Αυτό είναι το πρώτο μέρος από το ρεπορτάζ του Reporters United για την υπόθεση της Μαρία Εφίμοβα. Θα ακολουθήσει τις επόμενες ημέρες το 2ο μέρος, μια συνέντευξη με την ίδια και τον σύζυγό της ο οποίος απειλείται με έκδοση στην Κύπρο.
Το να γίνεις whistleblower, να καταγγείλεις δηλαδή τη διαφθορά που εντοπίζεις λόγω της επαγγελματικής σου θέσης, δεν μοιάζει με κινηματογραφική περιπέτεια. Ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, η Τσέλσι Μάνινγκ και πολλοί ανώνυμοι whistleblowers είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται για χάρη του δημόσιου συμφέροντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά την καταγγελία τους, οι whistleblowers (ή μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος όπως είναι η πιο κοντινή απόδοση του όρου στα ελληνικά) αναγκάζονται να αλλάξουν εργασία, ενώ κάποιες φορές πρέπει να αλλάξουν ακόμα και χώρα ή ταυτότητα.
Η Μαρία Εφίμοβα ζούσε μια ήσυχη οικογενειακή ζωή στη Μάλτα, μέχρι που επιδίωξε τη λογοδοσία της τράπεζας όπου εργαζόταν, καθώς και του πολιτικού συστήματος. Η ιστορία της διασταυρώθηκε με αυτήν της δημοσιογράφου Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια, η οποία δολοφονήθηκε το 2017 εξαιτίας των υποθέσεων που ερευνούσε – για κάποιες από τις οποίες τροφοδοτήθηκε με πληροφορίες από την Εφίμοβα. Η δίκη για τη δολοφονία βρίσκεται σε εξέλιξη, η άκρη του νήματος ωστόσο δεν έχει αποκαλυφθεί. Η μαλτέζικη αστυνομία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι συνελήφθησαν όλοι οι εμπλεκόμενοι και ότι δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον πολιτικών, όμως δύο φερόμενοι ως φυσικοί αυτουργοί ζήτησαν προεδρική χάρη, με αντάλλαγμα πληροφορίες που εμπλέκουν στη δολοφονία της δημοσιογράφου έναν πρώην υπουργό.
Η Εφίμοβα αναζήτησε προστασία στην Ελλάδα και δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο. Τον περασμένο Νοέμβριο, όμως, ο σύζυγός της συνελήφθη λόγω εντάλματος για την έκδοσή του στην Κύπρο. Οι κατηγορίες είναι ίδιες με τις κατηγορίες που βάραιναν την Εφίμοβα σε παλαιότερο ένταλμα που ακύρωσε η Interpol. Η ημερομηνία της δίκης εκκρεμεί.
Μια ιστορία που όσο πιο βαθιά πας τόσο πιο τρομακτική γίνεται
Τα μέλη των οικογενειών των whistleblowers γίνονται συχνά στόχος, αλλά οι νόμοι δεν τους προστατεύουν. Το νομικό πλαίσιο που αφορά τους whistleblowers πρέπει να ισχυροποιηθεί. Με αυτό το σκεπτικό, η ΕΕ εξέδωσε σχετική Οδηγία η οποία πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο έως το τέλος του 2021. Το Reporters United, σε συνεργασία με τη Διεθνή Διαφάνεια και το Vouliwatch, ξεκίνησαν την πρωτοβουλία #Μιλήστε στην οποία έως τώρα συμμετέχουν 19 οργανώσεις με στόχο τη διαμόρφωση μέσω της Οδηγίας ενός ισχυρού νομικού πλαισίου προστασίας των whistleblowers στη χώρα μας.
Η Μαρία Εφίμοβα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρωσία. Σπούδασε δημιουργία πληροφοριακών συστημάτων για χρηματοοικονομικές εταιρείες με εξειδίκευση στην κανονιστική συμμόρφωση τραπεζών – γνώσεις που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα την οδηγούσαν να γίνει whistleblower της Μαλτέζας δημοσιογράφου που δολοφονήθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο αυτοκίνητό της.
Η Εφίμοβα παντρεύτηκε τον Ελληνοκύπριο Παντελή Βαρνάβα και το 2007 μετακόμισαν στην Κύπρο για μια πιο μεσογειακή ζωή. Ο Βαρνάβας εργαζόταν στην Τράπεζα Κύπρου ως αρχιταμίας ενώ η Εφίμοβα δούλευε πρώτα σε μια ρωσική τράπεζα και έπειτα σε εταιρείες παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών. Το γεγονός ότι τα δύο ανήλικα παιδιά τους μιλούσαν ως πρώτη γλώσσα τα αγγλικά, τους ανάγκασε να επιλέξουν αγγλόφωνες χώρες ως νέες τους πατρίδες, όταν χρειάστηκε να εγκαταλείψουν την Κύπρο. Έτσι, μετά από μια σύντομη παραμονή στην Ιρλανδία, όπου η Εφίμοβα εργάστηκε για την Google, εγκαταστάθηκαν το 2015 στη Μάλτα. H ιστορία που ακολούθησε είναι ένα θρίλερ, μια υπόθεση πολιτικής διαφθοράς και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος στην οποία όσο πιο βαθιά πας τόσο πιο τρομακτική γίνεται.
Η ύποπτη Pilatus Bank και η γυναίκα του πρωθυπουργού
Η Εφίμοβα έπιασε δουλειά στην Pilatus Bank, του Ιρανού επιχειρηματία Αλί Σαντρ. Εργαζόταν ήδη τρεις μήνες όταν την κάλεσε ο διευθυντής και της ανακοίνωσε ότι απολύεται, χωρίς άλλη διευκρίνιση. Είχε αυτό το δικαίωμα, καθώς η Εφίμοβα βρισκόταν ακόμα σε δοκιμαστική περίοδο.
Το διάστημα κατά το οποίο εργαζόταν εκεί εκκρεμούσε η έκδοση τής άδειας παραμονής της, αφού η Εφίμοβα δεν διαθέτει ευρωπαϊκό διαβατήριο αλλά ρωσικό. Η τράπεζα τής είχε διευκρινίσει ότι όσο εκκρεμούσε η άδεια δεν μπορούσε να ενταχθεί στο μισθολόγιο, αλλά θα πληρωνόταν αναδρο,μικά αμέσως μόλις θα αποκτούσε τα χαρτιά της. Δεν ένιωθε ότι συνέτρεχαν λόγοι ανησυχίας και αποχώρησε ήρεμη, περιμένοντας την επιταγή με τα δεδουλευμένα της.
Οι μέρες περνούσαν και δεν είχε λάβει τίποτα. Η Μαρία λέει πως όταν επικοινώνησε με την τράπεζα, έλαβε την εξής απάντηση: «Λυπούμαστε, αλλά δεν έχετε εργαστεί ποτέ στην τράπεζά μας. Αυτό που κάνατε ήταν απλώς πρακτική». Η Εφίμοβα δεν πίστευε στα αυτιά της. Συγκέντρωσε έγγραφα, όπως το συμφωνητικό εργασίας υπογεγραμμένο από τον διευθυντή της, και emails που αποδείκνυαν την εργασιακή σχέση και πήγε στην αρμόδια Αρχή για να κάνει καταγγελία. Η τράπεζα αρνήθηκε να καταβάλει τις πληρωμές, που δεν ξεπερνούσαν τις 6.000 ευρώ. Η αρμόδια Αρχή πρότεινε στην Εφίμοβα να κινηθεί δικαστικά και εκείνη συμφώνησε. Εν τω μεταξύ, βρήκε καινούρια δουλειά και έπαψε να ασχολείται ιδιαίτερα με τα χρωστούμενα. Μέχρι που τον Αύγουστο του 2016 χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της η αστυνομία και τη συνέλαβε.
Η Pilatus Bank είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον της για υπεξαίρεση 1.900 ευρώ. Η Μαρία έπαθε σοκ. Υποστηρίζει ότι κατά την κατάθεσή της οι αστυνομικοί ήταν επιθετικοί απέναντί της λέγοντάς της ότι ήταν ένοχη και πιέζοντάς την να ομολογήσει. Η Εφίμοβα ζήτησε δικηγόρο, δήλωσε αθώα και δεν υπέγραψε τίποτα. Μετά από λίγο βρέθηκε για πρώτη φορά στη ζωή της στο κελί μιας φυλακής. Όταν κλήθηκε ξανά να καταθέσει, και αφού είχε ενημερωθεί και η ρωσική πρεσβεία, είπε στους αστυνομικούς: «Πιστεύω ότι με απέλυσαν γιατί γινόταν ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και μαλώναμε συχνά γιατί εγώ δεν ήθελα να υπογράφω ψεύτικα έγγραφα».
Η Pilatus Bank δεν είχε πάνω από 130 πελάτες, ενώ, σύμφωνα με την Εφίμοβα, άνοιγε λογαριασμούς σε εταιρείες όπου μία στις δύο περιπτώσεις ο ιδιοκτήτης ήταν κάποιο πολιτικά εκτεθειμένο πρόσωπο, συνήθως από το Αζερμπαϊτζάν. Το προβληματικό σημείο ήταν ότι η τράπεζα δεν διενεργούσε καμία έρευνα για να διαπιστώσει από την προέλευση των χρημάτων ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες, ενώ συχνά ζητούσαν στην Εφίμοβα να κατασκευάσει δικαιολογητικά που δεν υπήρχαν. Μια μέρα τους επισκέφθηκε για έλεγχο το Financial Intelligence Analysis Unit, η μαλτέζικη αρχή για το ξέπλυμα χρήματος. Στο γραφείο επικράτησε πανικός. Φοβούμενη ότι μπορεί να την εμπλέξουν σε παρανομίες, με υπογραφές που δεν είχε βάλει ποτέ πραγματικά η ίδια, η Μαρία άρχισε να βγάζει πυρετωδώς αντίγραφα των φακέλων. «Όχι για να εκβιάσω κανέναν, αλλά για να προστατευτώ αν τυχόν συνέβαινε κάτι» λέει στο Reporters United.
H Εφίμοβα επικοινώνησε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2017 με τη δημοσιογράφο και μπλόγκερ Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία, μόλις οκτώ μήνες πριν η τελευταία δολοφονηθεί εξαιτίας των ερευνών και των αποκαλύψεών της για τη διαφθορά στη Μάλτα. «Ένιωσα την ανάγκη να βρω κάποιον να με βοηθήσει γιατί μόνη μου, ξένη σε μια ξένη χώρα, δεν τα έβγαζα πέρα με την τράπεζα. Ακόμα και οι δικηγόροι που προσλάμβανα – επειδή η Μάλτα είναι πολύ μικρό μέρος και όλοι είναι γνωστοί και συγγενείς πολιτικών – ανακάλυπτα ότι δούλευαν εναντίον μου. Η Ντάφνι ήρθε στο σπίτι μας. Ήξερε ήδη αρκετά για την Pilatus Bank, τις offshore και το ξέπλυμα, και έψαχνε επιπλέον πηγές. Τη ρώτησα ευθέως τι συμφέρον έχει από όλο αυτό και μου απάντησε ότι ήθελε μόνο να μαθευτεί η αλήθεια» είχε πει η Εφίμοβα σε παλαιότερη συνέντευξή μας για λογαριασμό του ThePressProject.
Η Ντάφνι, η οποία είχε κάνει και τις αποκαλύψεις των Panama Papers στη Μάλτα, κατηγόρησε τη σύζυγο του πρωθυπουργού της Μάλτας, Τζόζεφ Μουσκάτ, ότι βρισκόταν πίσω από την Egrant, μια offshore εταιρεία στον Παναμά. Ο πρωθυπουργός διέταξε να γίνει έρευνα και η Ντάφνι κλήθηκε να καταθέσει, προστατεύοντας πλήρως τις πηγές της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία μπορεί μετά τη δολοφονία της να έγινε σύμβολο της μαχόμενης δημοσιογραφίας που πολεμά τη διαφθορά και αγωνίζεται για το δημόσιο συμφέρον, αλλά στην άκρως πολωμένη Μάλτα, πριν, αλλά ακόμα και μετά τον θάνατό της, ήταν η «κακιά μάγισσα» που ήθελε να εκθρονίσει τον πρωθυπουργό και το κόμμα των Εργατικών, καθώς η ίδια προερχόταν από εύπορη οικογένεια, άνηκε στη φιλοευρωπαϊκή αγγλόφωνη ελίτ και πολλοί θεωρούσαν ότι στήριζε την αντιπολίτευση, το κόμμα των Εθνικιστών.
Τα μέλη των οικογενειών των whistleblowers γίνονται στόχος, αλλά με πιο έμμεσους τρόπους παρενόχλησης και εκφοβισμού. Είναι ελάχιστα τα μέσα προφύλαξης γιατί οι περισσότεροι νόμοι για την προστασία των πληροφοριοδοτών δεν καλύπτουν την οικογένεια
Mark Worth ιδρυτής του Whistleblowing International και μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για το Whistleblowing
Συχνά δεχόταν ονλάιν απειλές ενώ, σύμφωνα με τα τρία παιδιά της, άγνωστοι είχαν σκοτώσει τα σκυλιά τους και είχαν προσπαθήσει να κάψουν το σπίτι τους. Όταν, λοιπόν, η Ντάφνι κατηγόρησε τη γυναίκα του πρωθυπουργού, την Μισέλ Μουσκάτ, στη δημόσια σφαίρα ήταν απλώς «μια τρελή που ήθελε να φάει τον πρωθυπουργό». Προκειμένου να μη θαφτεί το σκάνδαλο με τη δολοφονία χαρακτήρα της δημοσιογράφου, η Εφίμοβα, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις νυχθημερόν στο ίντερνετ, αποφάσισε εκούσια να αποκαλυφθεί και να μιλήσει στις αρχές για ό,τι γνώριζε. Παρότι όμως η κατάθεσή της έγινε ανώνυμα, την επόμενη κιόλας μέρα το όνομά της, το πρόσωπό της, η οικογένειά της και η διεύθυνσή της, βρέθηκαν όλα δημοσιευμένα. Η βοηθός του δικαστή στον οποίο είχε δώσει την κατάθεση ήταν με το κόμμα του πρωθυπουργού και ήταν αυτή που διέρρευσε τα στοιχεία της στον Τύπο. Η βοηθός απολύθηκε, αλλά για την Εφίμοβα ήταν αργά, καθώς το κυνηγητό εναντίον της είχε ξεκινήσει.
Τον Μάιο του 2017 ο πρωθυπουργός Τζόζεφ Μουσκάτ, λόγω του σκανδάλου με τη γυναίκα του το οποίο είχε φέρει στο φως η Ντάφνι, προκήρυξε πρόωρες εκλογές στις οποίες επανεξελέγη με απόλυτη πλειοψηφία. Λίγες μέρες μετά τη νίκη του Μουσκάτ, η Μαρία έλαβε ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τη Ρωσία. Δύο ιδιωτικοί ντετέκτιβ είχαν επισκεφθεί τον πατέρα της στη μικρή πόλη όπου ζούσε, για να τον προειδοποιήσουν «να μαζέψει την κόρη του». Η Εφίμοβα είπε στον σύζυγό της ότι πρέπει να εγκαταλείψουν άρον-άρον τη Μάλτα και το ίδιο πρότεινε και στην Ντάφνι.
Μετά από σύντομη περιπλάνηση σε διάφορες χώρες, η Μαρία και η οικογένειά της, μετακόμισαν στην Ελλάδα, τη δεύτερη πατρίδα του άντρα της, προσπαθώντας να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.
Η δολοφονία της Ντάφνι, η παραίτηση του πρωθυπουργού και το σφράγισμα της τράπεζας
Στις 16 Οκτωβρίου 2017, τέσσερις μήνες μετά τη φυγή της Εφίμοβα από τη Μάλτα, η δημοσιογράφος Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία δολοφονήθηκε όταν μια βόμβα εξερράγη στο αυτοκίνητό της. Ο γιος της τη βρήκε διαμελισμένη, όχι μακριά από το σπίτι τους. Η έρευνα για τη δολοφονία της βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στη Μάλτα ενώ ως ηθικός αυτουργός κατηγορείται ο επιχειρηματίας Γιόργκεν Φένεκ, o οποίος αποδείχθηκε, στο πλαίσιο της δικαστικής έρευνας, ότι διατηρούσε Whatsapp group με τον πρωθυπουργό Τζόζεφ Μουσκάτ και το δεξί του χέρι, Κιθ Σέμπρι, δηλώνοντας ότι οι τρεις τους ήταν «σαν αδέρφια».
Ο Φένεκ κατηγόρησε το δεξί χέρι του πρωθυπουργού ότι εκείνος παράγγειλε να δει τη Ντάφνι νεκρή γιατί ήταν «μπελάς», καθώς και ότι ο πρωθυπουργός ήταν στους τρεις πρώτους που ενημερώθηκαν για τη βόμβα. Λίγες ώρες πριν την κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο καθ’ ομολογία μεσάζοντας της δολοφονίας και πιο κρίσιμος μάρτυρας της υπόθεσης βρέθηκε να έχει «αυτομαχαιρωθεί» με πολλαπλές μαχαιριές ενώ φυλασσόταν σε μυστική τοποθεσία υπό την 24ωρη προστασία της αστυνομίας.
Στο μεταξύ, η Μαρία Εφίμοβα και η οικογένειά της προσπαθούσαν να στήσουν από την αρχή τη ζωή τους στην Κρήτη. Σύντομα όμως μια σειρά από απειλητικά μηνύματα τους έδειξαν ότι ούτε εκεί ήταν ασφαλείς. Ένα βράδυ του Μαρτίου 2018 η Εφίμοβα πήρε το πλοίο για τον Πειραιά και παρουσιάστηκε σε ένα αστυνομικό τμήμα στο κέντρο της Αθήνας ζητώντας προστασία. Αντ’ αυτού, οι Αρχές τη συνέλαβαν όταν διαπίστωσαν ότι εκκρεμούσε εναντίον της αίτημα έκδοσής της από τη Μάλτα. Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκε στον εισαγγελέα. Δεν είχε καν δικηγόρο να την εκπροσωπήσει. Η Εφίμοβα παρέμεινε στη φυλακή 27 μέρες.
Το δίκτυο του Reporters United, που έκανε εκείνη την εποχή τα πρώτα αναγνωριστικά βήματά του, ανέλαβε άτυπα να τη βοηθήσει: Της βρήκε δικηγόρο, ενώ παράλληλα ζήτησε από δύο δικηγόρους τής Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να την επισκεφθούν στις γυναικείες φυλακές Θήβας όπου κρατείτο. Ρεπόρτερ του δικτύου δημοσίευσαν την ιστορία της σε πολλά διαφορετικά ΜΜΕ. Το Reporters United από κοινού με την ΕλΕΔΑ διοργάνωσαν δημόσια εκδήλωση για το ζήτημα. Στον Άρειο Πάγο, δημοσιογράφος του Reporters United κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισής της.
Τελικά, τον Ιούνιο του 2018 ο Άρειος Πάγος έλαβε την ιστορική απόφαση να μην εκδοθεί η whistleblower στη Μάλτα, μετά από δύο εντάλματα σύλληψης που είχαν εκδοθεί εις βάρος της. Η απόφαση ήταν πράγματι ιστορική: Μπορεί το δικαστήριο να μην μπήκε στην ουσία της υπόθεσης, καθώς θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο το ελληνικό δικαστήριο να αποφανθεί εναντίον του κράτους δικαίου μιας άλλης χώρας ΕΕ. Κρίνοντας όμως το αίτημα της Μάλτας ως ασαφές, το ελληνικό δικαστήριο έκανε κάτι πρωτοφανές: μια χώρα της ΕΕ (Ελλάδα) αρνήθηκε το αίτημα έκδοσης μιας άλλης χώρας ΕΕ (Μάλτα) για έναν υπήκοο χώρας εκτός ΕΕ (Εφίμοβα).
Παράλληλα, οι ευρύτερες εξελίξεις στην υπόθεση έμοιαζαν να δικαιώνουν την Εφίμοβα. Από τον Νοέμβριο του 2019 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2020, η Μάλτα, μια χώρα δίχως ιστορία στα κοινωνικά κινήματα, πλημμύρισε με πολίτες στους δρόμους οι οποίοι ζητούσαν να μάθουν την αλήθεια για τους δολοφόνους της Ντάφνι, την αλήθεια για την offshore της γυναίκας του πρωθυπουργού στον Παναμά – εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω ανεπαρκών στοιχείων -, απαιτούσα να πάνε σπίτι τους οι διεφθαρμένοι και να σταματήσει το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στον φορολογικό παράδεισο της Μάλτας.
Η Μάλτα είναι από τις χώρες της ΕΕ με τα υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς (βλ. Corruption Perception Index, 2019), ενώ το 89% των πολιτών του μικρού νησιωτικού κράτους πιστεύει ότι η διαφθορά διατρέχει όλους τους τομείς, με το συγκεκριμένο ποσοστό να έχει αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μετά το 2017 – έτος της δολοφονίας της Ντάφνι και της δημοσίευσης των σκανδάλων.
Εξαιτίας των διαδηλώσεων και της οργής των πολιτών, ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το αξίωμά του τον Ιανουάριο του 2020. Λίγο νωρίτερα είχε παραιτηθεί το δεξί του χέρι και υπεύθυνος του πολιτικού του γραφείου, Κιθ Σέμπρι, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου συνελήφθη με την κατηγορία της δωροδοκίας για πώληση ευρωπαϊκών διαβατηρίων σε Ρώσους, στο πλαίσιο του προγράμματος golden visa. Η δωροδοκία των 100.000 ευρώ, σύμφωνα με έγγραφο που διέρρευσε από την εγχώρια Αρχή για το ξέπλυμα χρήματος, είχε πραγματοποιηθεί μέσω της Pilatus Bank.
Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 2018 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακάλεσε την άδεια της Pilatus Bank, μετά από τη σύλληψη του προέδρου της, Αλί Σαντρ, στις ΗΠΑ, για παραβίαση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στο Ιράν, τραπεζική απάτη και ξέπλυμα χρήματος.
Το σημερινό ένταλμα της Κύπρου, η επίθεση στην οικογένεια της Εφίμοβα και η νέα οδηγία
H ιστορία θα έπρεπε να τελειώνει κάπου εδώ, αλλά αν υπάρχει κάτι κοινό στις περισσότερες ιστορίες whistleblowers είναι ότι το χάπι έντ σχεδόν πάντα αργεί.
Το πρωινό της 17ης Νοεμβρίου 2020, ο σύζυγος της Μαρίας Εφίμοβα, Παντελής Βαρνάβας, ήπιε τον καφέ του και βγήκε για τις καθημερινές δουλειές χωρίς να φαντάζεται αυτό που θα ακολουθούσε. Δύο αστυνομικοί τον σταμάτησαν, τον έβαλαν σε περιπολικό και κλείδωσαν τις πόρτες. «Υπάρχει ένταλμα σύλληψής σας από την Κύπρο» του ανακοίνωσαν. Μετά από τα εντάλματα κατά της Εφίμοβα από τη Μάλτα, που είχαν εκδοθεί το 2017 και η Ελλάδα αποφάσισε ότι δεν θα εκτελεστούν, τώρα η επίθεση και ο εκφοβισμός στρέφονται εναντίον της οικογένειας της whistleblower.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που η Κύπρος εμφανίζεται στην υπόθεση της Εφίμοβα, εκδίδοντας ένταλμα. Το πρώτο ένταλμα είχε εκδοθεί εναντίον της ίδιας παράλληλα με αυτά της Μάλτας, όμως η Interpol, βάσει του άρθρου 11 του καταστατικού της, το ακύρωσε κρίνοντας ότι είχε εκδοθεί για πολιτικούς λόγους.
Στο κουβάρι αυτής της πολυπλόκαμης υπόθεσης, οι κόμποι φαίνεται να είναι εταιρείες – σε κάποιες από τις οποίες είχε εργαστεί η Εφίμοβα – στις οποίες εμπλέκονται κοινά πρόσωπα και κοινά συμφέροντα. Εταιρείες που έχουν θυγατρικές στην Κύπρο και τη Μάλτα, και σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν καλά την υπόθεση, φαίνεται να σχετίζονται με τα χρυσά διαβατήρια.
Μία από τις δικηγόρους της οικογένειας, η Εύα Αμπάζη, σχολιάζει στο Reporters United: «Το καινούριο ένταλμα εις βάρος του άντρα της εμπεριέχει τις ίδιες κατηγορίες που είχαν αποδοθεί στην Εφίμοβα στο πρώτο ένταλμα της Κύπρου το οποίο ακυρώθηκε από την Interpol. Τον κατηγορούν ως συνεργό, κυρίως σε υπεξαιρέσεις, επειδή είχαν κοινό λογαριασμό και κοινά περιουσιακά στοιχεία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι πλούτισε αδικαιολογήτως επειδή ήταν παντρεμένος με την Εφίμοβα.
Υπάρχει μόνο μία νέα κατηγορία που αφορά καθαρά τον Βαρνάβα και έχει να κάνει με υπεξαίρεση χρημάτων για την οποία έχουμε όλα τα αποδεικτικά που την διαψεύδουν. Οι κατηγορίες φαίνονται φτιαχτές, καθώς έχουν στοιχειοθετηθεί με παιδαριώδη τρόπο και είναι εύκολα αντικρούσιμες με αποδείξεις. Στην Κύπρο οι κατηγορίες του εντάλματος είναι κακουργήματα ενώ στην Ελλάδα είναι πλημμελήματα ή πταίσματα. Αν εκδοθεί ο Βαρνάβας, κινδυνεύει με ποινή φυλάκισης που μπορεί να ξεπερνά και τα 100 χρόνια».
Ο Mark Worth εργάζεται εδώ και τέσσερις δεκαετίες με whistleblowers ενώ έχει ιδρύσει, μεταξύ άλλων, το Whistleblowing International και είναι μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για το Whistleblowing. Είναι αρωγός των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος για νομικές διαδικασίες, εύρεση νέας εργασίας ή ζητήματα προστασίας των ίδιων και των οικογένειών τους.
«Τα μέλη των οικογενειών των whistleblowers γίνονται πολύ συχνά στόχος, αλλά συνήθως με πιο έμμεσους τρόπους παρενόχλησης και εκφοβισμού. Δυστυχώς είναι ελάχιστα τα μέσα προφύλαξης, γιατί οι περισσότεροι νόμοι για την προστασία των πληροφοριοδοτών δεν καλύπτουν και την οικογένεια» λέει στο Reporters United.
Δυστυχώς έχουμε δει ότι στην Ελλάδα οι whistleblowers θεωρούνται από κουκουλοφόροι έως κακοποιοί. Δυστυχώς είμαστε πολύ πίσω στην προστασία ανθρώπων που καταγγέλλουν τη διαφθορά
Εύα Αμπάζη, δικηγόρος
Τον Μάρτιο του 2018, ευρωβουλευτές από όλη την πολιτική παλέτα στήριξαν δημόσια την Εφίμοβα, ζητώντας με επιστολή τους την προστασία της και την παροχή ασύλου από την Ελλάδα. Ένα μήνα αργότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε Οδηγία με στόχο την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Τα 27 κράτη-μέλη υποχρεούνται να την ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2021. Στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί η απαραίτητη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αλλά η Οδηγία δεν έχει ενσωματωθεί ακόμα.
Η συμμαχία #Μιλήστε, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Διαφάνειας, του Vouliwatch και του Reporters United, με επιστολή προς τον Πρωθυπουργό και το υπουργείο Δικαιοσύνης, διεκδίκησε «η νομοπαρασκευαστική διαδικασία να ανοίξει προκειμένου να διαμορφώσουμε από κοινού την πρώτη έκδοση του σχεδίου νόμου για την προστασία των whistleblowers στην Ελλάδα».
«Δυστυχώς, έχουμε δει ότι στην Ελλάδα οι whistleblowers θεωρούνται από κουκουλοφόροι έως κακοποιοί. Δυστυχώς είμαστε πολύ πίσω στην προστασία ανθρώπων που καταγγέλλουν τη διαφθορά. Όσο καλή και να είναι η Οδηγία, στην εναρμόνισή της στο εθνικό δίκαιο μπορεί να περάσει εντελώς διαφορετικά, οπότε δεν ξέρω αν είμαι πολύ αισιόδοξη» σχολιάζει η δικηγόρος, Εύα Αμπάζη.
Στο ίδιο πνεύμα, και ο Μαρκ Γουόρθ είναι «συγκρατημένα αισιόδοξος». «Η Οδηγία είναι πολύ καλή στα χαρτιά, αλλά σχεδόν όλα τα κράτη της ΕΕ έχουν πολύ κακό ιστορικό όσες φορές κλήθηκαν να προστατεύσουν και να εκτιμήσουν την αξία των πληροφοριοδοτών. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί. Πρέπει να επικοινωνήσουν με έναν δικηγόρο ή μια εξειδικευμένη ΜΚΟ πριν να προβούν σε αποκαλύψεις. Δεν πρέπει να νιώθουν εμπιστοσύνη ότι το σύστημα θα λειτουργήσει υπέρ τους» σχολιάζει, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το να είσαι πληροφοριοδότης δεν μοιάζει καθόλου σαν να είσαι ήρωας σε ταινία – αντιθέτως οι κίνδυνοι και οι συνέπειες είναι τεράστια.
Η Ελλάδα, λοιπόν, καλείται να αποφασίσει αν ο σύζυγος της Μαρίας Εφίμοβα, Παντελής Βαρνάβας, θα εκδοθεί ή όχι στην Κύπρο. Η δίκη είχε προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2021 αλλά λόγω της πανδημίας αναβλήθηκε, με τη νέα ημερομηνία δικασίμου να μην έχει οριστεί ακόμα. Σε μια τραγική ειρωνεία της ζωής, όπως το δικαστήριο της Μάλτας είχε απαγορεύσει στην Εφίμοβα να ταξιδέψει στη Ρωσία για την κηδεία της μητέρας της – γεγονός που την έφτασε στα όριά της και αποφάσισε να γίνει whistleblower – έτσι και ο Βαρνάβας δεν μπόρεσε λόγω του εντάλματος να αποχαιρετήσει τον πατέρα του, ο οποίος πέθανε πριν μερικές εβδομάδες στην Κύπρο.