Editing: Χριστόφορος Κάσδαγλης, Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Ανάλυση δεδομένων και οπτικοποίηση: Donatien Huet / Mediapart
Εικονογράφηση: Spoovio, Sébastien Calvet / Mediapart, Κωνσταντίνα Μαλτεπιώτη
Ο ιδρυτής και επικεφαλής του OCCRP, o 60χρονος Αμερικανός δημοσιογράφος Ντρου Σάλιβαν, έχει υπερηφανευτεί για το δημιούργημά του: «Το OCCRP είναι η μεγαλύτερη οργάνωση ερευνητικής δημοσιογραφίας στη Γη». Και σε άλλη αποστροφή του λόγου του, πρόσθετε με νόημα: «…για την οποία δεν έχετε ακούσει ποτέ».
Ισχύουν και τα δύο.
Πράγματι, εκτός του χώρου της ερευνητικής δημοσιογραφίας, το OCCRP είναι σχετικά άγνωστο. Αυτό όμως δεν το εμποδίζει να έχει δεσπόζουσα θέση στο οικοσύστημα της διεθνούς ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Τι είναι το OCCRP: Έξι ήπειροι, 20 εκατ. τον χρόνο, 100+ βραβεία
Από το 2008, όταν ιδρύθηκε στη Βοσνία, το OCCRP (Organised Crime and Corruption Project / «Πρότζεκτ Έρευνας για το Οργανωμένο Έγκλημα και τη Διαφθορά») εξαπλώθηκε στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, στην Κεντρική Ασία αλλά και την Αφρική, στη Λατινική Αμερική, στον Ειρηνικό.
Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία του Reporters United εδώ!
Σήμερα, ο ιδρυτής και επικεφαλής του, Ντρου Σάλιβαν (Drew Sullivan), διοικεί μια δημοσιογραφική αυτοκρατορία με γραφεία στην Ουάσινγκτον, στο Άμστερνταμ, στο Βουκουρέστι και στο Σαράγεβο, με 71 ΜΜΕ-μέλη σε 52 χώρες, με ετήσιο μπάτζετ άνω των 20 εκατ. δολαρίων και προσωπικό άνω των 200 ατόμων, εκ των οποίων 45 αρχισυντάκτες.
Ο Σάλιβαν λέει: «Είμαστε ο πρώτος παγκόσμιος οργανισμός δημοσιογραφικής έρευνας. Έχουμε αρχισυντάκτες σε όλες τις ηπείρους. Έχουμε προσωπικό σε όλες τις ηπείρους. Και έχουμε συμμετάσχει σχεδόν σε κάθε μεγάλο και σημαντικό παγκόσμιο ερευνητικό συνεργατικό πρότζεκτ» – Panama Papers, Pandora Papers, Suisse Secrets, Russian Laundromat, Narco Files, Pegasus Project, Cyprus Confidential…
Το OCCRP συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ΜΜΕ του κόσμου – τους New York Times και τη Washington Post στις ΗΠΑ, τον Guardian στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Spiegel και τη Süddeutsche Zeitung (SZ) στη Γερμανία, τη Monde στη Γαλλία.
Ο Ντρου Σάλιβαν μας δήλωσε ότι χάρη στις αποκαλύψεις τους έχουν αλλάξει πέντε – έξι κυβερνήσεις, ενώ το ίδιο το OCCRP επαίρεται πως οι έρευνές του είχαν ως αποτέλεσμα να επιστρέψουν 11 δισ. δολάρια στα ταμεία των κρατών από υποθέσεις διαφθοράς.
Για όλα αυτά, το OCCRP έχει μαζέψει πάνω από 100 δημοσιογραφικά βραβεία.
Αυτή είναι η μία πλευρά.
Αποκαλύπτοντας τους μυστικούς δεσμούς
Η δημοσιογραφική μας έρευνα προσπάθησε να ερευνήσει και να τεκμηριώσει την άλλη πλευρά, την αθέατη και όχι τόσο φωτεινή – αυτή που αποκαλύπτει πώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνέβαλε στη δημιουργία, χρηματοδότησε και συνέχισε μέχρι σήμερα να έχει δικαίωμα βέτο στο μεγαλύτερο μέσο ερευνητικής δημοσιογραφίας στον κόσμο.
Η έρευνα ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2023 ως πρότζεκτ για ντοκιμαντέρ από το NDR, τη γερμανική δημόσια τηλεόραση. Τον Σεπτέμβριο του 2024, το NDR κάλεσε τέσσερα ακόμα ΜΜΕ να συμμετάσχουν: Το Mediapart από τη Γαλλία, το Drop Site News από τις ΗΠΑ, την εφημερίδα Il Fatto Quotidiano από την Ιταλία και το Reporters United.
Τελικά, τον Νοέμβριο του 2024, το NDR αποφάσισε να λογοκρίνει την έρευνα και να μην τη δημοσιεύσει. Τη δημοσιεύουμε όμως εμείς, εμπλουτισμένη με ακόμα περισσότερα στοιχεία μετά από πρόσθετο ρεπορτάζ δυόμισι μηνών. Μεσολάβησε μια μακρά διαδικασία ερωτήσεων και απαντήσεων με την πλευρά του OCCRP – της ηγεσίας και του διοικητικού συμβουλίου, κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρξαν πιέσεις για να μην προχωρήσει η δημοσίευση της έρευνας.
Οι πιέσεις του κ. Σάλιβαν
Η πλευρά του κ. Σάλιβαν έκανε το παν ώστε οι γραμμές που τώρα διαβάζετε να μη δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Είχε προηγουμένως εφαρμόσει ανάλογες τακτικές απέναντι στο NDR. Τελικά, η γερμανική δημόσια τηλεόραση αποφάσισε να κόψει το ντοκιμαντέρ που η ίδια παρήγαγε.
Ο κ. Σάλιβαν συκοφάντησε με τρόπο ανοίκειο δύο από τους δημοσιογράφους που έκαναν την έρευνα του NDR και προσπάθησε να παρέμβει και στα τέσσερα μέσα ενημέρωσης που συμμετέχουν σε αυτήν – αλλά δεν τα κατάφερε. Απείλησε ευθέως με αγωγές, και μάλιστα στις Ηνωμένες Πολιτείες, γνωρίζοντας πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να εξοντώσει οικονομικά ένα μέσο ενημέρωσης σαν το Reporters United πριν καν αρχίσει η δίκη. Αλλά το ρεπορτάζ δημοσιεύεται.
Ευρήματα
- Ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του OCCRP είναι η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Μεταξύ 2014 – 2023, παρείχε κατά μέσο όρο το 52% της χρηματοδότησης του OCCRP ή σε απόλυτους αριθμούς 43,7 εκατ. δολάρια.
- Δυτικές κυβερνήσεις, όπως η βρετανική, η γαλλική, η σουηδική και η ολλανδική, έχουν δώσει άλλα 15 εκατ. δολάρια: Συνολικά, το 70% της χρηματοδότησης του OCCRP εξαρτάται από δυτικές κυβερνήσεις, έξι εκ των οποίων μέλη του ΝΑΤΟ.
- Οι New York Times, εφημερίδα που συνεργάστηκε με το OCCRP, μας δήλωσαν πως το OCCRP δεν τους ενημέρωσε ποτέ για τη φύση της χρηματοδότησής του.
- Αυτή η χρηματοδότηση, κόντρα σε ό,τι αναφέρει δημόσια το OCCRP, προϋποθέτει συγκεκριμένες δεσμεύσεις προς τον κύριο χρηματοδότη του: την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
- Όρος της χρηματοδότησης, σύμφωνα με τον αμερικανικό Νόμο για την Ξένη Βοήθεια, είναι «η ξένη βοήθεια» […] «να ευθυγραμμίζεται με την εξωτερική πολιτική και τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ».
- Στην τωρινή συμφωνία χρηματοδότησής του, η USAID (κρατική αμερικανική υπηρεσία διεθνούς βοήθειας) έχει δικαίωμα βέτο στο «κρίσιμο προσωπικό» (key personnel) του OCCRP, όπως οι επικεφαλής και οι ανώτεροι αρχισυντάκτες του.
- Κατά δήλωση τόσο του επικεφαλής του OCCRP όσο και αξιωματούχων της κυβέρνησης των ΗΠΑ, το OCCRP δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αμερικανικά κρατικά λεφτά για να κάνει ρεπορτάζ για τις ΗΠΑ.
- Η χρηματοδότηση που επέτρεψε τη δημιουργία του OCCRP προήλθε από το INL (Bureau of International Narcotics and Law Enforcement Affairs), μια κρατική υπηρεσία «επιβολής του νόμου» – κάτι που ως αυτή τη στιγμή το μέσο απέκρυπτε.
- Ο κ. Σάλιβαν και αξιωματούχοι της USAID πιστώνουν τη δημιουργία του OCCRP στον νομικό Ντέιβιντ Χότζκινσον, ταγματάρχη του αμερικανικού στρατού, ο οποίος το 2007 ήταν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ (το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών). Σήμερα υπηρετεί στο ODNI (υπηρεσία συντονισμού των μυστικών υπηρεσιών).
- Πολλά από τα grants (χορηγίες) της αμερικανικής κυβέρνησης προς το OCCRP δεσμεύουν ως προς τη γεωγραφική περιοχή που πρέπει να ερευνηθεί. Συχνά πρόκειται για χώρες αντιπάλους των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία και η Βενεζουέλα.
- Κατόπιν ειδικής άδειας από τη USAID, το 2019 επιτράπηκε στο OCCRP να μην αναφέρει στην αρχική σελίδα του ιστότοπου και στα άρθρα του, όπως επιτάσσει ο κανονισμός της USAID, τη χρηματοδότησή του από αυτήν.
- Τόσο το OCCRP όσο και η αμερικανική κυβέρνηση αρνούνται να δημοσιεύσουν ή να μας παράσχουν τις συμβάσεις χρηματοδότησης και τις ρήτρες που περιλαμβάνουν.
- Οργανισμοί που χρηματοδοτούν το OCCRP, όπως η USAID και το NED, διοικούνται από πρόσωπα με στενούς δεσμούς ή προϋπηρεσία στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, το NATO και τις υπηρεσίες πληροφοριών.
- Η επικεφαλής της USAID έχει αυτοδικαίως (ex officio) θέση στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, το οποίο υποστηρίζει τον Αμερικανό πρόεδρο σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής.
- Το OCCRP φέρεται, σύμφωνα με μαρτυρίες, να μην ενημέρωσε τα ΜΜΕ με τα οποία συνεργάζεται αλλά και τα ΜΜΕ-μέλη του δικτύου του για τις δεσμεύσεις του απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση.
Κεφάλαιο 1: Το χρήμα
Τα ευρήματα της έρευνάς μας βασίζονται στις συνεντεύξεις που έδωσαν στο NDR ο ιδρυτής του OCCRP Ντρου Σάλιβαν και κυβερνητικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ, αλλά και στη μετέπειτα μελέτη δημόσιων εγγράφων που αποτυπώνουν την πραγματική (ποσοτική και ποιοτική) εικόνα της χρηματοδότησης του OCCRP από την αμερικανική κυβέρνηση.
Στον δημοσιογραφικό χώρο, και ειδικότερα στον χώρο της διεθνούς ερευνητικής δημοσιογραφίας, το γεγονός ότι ανάμεσα στους χρηματοδότες του OCCRP είναι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν γνωστό.
Όμως, οι αναγνώστ(ρι)ες που διαβάζουν αποκαλύψεις του OCCRP (για παράδειγμα, στη Washington Post ή τον Guardian) δεν έχουν τρόπο να γνωρίζουν ποιος χρηματοδοτεί αυτές τις αποκαλύψεις.
New York Times: To OCCRP δεν μας ενημέρωσε
Ενδεχομένως δεν γνωρίζουν ούτε τα ίδια τα στελέχη των μέσων με τα οποία το OCCRP συνεργάζεται. Εκπρόσωπος των New York Times μάς είπε ότι το OCCRP δεν είχε ενημερώσει την εφημερίδα για τη φύση της χρηματοδότησής του.
Οι αναγνώστ(ρι)ες που πλοηγούνται στις ιστοσελίδες του OCCRP, αν πάνε στη σελίδα των υποστηρικτών, θα δουν μια σειρά λογοτύπων τα οποία περιλαμβάνουν φορείς που συνδέονται με την αμερικανική κυβέρνηση. Αλλά και πάλι θα αγνοούν μια αλήθεια την οποία δεν αρνείται ούτε ο επικεφαλής του OCCRP: Ότι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του OCCRP από την ημέρα που γεννήθηκε είναι η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Λεφτά από έξι κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ
Μεταξύ 2014-2023, η αμερικανική κυβέρνηση παρείχε κατά μέσο όρο το 52% της χρηματοδότησης του OCCRP ή, σε απόλυτους αριθμούς, 43,7 εκατ. δολάρια. Συνολικά, από την ίδρυση του το 2008 το OCCRP έχει χρηματοδοτηθεί από την Ουάσιγκτον με 47 εκατ. δολάρια.
Και δεν είναι η μόνη δυτική κυβέρνηση που το κάνει: 1,1 εκατ. δολάρια έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλα 14 εκατ. δολάρια έξι ευρωπαϊκές χώρες: το Ηνωμένο Βασίλειο (7 εκατ.), η Σουηδία (4 εκατ.), η Δανία, η Ελβετία, η Σλοβακία και η Γαλλία.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, από αυτές τις κυβερνήσεις (έξι είναι σήμερα μέλη του NATO) προέρχεται το 70% του ετήσιου προϋπολογισμού του OCCRP κατά την περίοδο 2014-2023.
Μόνο το 2023, το πιο πρόσφατο έτος αναφοράς, η Ουάσινγκτον κατέβαλε 11,7 εκατ. δολάρια στο OCCRP, που αντιστοιχούν στο 53% των δαπανών του.
Ο Ντρου Σάλιβαν αμφισβητεί τους υπολογισμούς αυτούς. Υποστηρίζει ότι δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα λεγόμενα subgrants, υποσύνολα δηλαδή της χρηματοδότησης που η αμερικανική κυβέρνηση δίνει στο OCCRP και τα οποία αυτό διοχετεύει στη συνέχεια στα μέσα ενημέρωσης που αποτελούν ανεξάρτητες οντότητες αλλά και μέλη του δικτύου του: Συνολικά, 11,4 εκατ. δολάρια. Αλλά ακόμα και με αυτή τη μεθοδολογία, το ποσοστό της αμερικανικής χρηματοδότησης για την περίοδο 2014-2023 ανέρχεται στο 46%.
«Είμαι βαθιά ευγνώμων στην κυβέρνηση των ΗΠΑ»
Τόσο η ηγεσία του OCCRP όσο και τα στελέχη των αμερικανικών φορέων που το χρηματοδοτούν δηλώνουν περηφάνια και ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη σχέση.
Το 2021, η Σαμάνθα Πάουερ, επικεφαλής της USAID, είχε χαρακτηρίσει το OCCRP «εταίρο» της αμερικανικής κυβέρνησης.
«Με μεγάλη υπερηφάνεια σάς λέω πως πιστεύω ότι το OCCRP είναι ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της USAID στον τομέα της δημοκρατίας», σημειώνει ο Μάικ Χένινγκ, στέλεχος στο γραφείο Ευρώπης και Ευρασίας της USAID.
Αλλά κι ο ίδιος ο κ. Σάλιβαν, σε μία από τις συνεντεύξεις του στο NDR, αρχικά ισχυρίστηκε ότι «οι χορηγοί του OCCRP χαρακτηρίζονται από ευρεία διασπορά», γι’ αυτό και «κανείς χορηγός δεν έχει κυρίαρχη θέση»: «Η κυβέρνηση των ΗΠΑ […] είναι ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες μας, αλλά το ποσοστό της δεν είναι καθοριστικό».
Ωστόσο, όταν τέθηκαν ενώπιόν του τα αποτελέσματα της έρευνάς, παραδέχτηκε: «Είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του OCCRP, ναι, και αυτό ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας. […] Είμαι βαθιά ευγνώμων στην κυβέρνηση των ΗΠΑ».
Τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς
Οι υπέρμαχοι αυτής της σχέσης επικαλούνται διάφορα επιχειρήματα. Σταχυολογούμε εδώ μερικά, μέσα από τις απαντήσεις που μας έδωσε ο κ. Σάλιβαν:
- «Διαλέξαμε ανάμεσα στο να πάρουμε λεφτά από κυβερνήσεις ή να μην υπάρχουμε».
- «Η αμερικανική κυβέρνηση ποτέ δεν έχει παρέμβει στο ρεπορτάζ μας και η χρηματοδότησή της έχει βοηθήσει στη δημιουργία ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας σε μέρη όπου αλλιώς δεν θα υπήρχε τίποτα».
- «Πολλές άλλες οργανώσεις, όπως το Forbidden Stories, το ICIJ και άλλες, επίσης παίρνουν χρήματα από κυβερνήσεις, και το ίδιο κάνουν δεκάδες κέντρα ερευνητικής δημοσιογραφίας σε όλο τον κόσμο».
Μια άβολη σχέση
Η Σάνον Μαγκουάιρ, το στέλεχος της USAID που χειρίζεται τον φάκελο του OCCRP, αναγνώρισε στον φακό του NDR: «Είμαστε υπερήφανοι που […] η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι ο πρώτος δημόσιος χρηματοδότης του OCCRP. Αλλά έχουμε και επίγνωση του πόσο άβολη μπορεί να καταστεί μερικές φορές αυτή η σχέση» μεταξύ OCCRP και αμερικανικής κυβέρνησης.
Η ίδια αποκάλυψε πως το OCCRP απολαμβάνει ένα ειδικό προνόμιο, το λεγόμενο «partial branding waiver» (μερική απαλλαγή από την ανάγκη αναφοράς της επωνυμίας): Το 2019, η USAID παραχώρησε ειδική άδεια στο OCCRP, ως εξαίρεση στους γενικούς κανονισμούς της, επιτρέποντας στο ΜΜΕ να μην εμφανίζει το λογότυπo της USAID στην κεντρική ιστοσελίδα του. Μέχρι τότε, στο υποσέλιδο της αρχικής σελίδας του OCCRP υπήρχε το μήνυμα «OCCRP is made possible by» («To OCCRP υπάρχει χάρη σε») πλάι στα λογότυπα της USAID και των πιο μεγάλων δωρητών του. Όχι πια. (Το λογότυπο υπάρχει πάντως στη σελίδα των υποστηρικτών – χωρίς όμως να αναφέρονται ούτε τα ποσά ούτε οι όροι αυτής της χρηματοδότησης.)
Κεφάλαιο 2: Οι δεσμεύσεις
Στην απάντησή του, το διοικητικό συμβούλιο του OCCRP δεν διαψεύδει τις πληροφορίες και τα γεγονότα του ρεπορτάζ, αλλά αμφισβητεί τη σημασία και την ερμηνεία τους: «Από την αρχή, εξασφαλίσαμε ότι οι κυβερνητικές επιχορηγήσεις (grants) θα υπόκειντο σε αδιαπέραστες δικλείδες ασφαλείας, οι οποίες θα προστάτευαν τη δημοσιογραφία που παράγεται από το OCCRP. […] Θεωρούμε δεδομένο πως καμία κυβέρνηση ή χρηματοδότης δεν έχει ασκήσει δημοσιογραφικό έλεγχο στα ρεπορτάζ του OCCRP».
Το ίδιο λέει και η κ. Μαγκουάιρ της USAID: «Είναι 100% ανεξάρτητοι. Δεν κατευθύνουμε τα ρεπορτάζ πάνω στα οποία δουλεύουν».
Η πρώτη και θεμελιώδης δέσμευση του OCCRP είναι αποτυπωμένη στον νόμο των ΗΠΑ περί Διεθνούς Βοήθειας (Foreign Assistance Act). Τη δέσμευση αυτή επιβεβαίωσαν κατά τις συνεντεύξεις τους τόσο τα στελέχη της USAID όσο και ο κ. Σάλιβαν. Η «ξένη βοήθεια» που λαμβάνει το OCCRP, όπως και όλοι οι φορείς που χρηματοδοτούνται από τη USAID, πρέπει «να ευθυγραμμίζεται και να προωθεί την εξωτερική πολιτική και τα οικονομικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών».
Από το ίδιο νομικό πλαίσιο (Foreign Assistance Act), σύμφωνα με όσα είπαν στις συνεντεύξεις τους οι αξιωματούχοι της USAID, απορρέουν και μια σειρά από άλλες δεσμεύσεις για το OCCRP, άλλες κωμικές, όπως το να πετούν οι δημοσιογράφοι του μόνο με αμερικανικές αερογραμμές (Fly America Act), και άλλες σοβαρές, όπως η απαγόρευση της προώθησης του δικαιώματος στην άμβλωση – η οποία έρχεται και φεύγει ανάλογα με το αν κυβερνούν Ρεπουμπλικανοί ή Δημοκρατικοί.
Ο κ. Σάλιβαν λέει πως όλα αυτά δεν επηρεάζουν την ανεξαρτησία του OCCRP: «Πράγματι προωθεί την αμερικανική εξωτερική πολιτική το να έχεις καλούς ερευνητές ρεπόρτερ σε όλο τον κόσμο. […] Δεν υπήρξε ποτέ προσπάθεια να επηρεάσουν οτιδήποτε κάναμε».
Ρήτρα ανάμειξης
Υπάρχουν όμως και ειδικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από τις συγκεκριμένες συμβάσεις χρηματοδότησης που υπογράφει το OCCRP.
Η κ. Μαγκουάιρ εξηγεί στη συνέντευξή της στο NDR ότι η συμφωνία που υπέγραψε το OCCRP με τη USAID το 2023, και παραμένει σε ισχύ, ήταν «συνεργατική» (cooperative). Σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία, μια τέτοια συμφωνία διέπεται από τη «ρήτρα ουσιαστικής ανάμειξης» – με άλλα λόγια, δίνει στον χρηματοδότη (στη USAID, μια υπηρεσία που υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ) πρόσθετες εξουσίες έναντι του χρηματοδοτούμενου.
Κεφάλαιο 3: Το δικαίωμα βέτο στην ηγεσία του OCCRP
Μία από αυτές τις εξουσίες είναι το βέτο στο λεγόμενο «key personnel» (προσωπικό-κλειδί ή, πιο ελεύθερα, κρίσιμο προσωπικό) του OCCRP.
Τόσο ο Χένινγκ και η Μαγκουάιρ (η πλευρά δηλαδή της αμερικανικής κυβέρνησης) όσο και ο ίδιος ο Σάλιβαν (η πλευρά του OCCRP) επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του βέτο.
Σε ποια άτομα εφαρμόζεται το βέτο της USAID; Ο κ. Χένινγκ της USAID λέει: «Στον διευθυντή ή στον διευθύνοντα σύμβουλο, ή στον διευθυντή σύνταξης, κλπ. Όσοι είναι στην ανώτατη βαθμίδα τίθενται υπό έγκριση».
Ο κ. Σάλιβαν διευκρινίζει: «Ξέρετε, συνήθως είναι ο «Chief of Party» [το ανώτατο πρόσωπο ιεραρχικά στο OCCRP] ή μια δυο θέσεις στην κορυφή, συνήθως οι αρχισυντάκτες μας».
Πόσο ανεξάρτητο είναι ένα μέσο ενημέρωσης όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει βέτο στο ποιος είναι ο διευθυντής σύνταξης, ο διευθύνων σύμβουλος, o αρχισυντάκτης;
Απαντώντας στις ερωτήσεις του NDR σχετικά με το βέτο, το συμβούλιο του OCCRP είπε: «Τέτοιοι περιορισμοί είναι συνηθισμένοι σε όλες τις κυβερνητικές επιχορηγήσεις. […] Ο σκοπός της πρόβλεψης για το κρίσιμο προσωπικό δεν έχει σχέση με το δημοσιογραφικό περιεχόμενο της επιχορήγησης αλλά περισσότερο με τη διαχείρισή της. […] Στην πράξη, κανένας δωρητής δεν έχει ποτέ ασκήσει βέτο για οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού και ακόμα κι αν είχε κάνει κάτι τέτοιο, αυτό δεν θα επηρέαζε την ικανότητα του OCCRP να έχει τον έλεγχο του δημοσιογραφικού προϊόντος του. Το OCCRP και οι εταίροι του έχουν τη δυνατότητα να μη συμφωνήσουν σε βέτο που θα είχε σκοπό την αλλαγή της συντακτικής διαδικασίας και πιθανότατα θα απέρριπταν την επιχορήγηση σ’ αυτή την περίπτωση».
Άλλωστε, λέει το Συμβούλιο, «σε όλες τις χρηματοδοτήσεις του OCCRP αναγνωρίζεται πως οι χρηματοδότες δεν έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν στις συντακτικές πολιτικές και διαδικασίες του OCCRP».
Όχι ρεπορτάζ για τις ΗΠΑ με αμερικανικά λεφτά
Η δεύτερη δέσμευση την οποία αναδεικνύει η έρευνά μας είναι ότι δεν επιτρέπεται στο OCCRP να κάνει ρεπορτάζ για τις ΗΠΑ με λεφτά της Ουάσινγκτον. Ο κ. Σάλιβαν είπε σχετικά στον φακό του NDR: «Η πολιτική που έχουμε είναι πως δεν κάνουμε ρεπορτάζ για μια χώρα με τα δικά της χρήματα. […] Νομίζω ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Αλλά ακόμα και σε χώρες που δεν βάζουν τέτοιους όρους, δεν το κάνουμε διότι σε βάζει σ’ ένα είδος σύγκρουσης συμφέροντος, και είναι καλύτερο να μένεις μακριά από τέτοιες καταστάσεις».
Σε μέιλ του προς τα ΜΜΕ-μέλη του OCCRP τον Οκτώβριο του 2023, εν μέσω δηλαδή πραγματοποίησης της έρευνας του NDR, ο κ. Σάλιβαν λέει για το ίδιο θέμα: «Είναι κατά το πλείστον αλήθεια» ότι το OCCRP «τα πρώτα χρόνια» δεν έκανε ρεπορτάζ για τις ΗΠΑ, «αφού δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα λεφτά της USG [κυβέρνησης των ΗΠΑ] και του Σόρος [Open Society Foundations] για ρεπορτάζ για τις ΗΠΑ».
Απευθύναμε σχετικό ερώτημα στο ίδρυμα Open Society, αλλά δεν λάβαμε απάντηση.
Το διοικητικό συμβούλιο του OCCRP διευκρινίζει για το θέμα: «Στο OCCRP δεν επιτρέπεται η χρήση κυβερνητικών κονδυλίων των ΗΠΑ για ρεπορτάζ που εν γένει αφορούν τις ΗΠΑ, και όχι ειδικά για ρεπορτάζ που ασκούν κριτική στις ΗΠΑ».
Αυτός ο περιορισμός, λέει το διοικητικό συμβούλιο, εφαρμόζεται από το OCCRP και στις άλλες χώρες οι κυβερνήσεις των οποίων χρηματοδοτούν το OCCRP, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Δανία, η Σλοβακία και η Σουηδία, ακόμα κι αν δεν το επιβάλλουν οι ίδιες.
Κεφάλαιο 4: Χρηματοδότηση με γεωεντοπισμό
Υπάρχουν λοιπόν οι χώρες για τις οποίες το OCCRP φαίνεται να έχει ορισμένους περιορισμούς στο ρεπορτάζ του, υπάρχει όμως και το αντίθετο: Χώρες ή γεωγραφικές περιοχές οι οποίες ορίζονται ως αντικείμενο του ρεπορτάζ του από τις χρηματοδοτήσεις που λαμβάνει από τη USAID.
Πρόκειται με άλλα λόγια για χορηγίες στις οποίες ο χρηματοδότης (η κυβέρνηση των ΗΠΑ) έχει ορίσει το πού – και ορισμένες φορές και το πώς – του ρεπορτάζ.
Μεταξύ 2015 και 2019, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χρηματοδότησε με 2,2 εκατ. δολάρια το OCCRP στο πλαίσιο του προγράμματος «Ισορροπώντας τη Ρωσική Σφαίρα των ΜΜΕ» («Balancing the Russian Media Sphere»).
Μεταξύ 2019 και 2023, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χρηματοδότησε με 1,7 εκατ. δολάρια το OCCRP με σκοπό την «Ενίσχυση της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην Ευρασία» («Strengthening investigative Journalism in Eurasia»), μια γεωγραφική ζώνη που περιλαμβάνει τη Ρωσία και την κεντρική Ασία.
Το 2021 και το 2022, το OCCRP διηύθυνε τη διασυνοριακή έρευνα με τίτλο «Russian Asset Tracker» (Ανιχνευτής Ρωσικών Περιουσιακών Στοιχείων), δημιουργώντας τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων από μη κυβερνητικό οργανισμό στον κόσμο σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία Ρώσων πολιτικών και ολιγαρχών.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χρηματοδότησε επίσης με 173.324 δολάρια το OCCRP με σκοπό «την αποκάλυψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στη Βενεζουέλα», χώρα υπό τον έλεγχο του Νικολάς Μαδούρο, αντιπάλου των ΗΠΑ.
Πάντως, το OCCRP μάς παρέθεσε παραδείγματα ρεπορτάζ του με κριτική ματιά για υποθέσεις των ΗΠΑ, όπως για τους επιχειρηματίες που βοήθησαν τον δικηγόρο του Τραμπ να πλήξει τον πρόεδρο Μπάιντεν, για παραδόσεις όπλων από την αμερικανική κυβέρνηση στους αντάρτες της Συρίας, για σύμβαση μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και αεροπορικής εταιρείας που σχετίζεται με τη ρωσική μαφία.
Πρόκειται ωστόσο για σταγόνα στον ωκεανό των εκατοντάδων ή και χιλιάδων δημοσιευμένων ρεπορτάζ του OCCRP.
Ζητήσαμε από τον κ. Σάλιβαν να μας δείξει τις συμβάσεις χρηματοδότησης με την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αρνήθηκε απαντώντας ότι «περιέχουν ιδιόκτητες και εμπιστευτικές πληροφορίες» και πως δεν μπορούν να μας τις παράσχουν, «καθώς είστε ανταγωνιστές του OCCRP».
NDR: Παγώσαμε τη συνεργασία μας με το OCCRP
Ο κ. Σάλιβαν παραδέχεται ότι κρατά τις πληροφορίες για την έκταση και το βάθος της σχέσης του OCCRP με την κυβέρνηση των ΗΠΑ μακριά από τους δημοσιογράφους των ΜΜΕ του δικτύου του OCCRP: «Προσπαθούμε να προστατεύουμε τους πάντες, ξέρετε, στις οργανώσεις που συνεργάζονται μαζί μας, απ’ όλη αυτή την πληροφορία. Προσπαθούμε να τους κρατάμε μακριά από τους χορηγούς όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε να μην ανησυχούν και να μην χρειάζεται να ασχολούνται με αυτά».
Σύμφωνα με την έρευνά μας, το OCCRP ουδέποτε ενημέρωσε τα μέλη του δικτύου του αλλά και τα μέσα ενημέρωσης με τα οποία συνεργάζεται για την έκταση της χρηματοδότησής του από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και για τις δεσμεύσεις που αυτή προϋποθέτει.
Το NDR (γερμανική δημόσια τηλεόραση), παρότι ήταν αυτό που ξεκίνησε την έρευνα για το OCCRP και αυτό που μας προσκάλεσε να συνεργαστούμε μαζί του, τελικά λογόκρινε τη δική του δημοσιογραφική έρευνα. (Περισσότερα για την υπόθεση λογοκρισίας, σε ξεχωριστό ρεπορτάζ τις επόμενες μέρες.)
Όμως, στην απάντησή του προς εμάς, η διοίκηση του NDR αποκαλύπτει πως, όταν ενημερώθηκε για τα ευρήματα της έρευνας (τον Σεπτέμβριο του 2023), αποφάσισε να «παγώσει» τη συνεργασία του με το OCCRP και από τότε δεν έχει ξανασυνεργαστεί μαζί του.
ProPublica για το βέτο: «Ένας πανίσχυρος μοχλός πίεσης»
Ζητήσαμε την άποψη του διευθυντή σύνταξης της ProPublica, ενός από τα πιο αξιόπιστα εγχειρήματα ερευνητικής δημοσιογραφίας στις ΗΠΑ, βραβευμένου με επτά βραβεία Πούλιτζερ. Ο Στίβεν Ένγκελμπεργκ είπε: «Όταν ο χρηματοδότης έχει επιρροή στο προσωπικό των ειδήσεων, αυτός είναι ένας πανίσχυρος μοχλός πίεσης». Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Αν η κυβέρνηση πληρώνει τη μισή μισθοδοσία σου, θα το έχεις στο μυαλό σου. Κι εγώ θα προτιμούσα να μην πρέπει να σκέφτομαι κάτι τέτοιο».
Ο Λόουελ Μπέργκμαν (Lowell Bergman), ο Αμερικανός δημοσιογράφος και παραγωγός της εκπομπής 60 Minutes, ο οποίος ενσαρκώθηκε από τον Αλ Πατσίνο στην ταινία The Insider, ήταν μέλος στο διοικητικό συμβούλιο του OCCRP ώς το 2014. Τι συνέβη και έφυγε; Ο ίδιος είπε στο NDR: «Είχα υπερβολικές υποχρεώσεις αλλού. Και τότε αντιλήφθηκα την εμπλοκή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Επειδή αυτό ήταν ένα προφανώς περίπλοκο ζήτημα, εξέφρασα την ανησυχία μου στον Ντρου Σάλιβαν και τους άλλους, και με τον πρέποντα σεβασμό παραιτήθηκα από το συμβούλιο».
Κεφάλαιο 5: Ο βίος του Ντρου
Πύραυλοι, σταντ-απ, δημοσιογραφία
H βιογραφία του 60χρονου Ντρου Σάλιβαν περιλαμβάνει διαρκείς εκπλήξεις. Εργάστηκε από το 1987 και για έξι χρόνια ως μηχανικός στη βιομηχανία πυραύλων Rockwell, υπεργολάβο της NASA, και πιο συγκεκριμένα στην εκτόξευση κατασκοπευτικών δορυφόρων. Γι’ αυτό και, όπως δήλωσε ο ίδιος στην κάμερα του NDR, είχε «top secret clearance» (άδεια για πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες).
Σε επόμενη απάντησή του, διευκρίνισε πως «δεκάδες χιλιάδες υπάλληλοι είχαν τέτοια άδεια» και πως «αυτό δεν μου εξασφάλισε κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση από την αμερικανική κυβέρνηση».
Τη δεκαετία του ’90, ο κ. Σάλιβαν αλλάζει καριέρα και γίνεται δημοσιογράφος, δουλεύει στο Associated Press και στην εφημερίδα The Tennessean στο Νάσβιλ, στην πολιτεία του Τενεσί.
Το 2000, ξαναλλάζει καριέρα και κάνει σταντ-απ ως κωμικός στον αμερικανικό Νότο.
Ενδιάμεσα, το 1999, ο κ. Σάλιβαν βρέθηκε στη Βοσνία για να εκπαιδεύσει τοπικούς δημοσιογράφους, σ’ ένα πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από την αμερικανική κυβέρνηση. Ο ίδιος αφηγείται στη συνέντευξή του στο NDR:
«Μετά τον πόλεμο, οι Βόσνιοι δεν είχαν ιδέα. […] Θυμάμαι να εκπαιδεύω ανθρώπους και να σηκώνουν το ποντίκι ψηλά στον αέρα· το έδειχναν προς τον υπολογιστή και πατούσαν το κουμπί και νόμιζαν ότι ήταν σαν τηλεχειριστήριο».
Από ’κει, πόσο απέχει η παγκόσμια κορυφή της ερευνητικής δημοσιογραφίας;
Το OCCRP ιδρύθηκε από τον Ντρου Σάλιβαν το 2008, αρχικά ως κερδοσκοπική επιχείρηση με το όνομα Journalism Development Group (JDG), εταιρεία LLC (κερδοσκοπική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης) με έδρα το Ντέλαγουερ, τον πιο γνωστό ίσως φορολογικό παράδεισο της Αμερικής – με άλλα λόγια, μια μη συνηθισμένη εταιρική μορφή και μια μη συνηθισμένη έδρα για ένα νεοφώτιστο πρότζεκτ ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Το OCCRP ισχυρίζεται στο σάιτ του ότι η αρχή έγινε με μια χρηματοδότηση από το Ταμείο για τη Δημοκρατία του ΟΗΕ (United Nations Democracy Fund / UNDEF) το 2007. Ο ίδιος ο κ. Σάλιβαν στη συνέντευξή του στο NDR ήταν ομιχλώδης σχετικά με αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο σημαντικό grant που επέτρεψε την ανάπτυξη του OCCRP προήλθε από μια αμερικανική κρατική υπηρεσία, ένα «Γραφείο» («Bureau») με ένα άγνωστο αρκτικόλεξο για όνομα: INL – περισσότερο γι’ αυτό σε λίγο.
Κεφάλαιο 6: Το μωρό του ταγματάρχη Χότζκινσον
Σε μια εκτίμηση συμφωνούν όλοι όσοι μίλησαν στην έρευνα: Χωρίς τον ταγματάρχη του αμερικανικού στρατού Ντέιβιντ Χότζκινσον δεν θα υπήρχε OCCRP. Το αναγνωρίζει κι ο ίδιος ο κ. Σάλιβαν: «Δεν νομίζω ότι ακόμα και σήμερα ο Ντέιβιντ έχει επίγνωση του τι δημιούργησε».
Το διοικητικό συμβούλιο του OCCRP αναφέρει: «Ο Χότζκινσον […] είναι λογικό να βλέπει τον εαυτό του ως ιδρυτή [του OCCRP], και το OCCRP τού αναγνωρίζει τον κομβικό του ρόλο και είναι ευγνώμον, όπως και απέναντι στην [αξιωματούχο της USAID] Μεγκ Γκεϊντόσικ [Meg Gaydosik]».
Στην 27χρονη καριέρα του στο Νομικό Σώμα του στρατού των ΗΠΑ, ο Χότζκινσον υπηρέτησε, άλλοτε σε ενεργό υπηρεσία και άλλοτε ως έφεδρος, σε 25 διαφορετικά πόστα σε όλο τον κόσμο, από το Ιράκ ώς την Ονδούρα και τον Παναμά. Αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, εργάστηκε στη Διοίκηση των Ειδικών Επιχειρήσεων στο Μακ Ντιλ (MacDill) και στη Διοίκηση Ετοιμότητας Στρατιωτικών Πληροφοριών (Military Intelligence Readiness Command) στο Φορτ Μπελβουάρ (Fort Belvoir) – και οι δύο διοικήσεις συνδέονται με ειδικές επιχειρήσεις του αμερικανικού στρατού σε συνεργασία με τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Σήμερα, με τον βαθμό του συνταγματάρχη εν αποστρατεία, ο Χότζκινσον εργάζεται στο Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών (ODNI), του φορέα που συντονίζει τις δραστηριότητες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Το 2007, ο Χότζκινσον έχει ακόμα τον βαθμό του ταγματάρχη, και κρίσιμη θέση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ: Είναι διευθυντής Ασφάλειας και Επιβολής του Νόμου στο Γραφείο Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων, με αντικείμενο την αντιτρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα.
Εκείνη την περίοδο, ο Χότζκινσον προτείνει στον κ. Σάλιβαν να υποβάλει μια «πρότυπη πρόταση» («unsolicited proposal») για τη χρηματοδότηση της ιδέας του: ενός νέου εγχειρήματος ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ο Χότζκινσον κανονίζει από πού θα βρεθούν τα χρήματα – πρόκειται για έναν όχι συνηθισμένο φορέα χρηματοδότησης: Το INL (Bureau of International Narcotics and Law Enforcement Affairs / Γραφείο Διεθνών Υποθέσεων Ναρκωτικών και Επιβολής του Νόμου), το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Κεφάλαιο 7: Γραφείο Διεθνών Υποθέσεων Ναρκωτικών και Επιβολής του Νόμου
Τα λεφτά του INL (εδώ το δημόσιο ίχνος τους) θα πρέπει να περάσουν μέσα από τη USAID: 1,7 εκατ. δολάρια για το OCCRP τον Μάιο του 2008, τα οποία σταδιακά διοχετεύονται στην εταιρεία JDG του κ. Σάλιβαν.
Ο Μάικ Χένινγκ της USAID μάς εξηγεί: «Αυτή είναι η ομορφιά του Ψυχρού Πολέμου. Τίποτα δεν είχε σημασία, ξέρεις, εφόσον μπορούσες να διαγνώσεις [ποια ήταν] τα συμφέροντά μας σε ό,τι αφορά την εθνική ασφάλεια· και τότε από το πουθενά βρίσκονταν λεφτά για να ταΐσουν τα μωρά». Το μωρό εδώ είναι το OCCRP, κι αυτός που βρήκε τα λεφτά για να το ταΐσει είναι ένας ταγματάρχης του αμερικανικού στρατού.
«Ωχ, δεν είσαι παρά ένας μπάτσος»
Ο κ. Σάλιβαν διαφωνεί για τον χαρακτηρισμό του INL: «Το INL δεν είναι γραφείο για την επιβολή του νόμου. Δεν έχει εξουσία αστυνόμευσης, δεν μπορεί να ασκήσει κράτηση σε κανέναν. […] Δεν θεωρούμε τη χρηματοδότηση από το INL προβληματική, καθώς οι χορηγίες του πληρούν τις προδιαγραφές μας και δεν επεμβαίνουν στις συντακτικές μας διαδικασίες».
Αλλά τον διαψεύδει ο Μάικ Χένινγκ, στέλεχος της USAID, ο οποίος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ένας τέτοιος φορέας θα χρηματοδοτούσε ένα μέσο ενημέρωσης: «Η ομορφιά της ερευνητικής δημοσιογραφίας και των αληθινά ανεξάρτητων ρεπόρτερ […] είναι πως οι άνθρωποι θα μιλήσουν ίσως ευκολότερα σ’ έναν δημοσιογράφο απ’ ό,τι σ’ έναν κυβερνητικό αξιωματούχο. […] Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι αρχές επιβολής του νόμου χαίρονται που άλλοι εξωτερικοί φορείς αναλαμβάνουν αυτού του είδους το έργο».
Το διοικητικό συμβούλιο του OCCRP υποστήριξε για το ίδιο θέμα πως «το OCCRP δεν προσπαθεί να κρύψει την εμπλοκή του INL». Όμως, μέχρι αυτή τη στιγμή το μέσο ενημέρωσης δεν δημοσιοποίησε ποτέ τη ροή χρήματος από το INL προς το OCCRP.
«Νομίζω πως ο Ντρου αγχώνεται και μόνο με την ιδέα πως θα τον συνδέσουν με τις αρχές επιβολής του νόμου», σχολιάζει ο κ. Χένινγκ της USAID. «Αν αυτοί που πάνε να σου δώσουν πληροφορίες σκεφτούν “ωχ, δεν είσαι παρά ένας μπάτσος”… […] Η ανεξαρτησία, η φήμη σου, είναι απίστευτα σημαντική».
Βαρκάδα στον Βόσπορο με πρώην κατασκόπους
Με ένα μέρος από τα χρήματα του INL, το OCCRP θα χρηματοδοτήσει την πρώτη του δημοσιογραφική σύναξη στην Κωνσταντινούπολη, τον Ιούνιο του 2008. Αλλά δεν είναι μόνο δημοσιογράφοι καλεσμένοι. Σε έκθεση του OCCRP προς τη USAID διαβάζουμε πως «τον Ιούνιο του 2008, 35 αξιωματούχοι από αρχές επιβολής του νόμου και ρεπόρτερ που ειδικεύονται στο οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και την τρομοκρατία συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη».
Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα που βρίσκονται στη διάθεση της έρευνάς μας, στη συνάντηση ήταν παρόντες Αμερικανοί σύμβουλοι με προϋπηρεσία στο FBI, το υπουργείο Οικονομικών και τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ. Κάποιοι απ’ αυτούς με ειδίκευση στις μυστικές επιχειρήσεις, την αντιτρομοκρατία, το ξέπλυμα χρήματος και τη Μέση Ανατολή.
Ο κ. Σάλιβαν απαντά πως παρότι πράγματι μια τέτοια συνύπαρξη θεωρήθηκε «αμφιλεγόμενη», «μετά από μια βόλτα με πλοιάριο στον Βόσπορο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να έρθουν πιο κοντά, […] έγιναν συγκεκριμένες συζητήσεις για ρεπορτάζ και δεσμεύσεις των δύο μερών ώστε στο μέλλον να επικοινωνούν καλύτερα».
O κ. Σάλιβαν λέει ότι η συνάντηση είχε αποκλειστικό σκοπό «να καταλάβει η κάθε πλευρά πώς δουλεύει η άλλη και να καλλιεργήσουν τις πηγές τους». «Δεν δίνουμε πληροφορίες στις αρχές επιβολής του νόμου. […] Επειδή καλύπτουμε το οργανωμένο έγκλημα, δεν γίνεται να βοηθάμε τις αρχές επιβολής του νόμου, δεν γίνεται να συνδεθούμε μαζί τους».
Μάλτα και Κύπρος
Παρότι ο κ. Σάλιβαν παρουσιάζει τη χρηματοδότηση από το INL ως λύση ανάγκης, το OCCRP θα συνεχίσει να σχετίζεται χρηματοδοτικά μαζί του.
Το 2022, το INL χρηματοδότησε με ένα ακόμη εκατομμύριο δολάρια για δύο χρόνια το OCCRP, ώστε «να επιταχύνει το αποτύπωμα της ερευνητικής δημοσιογραφίας» στη Μάλτα και την Κύπρο, τους φορολογικούς παραδείσους δηλαδή που προτιμούν οι Ρώσοι ολιγάρχες.
Τον επόμενο Σεπτέμβριο, το INL θα ανανεώσει το πρόγραμμα που αφορά την Κύπρο και τη Μάλτα, παρέχοντας ακόμα 1,3 εκατ. δολάρια στο OCCRP. Την ίδια περίοδο, το OCCRP συμμετέχει στη διεθνή έρευνα του ICIJ «Cyprus Confidential» (Σημείωση: στην ίδια έρευνα συμμετείχε και το Reporters United λόγω της συνεργασίας του με το ICIJ.)
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, μία μέρα μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ, ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης διέταξε έρευνα σχετικά με πιθανές παραβιάσεις των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Τρεις εβδομάδες αργότερα, 20 πράκτορες του FBI και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ έφτασαν στη Λευκωσία για να βοηθήσουν τους Κύπριους συναδέλφους τους.
Κεφάλαιο 8: Η δημοσιογραφία (του OCCRP) ως εργαλείο (της Ουάσινγκτον)
To 2016 η αμερικανική κυβέρνηση συνέστησε το Global Anti Corruption Consortium (GACC / Παγκόσμια Κοινοπραξία κατά της Διαφθοράς), με δύο εταίρους: το OCCRP και τη μη κυβερνητική οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια. Είχε προηγηθεί ανοιχτός δημόσιος διαγωνισμός από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Στο πλαίσιο του GACC, το OCCRP έχει λάβει 10,8 εκατ. δολάρια, εκ των οποίων τα τρία προορίζονταν για τη Διεθνή Διαφάνεια.
Ένας από τους διακηρυγμένους στόχους του GACC είναι η δημοσιογραφική έρευνα του OCCRP και οι δημοσιεύσεις του να οδηγούν σε δικαστικές έρευνες και στην επιβολή κυρώσεων.
Ο δεύτερος στόχος του είναι το λόμπινγκ προς κυβερνήσεις με σκοπό την ενίσχυση της εθνικής νομοθεσίας σε θέματα διαφθοράς και ξεπλύματος χρήματος. Τον Μάιο του 2024, το OCCRP ετοίμασε έκθεση την οποία έθεσε υπόψη κυβερνήσεων, προτείνοντας μεθόδους καταπολέμησης των μεσαζόντων που διευκολύνουν την παράκαμψη των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Η έκθεση έγινε σε συνεργασία και με χρηματοδότηση από το Royal United Services Institute (RUSI / Ινστιτούτο Ηνωμένων Βασιλικών Υπηρεσιών), ενός βρετανικού think tank που χρηματοδοτείται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών και τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις. Αντιπρόεδρός του είναι ο στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους, πρώην επικεφαλής της CIA.
Τόσο το OCCRP όσο και η Διεθνής Διαφάνεια υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν επεμβαίνει σε κανένα σημείο στο έργο τους και ότι παραμένουν ανεξάρτητοι.
Είναι όμως; Σύμφωνα με στοιχεία που μας έδωσε η Διεθνής Διαφάνεια, το GACC παρήγαγε «228 παραδείγματα αποτυπώματος στον πραγματικό κόσμο». Από αυτά, μόλις 11 αφορούν την Αμερική (Βόρεια, Κεντρική και Νότια – άρα δεν γνωρίζουμε πόσα αφορούν τις ΗΠΑ).
H Διεθνής Διαφάνεια, απαντώντας σε ερωτήματά μας, εντόπισε μόνο ένα παράδειγμα δράσης του GACC το οποίο αφορά τις ΗΠΑ – αλλά ακόμα κι αυτό είχε να κάνει με άρθρο του ICIJ και της Washington Post – στο οποίο δεν συμμετείχε το OCCRP ούτε αναπαρήχθη απ’ αυτό.
Κεφάλαιο 9: «Ένας στρατός από καθαρά χέρια»
Στα χαρτιά η USAID είναι απλώς ο φορέας της αμερικανικής κυβέρνησης για την παροχή «διεθνούς αναπτυξιακής και ανθρωπιστικής βοήθειας». Αλλά στην πράξη, η USAID συνδέεται τόσο με την εξωτερική πολιτική όσο και με την πολιτική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ο εκάστοτε διοικητής της USAID έχει θέση ex officio στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ – πρόκειται για τον «κύριο βραχίονα» που παρέχει συμβουλές στον πρόεδρο των ΗΠΑ για ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Το ιστορικό υπόβαθρο της USAID
Θα ήταν λάθος να αγνοήσει κανείς το σημαντικό ανθρωπιστικό έργο της USAID. Όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί και το ιστορικό της υπόβαθρο.
Σύμφωνα με το περιοδικό Foreign Policy, «η USAID στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 συνεργάστηκε συχνά με το καταργημένο πλέον Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας της CIA, το οποίο έχει κατηγορηθεί ότι εκπαίδευε ξένες αστυνομίες σε “τεχνικές τρόμου και βασανιστηρίων” […], σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου Κυβερνητικής Λογοδοσίας [GAO] από το 1976 των ΗΠΑ» (Η έκθεση είναι διαθέσιμη εδώ.)
Βενεζουέλα 2004, Κούβα 2014
Οι υποστηρικτές της USAID σημειώνουν πως αυτά αφορούν το μακρινό παρελθόν.
Ωστόσο, σύμφωνα με διαβαθμισμένο τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο είχαν αποκαλύψει τα WikiLeaks, το 2004 πρόγραμμα της USAID στη Βενεζουέλα είχε ως σκοπό «να διεισδύσει στην πολιτική βάση του [πολιτικού κινήματος του] Τσαβισμού, να διαιρέσει τον Τσαβισμό και να προστατεύσει ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ».
Το 2014, το Associated Press αποκάλυψε πως η USAID «οργάνωσε ένα “Κουβανέζικο Twitter” – ένα κοινωνικό δίκτυο που σχεδιάστηκε για να υπονομεύσει την κομμουνιστική κυβέρνηση της Κούβας και το οποίο χτίστηκε μέσω ενός κρυφού πλέγματος εικονικών εταιρειών και χρηματοδοτήθηκε από ξένες τράπεζες», με σκοπό να αποκρυφτεί η ταυτότητα του ιθύνοντα νου.
Δεν είναι όμως μόνον η USAID. Μέρος των χρημάτων της αμερικανικής κυβέρνησης (του Στέιτ Ντιπάρτμεντ) φτάνει στο OCCRP μέσω μιας άλλης οργάνωσης, του NED. Το National Endowment for Democracy (Εθνικό Καταπίστευμα για τη Δημοκρατία) αυτοπροσδιορίζεται ως «ένα ιδιωτικό, μη κερδοσκοπικό ίδρυμα αφοσιωμένο στην ανάπτυξη και την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών σε όλο τον κόσμο».
Ωστόσο, στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας του συναντάμε πρόσωπα με πολύ βαριά βιογραφικά στον χώρο της εθνικής ασφάλειας και των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ.
Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της NED είναι ο κ. Ντέιμον Γουίλσον. Προηγουμένως είχε θητεύσει ως Ειδικός Σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας, Αναπληρωτής Διευθυντής στο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, ενώ ήταν και Επιτελάρχης στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Βαγδάτη τον καιρό της αμερικανικής κατοχής. (Πηγές: NED, Linkedin).
Τον Σεπτέμβριο του 2024, στο διοικητικό συμβούλιο της NED επέστρεψε η Βικτόρια Νούλαντ, για πολλά χρόνια υφυπουργός στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ένα από τα μεγαλύτερα στελέχη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής – γνωστή άλλωστε από το «Fuck The EU», στον υποκλαπέντα (πιθανώς από Ρώσους χάκερς) διάλογό της με τον Τζέφρι Πάιατ, τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Κίεβο, σχετικά με την Ουκρανία το 2014.
Τον πιο εντυπωσιακό ορισμό για το τι κάνει η NED δεν τον έδωσε ένας αντίπαλός της, αλλά ένας άνθρωπος εκ των έσω: Ο Αλεν Γουαϊνστίν, συνιδρυτής της NED, είχε αναφέρει σε ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό άρθρο της Washington Post το 1991: «Πολλά από όσα κάνουμε σήμερα γίνονταν μυστικά από τη CIA 25 χρόνια πριν. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι όταν αυτές οι δράσεις γίνονται φανερά, η πιθανότητα αβαρίας τείνει προς το μηδέν. Η ανοιχτότητα είναι η δική της προστασία».
«Στρατός από καθαρά χέρια»
Εδώ είναι σημαντική μια διευκρίνιση. Το βεβαρημένο ιστορικό των αμερικανικών οργανισμών (όπως η USAID και το NED), αλλά και η συσχέτιση των τωρινών στελεχών τους με το λεγόμενο σύμπλεγμα της εθνικής ασφάλειας, δεν συνιστούν απόδειξη της σχέσης του OCCRP με αυτόν τον χώρο. Αποτελούν όμως απόδειξη του ότι αυτές οι τρεις οργανώσεις εξυπηρετούν μια πολιτική ατζέντα που δεν σταματά στη διεθνή βοήθεια ή στην προώθηση της δημοκρατίας.
Όπως εξηγεί ο επικεφαλής ενός μέσου ενημέρωσης της Λατινικής Αμερικής που συνεργάστηκε με το OCCRP και θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, θα πρέπει κανείς να πάρει αποστάσεις από αυτή «την καρικατούρα που χρησιμοποιείται συχνά εναντίον του OCCRP». Η σχέση δεν αφορά «δούναι και λαβείν ή “πρακτοριλίκια” και τέτοια», λέει.
«Είναι ένας στρατός από “καθαρά χέρια” που ερευνά εκτός των ΗΠΑ. Έχει αξία το να ερευνάς τους υποτιθέμενους συμμάχους (όπως ο Λούλα και η Ντίλμα στη Βραζιλία) και τους εχθρούς. Αλλά πρόκειται πάντα για τη διαφθορά των άλλων. Αν πληρώνεσαι από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να κάνεις έργο κατά της διαφθοράς, ξέρεις ότι τα λεφτά θα κοπούν αν δαγκώσεις το χέρι που σε ταΐζει. […] H αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε πόσο βαθιά φτάνει η επιρροή σε κάποια νιούζρουμ».
Αντί επιλόγου, δύο σημειώσεις
Κατά τα τέσσερα χρόνια της ύπαρξής του, το Reporters United έχει δημοσιεύσει έρευνες που αφορούν πολλές μεγάλες κυβερνήσεις: και τις ΗΠΑ, και τη Ρωσία, και την Κίνα. Μάλιστα, ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά μας πρότζεκτ αφορά το πώς Έλληνες και Ευρωπαίοι εφοπλιστές μεταφέρουν ρωσικά καύσιμα εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, εξασφαλίζοντας κέρδη εκατομμυρίων ευρώ προς το Κρεμλίνο, το οποίο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να χρηματοδοτεί τις πολεμικές επιχειρήσεις του (ενδεικτικά, σχετικές δημοσιεύσεις: 17.5.2022, 22.7.2022, 27.1.2023, 26.11.2024). Αυτή ακριβώς η ανάγκη λογοδοσίας κάθε κυβέρνησης επιβάλλει κατά τη γνώμη μας αυστηρούς κανόνες χρηματοδότησης, που δεν θα επιτρέψουν σε κανένα κέντρο λήψης αποφάσεων -την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα, το Πεκίνο- να εμπλακεί στη δημοσιογραφική παραγωγή.
Επειδή αυτή είναι μια έρευνα που αφορά σε σημαντικό βαθμό την ανεξαρτησία, τη χρηματοδότηση και τη διαφάνεια των μέσων ενημέρωσης, εδώ είναι η δική μας σελίδα διαφάνειας, όπου δημοσιεύουμε όλα τα οικονομικά μας δεδομένα, τις πηγές και τα κριτήρια χρηματοδότησής μας, την πολιτική μας στο θέμα της σύγκρουσης συμφέροντος και των ασυμβίβαστων.