερε αυτή η πλευρά στο εσωτερικό της εταιρείας.
«Μήπως η KMW λάδωσε στρατηγό του Κατάρ;»
Πωλητές έναντι δικηγόρων, αύξηση των πωλήσεων έναντι αξιών – ένα άλλο παράδειγμα από τον Περσικό Κόλπο δείχνει πόσο αμφίβολο είναι για τις εταιρείες εξοπλιστικών να διατηρήσουν την ισορροπία.
Η εθνική επέτειος του Κατάρ γιορτάζεται στις 18 Δεκεμβρίου με μια στρατιωτική παρέλαση στο παραλιακό μέτωπο της πρωτεύουσας Ντόχα, όπου συμμετέχουν μαχητικά, άρματα μάχης και στρατιώτες.
Το 2015 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά ότι στους εορτασμούς συμμετείχαν γερμανικής παραγωγής τεθωρακισμένα Leopard-2 και οβιδοβόλα Panzerhaubitze 2000 (PzH 2000).
Και τα δύο οπλικά συστήματα αναπτύσσονται από την KMW, από την οποία έχει προμηθευτεί άρματα κι ο ελληνικός στρατός. Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον συμπολιτευόμενο Τύπο, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία για τη δημιουργία εργοστασίου κατασκευής ή, εναλλακτικά, εκσυγχρονισμού Leopard στην Ελλάδα.
Παρά την ελλιπή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κατάρ, η Άνγκελα Μέρκελ είχε δώσει ως καγκελάριος το πράσινο φως για πώληση στη χώρα του Κόλπου 62 Leopard και 24 PzH 2000, μαζί με άλλο πολεμικό υλικό, έναντι σχεδόν δύο δισ. ευρώ.
Στη συμφωνία συμμετείχε κι η Hensoldt, που εξόπλισε τα τεθωρακισμένα με ηλεκτρονικά συστήματα. Συνολικά οι παραγγελίες θα της απέφεραν 90 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με εμπιστευτικά έγγραφα, η KMW ήταν ο βασικός εταίρος του Κατάρ. Όμως, όπως στην περίπτωση της Ουγκάντας, οι Γερμανοί συνεργάστηκαν με μια τοπική εταιρεία για την υλοποίηση της προμήθειας: τη Multi Services Company (MSC), με έδρα την Ντόχα.
Η Hensoldt απορρίπτει οποιοδήποτε παράπτωμα και υποστηρίζει ότι όλες οι συναλλαγές της έγιναν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και μετά από σχετικούς ελέγχους.
Έγγραφο από το εμπορικό μητρώο του Κατάρ τεκμηριώνει ότι η MSC έχει δύο μετόχους. Ο σημαντικότερος, στον οποίο ανήκε το 70% της εταιρείας, είναι γιος του σεΐχη Αχμέντ Νάσερ αλ-Τάνι. Πρόκειται για στρατηγό και μέλος της οικογένειας που κυβερνά το Κατάρ, ο οποίος στο παρελθόν έχει επίσης διατελέσει στέλεχος της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών. Σύμφωνα με το εμπορικό μητρώο, ήταν εξουσιοδοτημένος υπογράφων στην MSC.
Παρά τις παραπάνω διασυνδέσεις του μεσάζοντα με τις αρχές του Κατάρ, η KMW φέρεται να κατέβαλε προμήθεια δεκάδων εκατομμυρίων σε εταιρεία που σχετίζεται με την MSC. Εδώ προκύπτει το ερώτημα: Συμμετείχαν υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί του Κατάρ στην προμήθεια οπλισμού για τα δικά τους στρατεύματα;
Η εφημερίδα Handelsblatt αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 2019 σε αμφίβολες αμοιβές γύρω από αυτή την προμήθεια. «Μήπως η KMW λάδωσε το χέρι ενός στρατηγού του Κατάρ;», αναρωτιόταν η εφημερίδα. Η οπλοβιομηχανία αρνήθηκε τους ισχυρισμούς, καθώς είχε υποβάλει τον εταίρο της σε εκτεταμένους ελέγχους συμμόρφωσης πριν την ανάθεση της σύμβασης, χωρις να εντοπιστούν παρατυπίες.
Ωστόσο, τώρα αποκαλύπτεται ότι και η Hensoldt είχε σχέσεις με την MSC για τις προμήθειες του Κατάρ. Αυτό προκύπτει από εσωτερική παρουσίαση της εταιρείας που χρονολογείται από τον Δεκέμβριο του 2020 και βρίσκεται στη διάθεση της έρευνάς μας. Σε αυτή την παρουσίαση αναφέρεται ότι η Hensoldt «συνεργάστηκε επιτυχώς με την MSC» και ότι «οι πληρωμές προς την MSC εγκρίθηκαν το 2018».
Σε σχετική ερώτηση, η Hensoldt είπε ότι υπάρχουν ακόμα «πληρωμές προς εκτέλεση από παλιές συμβάσεις» που υπογράφηκαν την εποχή της Airbus. Τα σχετικά κεφάλαια αποδεσμεύτηκαν, αφού ελέγχθηκαν με τη βοήθεια δικηγορικού γραφείου και εταιρείας συμβούλων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Hensoldt ήθελε να συνεχίσει τις προμήθειες στο Κατάρ μέσω της τοποθέτησης ηλεκτρονικών συστημάτων σε άρματα μάχης που η KMW και η Rheinmetall (επίσης γερμανική οπλοβιομηχανία με προμήθειες στον ελληνικό στρατό) θα παρέδιδαν στην Ντόχα. Στο πλαίσιο άλλου εξοπλιστικού προτάθηκε εκ νέου συνεργασία με την MSC ως «δοκιμασμένο εταίρο των ενόπλων δυνάμεων του Κατάρ».
Ωστόσο, τώρα η Hensoldt λέει ότι οι συμβάσεις με την MSC «τερματίστηκαν», χωρίς να διευκρινίζει το πότε. Επίσης, η εταιρεία δεν σχολίασε τις προγραμματισμένες δραστηριότητές της στο Κατάρ. Όμως, τουλάχιστον μέχρι πέρυσι ορισμένα έργα εξακολουθούσαν να αναφέρονται σε έγγραφα της εταιρείας.
Σε εθνικό επίπεδο το ερώτημα είναι τι γνώριζε η γερμανική κυβέρνηση για τις επιχειρήσεις της (εν μέρει κρατικής) Hensoldt στο εξωτερικό. Η εθνική υπηρεσία ελέγχου των εξαγωγών είχε ρωτήσει στο παρελθόν για τον όμιλο εταιρειών του Μπαντίκι. Εξέφρασε τότε η Hensoldt τις ανησυχίες της για τυχόν μη νόμιμες πρακτικές και δωροδοκίες;
Η Hensoldt υποστηρίζει ότι δεν υπήρχαν «ενδελεχείς» ανησυχίες και ότι οι «υποψίες» από μόνες τους δεν πρέπει να διαβιβάζονται στις Αρχές. Τελικά, η γερμανική κυβέρνηση ενέκρινε εκείνη την προμήθεια της Hensoldt.
Στο πλαίσιο της έρευνας, θέσαμε ερωτήματα στην KMW, καθώς και σε άλλες εταιρείες και πρόσωπα που αναφέρονται στο ρεπορτάζ, χωρίς ωστόσο να λάβουμε απάντηση. Ακόμη, το Reporters United επικοινώνησε με την εταιρεία του κ. Χατζημηνά, ζητώντας μια συνάντηση μαζί του. Το γραφείο του απέρριψε το αίτημά μας.
Ενημέρωση 28 Μαΐου 2023: Προστέθηκε η δήλωση της Bird Aerosystems.