Μια ομάδα κρατών, μεταξύ των οποίων η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Κύπρος επιδιώκουν τη νομιμοποίηση της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού εναντίον δημοσιογράφων, εισάγοντας εξαιρέσεις στον νέο ευρωπαϊκό νόμο για την ελευθερία του τύπου. Οι εξαιρέσεις αφορούν όχι μόνο την εθνική ασφάλεια αλλά και 22 κατηγορίες σοβαρών αδικημάτων, ανοίγοντας έτσι επικίνδυνα το εύρος της εξαίρεσης. Με τη συμβιβαστική του πρόταση, το Ευρωκοινοβούλιο ετοιμάζεται να εισάγει ορισμένους περιορισμούς οι οποίοι είναι αμφίβολο αν θα εμποδίσουν την επικίνδυνη για τη δημοσιογραφία εξέλιξη.
«Βρισκόμαστε στη δυσκολότερη φάση της μάχης», λέει η εισηγήτρια του νόμου, Ρουμάνα ευρωβουλεύτρια της πολιτικής ομάδας Renew (Φιλελεύθεροι) Ραμόνα Στρουγκάριου. Σε συνεργασία με τις δημοσιογραφικές ομάδες Investigate Europe (ομάδα δημοσιογράφων από πολλές ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες συνεργάζεται σε μόνιμη βάση το Reporters United), το Disclose από τη Γαλλία και το Follow the Money από την Ολλανδία, αποκαλύπτουμε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι μία από τις επτά χώρες που με τη στάση τους κινδυνεύουν να μετατρέψουν τον νόμο σε κάτι που ελάχιστη σχέση έχει με την ελευθερία του τύπου.
Το έγγραφο που εκθέτει την ελληνική κυβέρνηση
Το έγγραφο αυτό ρίχνει φως στις θέσεις των κρατών καθώς αυτά προσέρχονται στην κρίσιμη διαπραγμάτευση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο), το Ευρωκοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με θέμα τις εξαιρέσεις στην προστασία του τύπου. Μετά από 15 μήνες διαπραγματεύσεων, το τελικό κείμενο του νόμου αναμένεται να συμφωνηθεί την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου.
Αναζητώντας λεπτομέρειες για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, απευθύναμε ερωτήματα στην Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης (η οποία από τις εκλογές του 2019 κι έπειτα βρίσκεται υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού) και στο Συμβούλιο μονίμων αντιπροσώπων. Δεν λάβαμε απάντηση.
Με βάση το έγγραφο που δημοσιεύουμε – και το οποίο προέρχεται από την τελευταία συνεδρίαση του συμβουλίου μονίμων αντιπροσώπων -, η Γαλλία, η Φινλανδία και η Κύπρος δήλωσαν ότι επιμένουν στην διατήρηση της εξαίρεσης εθνικής ασφαλείας «χωρίς ιδιαίτερη ευελιξία» ενώ Ελλάδα, Σουηδία και Μάλτα βρίσκονται στην ίδια γραμμή «με κάποιες αποχρώσεις» σύμφωνα με την διατύπωση του γερμανικού διπλωματικού εγγράφου, που περιγράφει την συνεδρίαση της 22ης Νοεμβρίου. Η δε Ιταλία υιοθέτησε την πιο σκληρή στάση από όλες τις χώρες.
Ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά αυταρχικών καθεστώτων σε όλον τον κόσμο είναι ότι ορίζουν αυθαίρετα και χωρίς δικλείδες ασφαλείας τι συνιστά «εθνική ασφάλεια» και εν συνεχεία δεν έχουν κανέναν περιορισμό στα μέσα που χρησιμοποιούν εναντίον όσων χαρακτηρίζουν εχθρούς της εθνικής ασφάλειας. Μ’ αυτό το πρόσχημα παραβιάζουν τα δικαιώματα όσων τους ασκούν έλεγχο ή κριτική.
Ανησυχούμε για τις μελλοντικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αυτή η διάταξη όχι μόνο για την ελεύθερη άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος αλλά και για την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών.
Κυβέρνηση της Πορτογαλίας
Στην περίπτωση του νόμου EMFA, αν οι κυβερνήσεις δώσουν στους εαυτούς τους το δικαίωμα να ανοίγουν κατά βούληση τις κάμερες και τα μικρόφωνα στους υπολογιστές και στα τηλέφωνα των δημοσιογράφων (αυτό κάνουν τα κατασκοπευτικά λογισμικά ή spyware, όπως το Pegasus και το Predator) τίθεται σε κίνδυνο ολόκληρη η λειτουργία του Τύπου, που βασίζεται στην εμπιστευτικότητα των πηγών. Τον περασμένο καλοκαίρι Reporters United και Investigate Europe είχαμε αποκαλύψει (Η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέρ της πανευρωπαϊκής χρήσης spyware κατά δημοσιογράφων – «για λόγους εθνικής ασφάλειας», 17 Ιουνίου 2023) ότι μια ομάδα χωρών, με επικεφαλής τη Γαλλία, προσπάθησε να εισαγάγει εξαίρεση εθνικής ασφάλειας στο άρθρο 4.4 του νόμου, χωρίς η εξαίρεση αυτή να περιορίζεται από δικλείδες ασφαλείας.
Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο, το Ευρωκοινοβούλιο αποφάσισε με μεγάλη πλειοψηφία να υπάρξουν οι εξής περιορισμοί:
- Η παρακολούθηση να μην σχετίζεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες του δημοσιογράφου
- Να μην οδηγεί σε αποκάλυψη των πηγών
- Να δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση χωριστά, αν αφορά την πρόληψη τέλεσης σοβαρού αδικήματος
- Να γίνεται κατόπιν εντολής ανεξάρτητης και αμερόληπτης δικαστικής αρχής
- Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού να επανεξετάζεται τακτικά από ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαστική αρχή.
Οι δημοσιογραφικές ενώσεις δεν θεωρούν τις δικλείδες αυτές επαρκείς. Με ανοικτή επιστολή τους, την περασμένη εβδομάδα, 17 ευρωπαϊκές ενώσεις δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης ζητούν να διαγραφεί η επίμαχη παράγραφος από το άρθρο 4 του νόμου. Σαφή θέση εναντίον της λευκής επιταγής για λόγους εθνικής ασφαλείας έχει λάβει και η κυβέρνηση της Πορτογαλίας. «Ανησυχούμε για τις μελλοντικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αυτή η διάταξη όχι μόνο για την ελεύθερη άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος αλλά και για την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών» ανέφερε η πορτογαλική αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες.
Η λίστα των εξαιρέσεων όλο και μεγαλώνει
Στον αντίποδα, τo έγγραφo που δημοσιεύουμε δείχνει ότι η ιταλική αντιπροσωπεία χαρακτήρισε «κόκκινη γραμμή» τη διατήρηση της εξαίρεσης για την εθνική ασφάλεια, κάτι που σημαίνει ότι αν τα υπόλοιπα κράτη αποφασίσουν να τη διαγράψουν, η Ιταλία δεν θα ψηφίσει τον νόμο και ο νόμος δεν θα εγκριθεί.
Στη λίστα προστίθενται άλλα 22 αδικήματα (σύνολο 32), ανοίγοντας εκθετικά τις δυνατότητες των κυβερνήσεων να παρακολουθούν τους δημοσιογράφους τους.
Οποιαδήποτε πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει ευρεία πλειοψηφία μεταξύ των χωρών που έχουν απομείνει (περιλαμβανομένης και της Ιταλίας), καθώς η Πολωνία και η Ουγγαρία έχουν δηλώσει εκ των προτέρων ότι δεν σκοπεύουν να ψηφίσουν τον νόμο. Οι δύο χώρες φοβούνται ότι οι υπόλοιπες διατάξεις του νόμου, όπως αυτές που προβλέπουν την ανεξαρτησία της κρατικής ραδιοτηλεόρασης από κυβερνητικές επιρροές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους.
Η απειλή της ακροδεξιάς κυβέρνησης της Ιταλίας φαίνεται ότι λειτουργεί. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, οι κυβερνήσεις προτιμούν έναν νόμο με προβληματικά σημεία από την απόσυρση της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Θα ανακοινώσουν ότι με τον νέο νόμο προστατεύουν την ελευθερία των ΜΜΕ την ώρα που εισάγουν σειρά εξαιρέσεων που επιτρέπουν νομίμως τις έρευνες που μπορούν να οδηγήσουν σε αποκάλυψη των δημοσιογραφικών πηγών.
Στην αρχική πρόταση της Κομισιόν, τον Οκτώβριο του 2022, η παρακολούθηση δημοσιογράφων με χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού (και άρα η αποκάλυψη των δημοσιογραφικών πηγών) επιτρεπόταν σε περίπτωση που υπήρχαν υποψίες τέλεσης δέκα σοβαρών αδικημάτων, από την τρομοκρατία και την εμπορία ανθρώπων ως την σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, την ανθρωποκτονία και το εμπόριο οργάνων. Με την τωρινή πρόταση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στη λίστα προστίθενται άλλα 22 αδικήματα (σύνολο 32), ανοίγοντας εκθετικά τις δυνατότητες των κυβερνήσεων να παρακολουθούν τους δημοσιογράφους τους.
Οι παραπάνω εξαιρέσεις δεν αναγράφονται ρητά στην πρόταση νόμου, αλλά περιλαμβάνονται στο Άρθρο 2(2) της απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/JHA, το οποίο αναγράφεται στην πρόταση νόμου, στο άρθρο 4.2(c).
Η γερμανική κυβέρνηση, που είχε ταχθεί υπέρ της παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφαλείας τον Ιούνιο, τώρα πρότεινε συμβιβαστική λύση που θα αφαιρεί τις λέξεις «εθνική ασφάλεια» από το κείμενο του νόμου, μιλώντας απλά για «τομείς που βρίσκονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των κρατών».
Κουκάκης στην Ελλάδα, Αριάν Λαβριγιέ στη Γαλλία
Επίσης, στα πρακτικά της 22ας Νοεμβρίου φαίνεται ότι η γαλλική κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της συμφωνούν με την υιοθέτηση «κάποιων από τις εγγυήσεις που απαιτεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών». Πρόκειται για την απαίτηση να λαμβάνεται «η σύμφωνη γνώμη δικαστικής αρχής» πριν την παραβίαση της προστασίας των πηγών, και τη δημιουργία ενός μηχανισμού για την εκ των υστέρων «τακτική αξιολόγηση των τεχνολογιών παρακολούθησης».
Ο Κριστόφ Μπιγκό, νομικός με ειδίκευση στο δίκαιο των ΜΜΕ, θεωρεί ότι οι παραχωρήσεις αυτές είναι ανεπαρκείς. Τουλάχιστον ως προς τη Γαλλία, η απαίτηση για δικαστική έγκριση αποτελεί «αλλαγή μόνο στα χαρτιά, αφού αυτή η προϋπόθεση ήδη υφίσταται στις προκαταρκτικές έρευνες σε δημοσιογράφους ή δημοσιογραφικά γραφεία» λέει. Αυτή η τυπική έγκριση συνήθως χορηγείται, όπως συνέβη στην περίπτωση της έρευνας από την γαλλική κρατική ασφάλεια (DGSI) σε βάρος της δημοσιογράφου του Disclose Αριάν Λαβριγιέ (η οποία συνυπογράφει το ρεπορτάζ αυτό) στις 19 Σεπτεμβρίου 2023.
Ο κίνδυνος αυθαιρεσίας από την εξαίρεση που επιτρέπει ο νέος ευρωπαϊκός νόμος είναι πρόδηλος στην ελληνική υπόθεση του Θανάση Κουκάκη: Ο Έλληνας δημοσιογράφος, και πρώτο ευρωπαϊκό θύμα του Predator, παρακολουθήθηκε, όπως αποκάλυψε το Reporters United τον Απρίλιο του 2022, απο την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας και με σύμφωνη γνώμη δικαστικής αρχής (της ενσωματωμένης στην ΕΥΠ εισαγγελέα Βασιλικής Βλάχου η οποία μόνο το 2021 υπέγραψε περίπου 15.475 τέτοιες διατάξεις). Η αόριστη επίκληση της εθνικής ασφάλειας επέτρεψε την παρακολούθηση ενός οικονομικού ρεπόρτερ που αντικείμενό της έρευνάς του ήταν τραπεζίτες και επιχειρηματίες.