Το Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο) είναι η κυλιόμενη πολυμεσική δημοσιογραφική έρευνα του συγγραφέα και βραβευμένου με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times, Ίαν Ουρμπίνα. Το Reporters United έχει αναλάβει τη δημοσίευση κειμένων και οπτικοακουστικού υλικού από το πρότζεκτ, το οποίο προσεγγίζει το πώς παράνομες πράξεις και εγκλήματα στην ανοιχτή θάλασσα θέτουν σε κίνδυνο αφενός τις ζωές αλιέων και ναυτικών, αφετέρου τη βιοποικιλότητα και τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Το ρεπορτάζ υποστηρίχθηκε από το Pulitzer Center. Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στην έντυπη έκδοση του The Atlantic του Ιουνίου του 2021, με τίτλο «Purgatory at Sea» (Καθαρτήριο στη θάλασσα).
Το La Suprema, ένα κρουαζιερόπλοιο που κατασκευάστηκε το 2003 προς 120 εκατομμύρια δολάρια, μπορεί να μεταφέρει σχεδόν 3.000 επιβάτες και 1.000 αυτοκίνητα. Με μήκος σχεδόν 215 μέτρα, το πλοίο έχει 567 καμπίνες, τρία εστιατόρια, έξι μπαρ, μια ντουζίνα καταστήματα, καζίνο, κινηματογράφο, νυχτερινό κλαμπ και ένα εκκλησάκι. Τα οκτώ πατώματά του συνδέονται με κυλιόμενες σκάλες που διαθέτουν ανιχνευτή κίνησης και γυάλινα ασανσέρ, ώστε οι παραθεριστές να αποφεύγουν την καταβολή υπερπροσπάθειας στις σκάλες μετά από μερικά πιάτα στον μπουφέ.
Κρουαζιέρα για πληβείους
Τα κρουαζιερόπλοια σχεδιάζονται πλέον με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνουν τους επιβάτες να νιώθουν σαν να μη βρίσκονται στη θάλασσα, αλλά σε κάποιο πεντάστερο ξενοδοχείο του Λας Βέγκας. Τα πάντα είναι λαμπερά, απλόχωρα, και στραμμένα προς το εσωτερικό τους. Σε πολλά από τα ταβάνια του La Suprema έχουν τοποθετηθεί καθρέφτες ώστε να δίνεται η αίσθηση μεγαλύτερης απλοχωριάς. Αλλά ο φυσικός φωτισμός είναι μηδαμινός – ελάχιστο φως του ήλιου τρυπώνει μέσα από μικροσκοπικά φινιστρίνια. Οι στενοί διάδρομοι, τα μαρμάρινα σαλόνια και οι τραπεζαρίες με τους πολυελαίους βουίζουν από το φθορίζων φως. Παχιά χαλιά πνίγουν το υπόκωφο γρύλλισμα των μηχανών και το ατέρμονο χτύπημα των κυμάτων στο κύτος του πλοίου.
Το περασμένο φθινόπωρο πέρασα αρκετό διάστημα στο La Suprema – αλλά όχι για κρουαζιέρα. Το πολυτελές πλοίο, μαζί με άλλα οκτώ, είχε ναυλωθεί από την ιταλική κυβέρνηση και επανδρωθεί από τον Ερυθρό Σταυρό ώστε να χρησιμοποιηθεί ως χώρος καραντίνας για μετανάστες που είχαν διασωθεί στη θάλασσα, ώστε να αποτραπεί η μετάδοση του COVID-19 στην ακτή. Τα πλοία είχαν μετατραπεί σε τεράστιες πλωτές αποθήκες – με μηνιαίο κόστος συντήρησης άνω τους ενός εκατομμυρίου ευρώ το καθένα, σύμφωνα με πληροφορίες – όπου κρατούνταν χιλιάδες μετανάστες, κυρίως από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ήθελα να δω τις συνθήκες στα πλοία-καραντίνα ο ίδιος, αλλά η ιταλική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την επιβίβαση δημοσιογράφων. Έκανα αίτηση στον Ερυθρό Σταυρό για να εργαστώ ως εθελοντής, και μια ευχάριστη, ανέφελη μέρα του Νοεμβρίου, επιβιβάστηκα στο πλοίο.
Καθόλη τη διάρκεια του περασμένου φθινοπώρου και του χειμώνα, στο La Suprema επέβαιναν αρκετές εκατοντάδες μετανάστες και μερικές δεκάδες εργαζόμενοι του Ερυθρού Σταυρού. Οι επιβάτες βρίσκονταν περιορισμένοι σε προκαθορισμένους ορόφους και χώρους, οι οποίοι ήταν αποκλεισμένοι με εμπόδια από μουσαμάδες που είχαν κολληθεί στα ανοίγματα κάθε πόρτας ώστε να μειωθεί ενδεχόμενη ροή αέρα μολυσμένου με κορονοϊό. Το πλοίο διατηρούνταν εκπληκτικά καθαρό και οι εργαζόμενοι του Ερυθρού Σταυρού επέβαλλαν εμφατικά τη χρήση μάσκας στο εσωτερικό του.
Παρά την ξύλινη επένδυση και τη βελούδινη ταπετσαρία του, το πλοίο έμοιαζε περισσότερο με γηροκομείο παρά θέρετρο διακοπών – ένα μέρος ποτισμένο από την ανήσυχη αναμονή και τη μυρωδιά από βραστό μπρόκολο και καρότα.
Τα χρυσαφιά κάγκελα του πλοίου χρησίμευαν σαν απλώστρες όπου στέγνωναν πλυμμένα ρούχα. Το δωμάτιο με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είχε μετατραπεί σε αποθήκη ιατροφαρμακευτικού υλικού, με κουτιά για γάντια λατέξ, απολυμαντικό χεριών και χαρτί τουαλέτας στοιβαγμένο μεταξύ του Galaga και του Pacman. Ατομικές μερίδες ελαιόλαδου από τον μπουφέ προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ως βάλσαμο για τα εξανθήματα.
Τον περισσότερο καιρό βρισκόμασταν αρόδο ένα μίλι από τις ακτές της Σικελίας, και παρότι ορισμένες φορές τα κύματα φούσκωναν, το πλοίο ήταν τόσο μεγάλο ώστε απλώς να λικνίζεται ελαφρά. Ήμασταν μονίμως περικυκλωμένοι από δύο περιπολικά σκάφη της Guardia di Finanza, του σώματος που αστυνομεύει τη μετανάστευση και το οικονομικό έγκλημα.
Αρκετές φορές την ημέρα, το προσωπικό του Ερυθρού Σταυρού οδηγούσε τους μετανάστες, σε μονή σειρά, έξω από τους γεμάτους διαδρόμους στο επάνω κατάστρωμα του πλοίου, όπου τους επιτρεπόταν μισής ώρας διάλειμμα. Το κατάστρωμα, που σε μια κανονική κρουαζιέρα θα ήταν κατειλημμένο από ανθρώπους που κάνουν ηλιοθεραπεία, ήταν γεμάτο μετανάστες που έπαιρναν τζούρες απ’ τα τσιγάρα τους, καθώς βάδιζαν γύρω από μια άδεια πισίνα με μπλε πλακάκια, σπαρμένη από περιτυλίγματα ζαχαρωτών.
Σκιά του πιανίστα Φραντσέσκο Τασκαϊάλι
Πρωτοάκουσα για τα πλοία-καραντίνες από τον φίλο μου Φραντσέσκο Τασκαϊάλι, έναν 29χρονο Ιταλό πιανίστα. (Το πρότζεκτ μας «Ωκεανός Χωρίς Νόμο» ήταν συμπαραγωγός σε ένα άλμπουμ του). Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Τασκαϊάλι μου έστειλε ένα μέιλ και μου είπε πως δούλευε ως εθελοντής στον Ερυθρό Σταυρό. Οι συναυλίες της περιοδείας του είχαν ακυρωθεί, και έχοντας διαθέσιμο χρόνο ήθελε να διαπιστώσει πώς ήταν η ζωή των μεταναστών στα πλοία-καραντίνες.
Ο Τασκαϊάλι αρχικά τοποθετήθηκε σε άλλο πλοίο-καραντίνα, το Allegra. Κατά τη δεύτερη μέρα του στη δουλειά, μου είπε, ένα ανθρωπιστικό σκάφος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα τους έφερε 353 μετανάστες που είχαν διασωθεί πάνω σε επισφαλείς βάρκες στα ανοικτά της Λιβύης. Μια λεπτή μεταλλική ράμπα με σχοινένιο κιγκλίδωμα είχε απλωθεί στο κενό ανάμεσα στα δύο σκάφη ώστε να περάσουν οι μετανάστες. Πρώτη ήταν μια γυναίκα από την Αίγυπτο, σε εγκυμοσύνη αρκετών μηνών, με δύο νήπια. Επόμενο ήταν ένα ασυνόδευτο 8χρονο κορίτσι από το Μαρόκο, ανοιχτομάτικο και φοβισμένο. Στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλοι — από την Τυνησία, το Μπαγκλαντές, την Αιθιοπία, τη Λιβύη, τη Συρία και από περιοχές της δυτικής Αφρικής. Καθώς επιβιβάζονταν στο Allegra, μια νοσοκόμα τους έπαιρνε τη θερμοκρασία και ο Τασκαϊάλι τους οδήγησε στα δωμάτιά τους.
Λίγες εβδομάδες αργότερα συνάντησα τον Τασκαϊάλι στο La Suprema, όπου είχε αναλάβει δουλειές ασυνήθιστες. Έφερνε στους μετανάστες φορτιστές κινητών, σαμπουάν, και ταμπόν. Κανόνιζε να τους προμηθεύσει παπούτσια, καθώς οι περισσότεροι είχαν φτάσει ξυπόλητοι. Τους έδινε αλοιφή για την ψώρα, μια κνησμώδη και άκρως μεταδοτική πάθηση του δέρματος που είχε προσβάλει περί το ένα τρίτο απ’ αυτούς. Επίσης ξεβούλωνε τουαλέτες, οι οποίες ήταν συχνά φραγμένες από εσώρουχα που βύθιζαν στη λεκάνη οι μετανάστες για να διαμαρτυρηθούν για τον εγκλεισμό τους στο πλοίο. Επειδή ο Ερυθρός Σταυρός γνώριζε ότι ο κύριος σκοπός μου ήταν να γίνω η σκιά του Τασκαϊάλι και να καταγράψω πώς ήταν η ζωή στο La Suprema, η μόνη μου δουλειά ήταν στο βραδινό, να τσεκάρω τα ονόματα και τους αριθμούς ταυτότητας σ’ ένα ντοσιέ, ενώ δινόταν από ένας δίσκος στους μετανάστες.
Οι μετανάστες περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους καθισμένοι στο πάτωμα στους διαδρόμους έξω από τις καμπίνες τους, μαζεμένοι γύρω από τα κινητά τους, παρακολουθώντας μουσικά βίντεο. Οι καμπίνες συνήθως φιλοξενούσαν δύο ή τρεις ανθρώπους, στην πλειοψηφία τους άνδρες μεταξύ 15 και 25 χρονών από την Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Μπαγκλαντές ή την Ερυθραία.
Τη δεύτερη μέρα μου στο πλοίο, καθώς χάζευα κάπως περίεργα στον διάδρομο νιώθοντας σαν απροσάρμοστος μαθητής του λυκείου, ένα 15χρονο αγόρι που το έλεγαν Άχμεντ με λυπήθηκε και ζήτησε να δει τι μουσική είχα στο κινητό μου. Καθώς ο 17χρονος γιος μου ακούει κυρίως διεθνές ραπ, έχω στο κινητό μου εκατοντάδες χιπ χοπ τραγούδια από την Αίγυπτο, τη Γαλλία, την Τυνησία, την Αλγερία και τη Βενεζουέλα. Ο Αχμέντ σοκαρίστηκε με τη συλλογή μου – εξαφανίστηκε αμέσως με το κινητό μου μέσα σ’ ένα πλήθος που έσπευσε να ζητωκραυγάσει όταν ακούστηκε ένα τραγούδι του Lacrim, ενός γαλλο-αλγερινού ράπερ. Μετά απ’ αυτό, οι νεαροί με αποκαλούσαν «Music Man» και με χαιρετούσαν με χειραψία όταν συναντιόμασταν.
Οι περισσότεροι από τους μετανάστες μού δήλωσαν πως εκτιμούσαν βαθιά τους εργαζόμενους του Ερυθρού Σταυρού, αλλά εξακολουθούσαν να νιώθουν φυλακισμένοι στη θάλασσα και φοβούνταν απεγνωσμένα πως μόλις φτάσουν στη στεριά θα απελαθούν. Εφόσον οι μετανάστες δεν μπορέσουν να αποδείξουν ότι έφυγαν για να γλιτώσουν από πόλεμο ή δίωξη και όχι από τη φτώχεια, η Ιταλία συνήθως απορρίπτει το αίτημά τους για άσυλο.
Στα τέλη Οκτωβρίου, εννέα Τυνήσιοι σε ένα από τα άλλα πλοία «καραντίνας» είχαν αποβιβαστεί, αφού κατάπιαν ξυραφάκια.
Αρκετοί από τους μετανάστες που συνάντησα στο La Suprema είχαν εκτεταμένα εγκαύματα από καύσιμα: Κατά την απόπειρα διέλευσής τους χύθηκε βενζίνη στις λέμβους τους, που αναμείχθηκε με θαλασσινό νερό και έπειτα ήρθε σε επαφή με το δέρμα τους. Οι άνθρωποι που είναι καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στο κάτω μέρος των λέμβων διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο να υποστούν τέτοια εγκαύματα από δοχεία καυσίμων που συχνά παρουσιάζουν διαρροή, πέφτουν ή αδειάζονται κατά τις ξέφρενες προσπάθειες διάσωσης, στην περίπτωση που οι βάρκες αρχίσουν να βυθίζονται.
Παρόλα αυτά, συνήθως στο πάτωμα τοποθετούνται γυναίκες και παιδιά, επειδή πολλοί έχουν την λανθασμένη εντύπωση ότι αυτό είναι το ασφαλέστερο μέρος στο σκάφος. Μια γιατρός με πληροφόρησε ότι μερικοί από τους μετανάστες που είχε παρακολουθήσει στο La Suprema είχαν φτάσει τόσο εμποτισμένοι με βενζίνη, που ένα απλό άγγιγμα των ρούχων τους είχε κάνει τα λάτεξ γάντια της να λιώσουν.
Τη νύχτα, δουλειά του Τασκαϊάλι ήταν να βρίσκεται έξω από δύο γυάλινες πόρτες στο κατάστρωμα του όγδοου ορόφου, για να βεβαιωθεί ότι κανένας από τους μετανάστες δεν βγήκε έξω, με σκοπό να προσπαθήσει να πηδήξει στο νερό και να κολυμπήσει ως την ακτή. Όταν το πλοίο βρισκόταν μέσα ή κοντά στο λιμάνι, οι μετανάστες κόλλαγαν επί ώρες το πρόσωπό τους στα τζάμια κοιτάζοντας τη στεριά.
Καραμπινιέροι
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μου στο La Suprema, το πλοίο έδεσε στο λιμάνι δύο φορές για να αποβιβαστούν άτομα που η περίοδος καραντίνας τους είχε λήξει. Την πρώτη φορά, καθώς έφευγαν απ’ το πλοίο, συναντήθηκαν με δεκάδες αστυνομικούς που στέκονταν στην ακρογιαλιά με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντας να τους οδηγήσουν σε λεωφορεία και να τους μεταφέρουν σε ένα, ή περισσότερα, από τα πολλά «κέντρα υποδοχής» της Ιταλίας. Αυτά τα κέντρα φιλοξενούν συνολικά πάνω από 75.000 μετανάστες, οι περισσότεροι από τους οποίους αναμένουν την έκβαση των αιτήσεών τους για άσυλο. Αφού ένα μέρος των μεταναστών αποβιβάστηκε, ακολούθησα τις ομάδες «ψεκαστήρα», ντυμένες με στολές απομόνωσης επικίνδυνων υλικών (hazmat), οι οποίες απολύμαναν εξονυχιστικά τα δωμάτια, άλλαξαν κλινοσκεπάσματα, καθάρισαν τα μπάνια και γενικότερα ετοίμασαν το πλοίο για την επόμενη εισροή μεταναστών.
«Εάν η Λιβύη είναι η κόλαση και η Ευρώπη ο παράδεισος, αυτό εδώ είναι το καθαρτήριο», μου είπε ο Τασκαϊάλι ένα βράδυ στο δείπνο.
Τη δεύτερη φορά που το La Suprema μπήκε στο λιμάνι της Αουγκούστα, στα ανατολικά της Σικελίας, είδα στην ξηρά την αστυνομία να χάνει την υπομονή της με έναν έφηβο που είχε προγραμματιστεί να αποβιβαστεί. Ήθελαν να τον συλλάβουν, για λόγους που δεν αποκάλυψαν. Με μπαστούνια στο χέρι, αρκετοί ένστολοι ανέβηκαν στη ράμπα και πάνω στο πλοίο και άρπαξαν το αγόρι, το οποίο έπεσε στο έδαφος και προσπάθησε να ξεφύγει. Άλλοι μετανάστες άρχισαν να φωνάζουν. Τα σπρωξίματα κλιμακώθηκαν σε γροθιές. Ο καπετάνιος του La Suprema έσπευσε στη σκηνή. «Δεν έχετε καμία εξουσία εδώ!», φώναξε στους αστυνομικούς. «Φύγετε αμέσως από το πλοίο μου!» Έφυγαν, αλλά λίγο αργότερα ο Ερυθρός Σταυρός κατέβασε το αγόρι από το πλοίο και το συνέλαβαν.
Στο πλοίο, αρκετοί μετανάστες που ήταν μάρτυρες στο συμβάν ανέβηκαν στα δωμάτιά τους, όπου ήπιαν σαμπουάν και άλλες χημικές ουσίες για να προκαλέσουν εμετό, πιστεύοντας ότι οι πιθανότητες να παραμείνουν στην Ιταλία θα ήταν μεγαλύτερες αν μεταφέρονταν σε νοσοκομείο παρά σε κέντρο υποδοχής, καθώς οι γιατροί είναι μάλλον περισσότερο πρόθυμοι να βοηθήσουν από ό,τι οι αστυνομικοί ή οι γραφειοκράτες. Στα τέλη Οκτωβρίου, εννέα Τυνήσιοι σε ένα από τα άλλα πλοία «καραντίνας» είχαν αποβιβαστεί, αφού κατάπιαν ξυραφάκια.
«Εάν η Λιβύη είναι η κόλαση και η Ευρώπη ο παράδεισος, αυτό εδώ είναι το καθαρτήριο», μου είπε ο Τασκαϊάλι ένα βράδυ στο δείπνο.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, από το 1970, περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια μετανάστες έχουν διασχίσει τη Μεσόγειο χωρίς άδεια για να φτάσουν στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια η μετανάστευση αυξήθηκε, καθώς πολλοί αιτούντες άσυλο έχουν δραπετεύσει λόγω των πολέμων και της πολιτικής αστάθειας στη Βόρεια Αφρική. Ως απάντηση, τα ευρωπαϊκά έθνη προσπάθησαν να σταματήσουν τη ροή, με αποτέλεσμα να μετατρέψουν τη διέλευση της Μεσογείου σε «μακράν την πιο θανατηφόρα στον κόσμο» για τους μετανάστες, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Από το 2000, περισσότεροι από 35.000 μετανάστες έχουν πνιγεί ή εξαφανιστεί. Αυτό έχει επιδεινώσει μια ανθρωπιστική κρίση τόσο βαθιά και αξεπέραστη, όσο η ίδια η θάλασσα.
Η Ιταλία αναδιπλώνεται
Το 2011, μετά την ανατροπή του δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι, ο αριθμός των μεταναστών που χρησιμοποιούν τη Λιβύη ως σημείο αναχώρησης για την Ευρώπη αυξήθηκε σημαντικά, καθώς τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων μπορούσαν πλέον να λειτουργούν εκεί χωρίς περιορισμούς. Αρχικά, η τότε κυβέρνηση συνασπισμού της Ιταλίας είχε μια σχετικά ανοιχτή προσέγγιση στη μετανάστευση. Στα τέλη του 2013 και του 2014, η ιταλική κυβέρνηση διέσωσε περισσότερους από 140.000 ανθρώπους. Η κυβέρνηση ήλπιζε ότι οι ευρωπαίοι γείτονες της Ιταλίας θα υποστήριζαν το εγχείρημά της και θα παρείχαν σκάφη διάσωσης, χρηματοδότηση και, το πιο σημαντικό, μέρη για την επανεγκατάσταση των μεταναστών.
Αυτό δεν συνέβη. Καθώς η υπόλοιπη Ευρώπη αρνήθηκε να βοηθήσει, η ιταλική ευαισθησία απέναντι στους πρόσφυγες πάγωσε, και η κυβέρνηση αποσύρθηκε από τις διασώσεις στη θάλασσα. Μέχρι το 2016, διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις – μεγάλοι οργανισμοί παγκόσμιας βοήθειας, όπως το Save the Children και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, καθώς και νεότερες, μικρότερες ομάδες – προσπαθούσαν να καλύψουν το κενό, περιπολώντας στα διεθνή ύδατα έξω από τη Λιβύη και διεξάγοντας περίπου το 25% των διασώσεων στη Μεσόγειο.
Ήδη όμως αυτές οι προσπάθειες βρίσκονταν υπό πίεση. Στο πλαίσιο ενός προγράμματος της ΕΕ που ονομάζεται Επιχείρηση Σοφία και μια επακόλουθη συμφωνία μεταξύ Λιβύης και Ιταλίας, η τελευταία συμφώνησε να παρέχει πλοία, εκπαίδευση και εκατομμύρια ευρώ στην ακτοφυλακή της Λιβύης, η οποία έχει κατηγορηθεί ότι απειλεί, ανεβαίνει ή ακόμη ανοίγει πυρ σε πλοία των ΜΚΟ. Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα, που πλέον έχει λήξει, αποτελούσε επαναπροώθηση των μεταναστών, μια παραβίαση των διεθνών νόμων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι αναφέρουν ότι κανείς δεν πρέπει να επιστρέψει σε μια χώρα όπου θα αντιμετωπίσει βασανιστήρια ή άλλη ταπεινωτική τιμωρία. Η Επιχείρηση Σοφία ξεκίνησε παρά τις συνεχείς ενδείξεις ότι οι λαθρέμποροι της Λιβύης, οι δυνάμεις ασφαλείας και η ίδια η ακτοφυλακή διέπρατταν φρικαλεότητες εναντίον των μεταναστών. Συχνά τα επακόλουθα για τους μετανάστες που συλλαμβάνονταν ήταν φρικιαστικά. Σύμφωνα με μια έκθεση του 2017 από τη γερμανική πρεσβεία στο Νίγηρα, τα κέντρα κράτησης στα οποία η Λιβύη κρατούσε τους μετανάστες παρουσίαζαν «συνθήκες στρατοπέδων συγκέντρωσης», με εκτεταμένα βασανιστήρια, βιασμούς και εκτελέσεις. Τον Σεπτέμβριο του 2018, ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δήλωσε ότι κανένα σημείο στη Λιβύη δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλές για τους ανθρώπους που διασώζονται από τη θάλασσα.
Περίπου την ίδια περίοδο, τα λαϊκιστικά κόμματα της Ιταλίας άρχισαν να καταφέρονται εναντίον των διασωστών, κατηγορώντας τους ότι διαχειρίζονται υπηρεσίες «θαλάσσιου ταξί» για μετανάστες. Το 2017, ο επικεφαλής της Frontex, της Ακτοφυλακής και Συνοριοφυλακής της ΕΕ – καθώς και οι υπουργοί Εσωτερικών της Αυστρίας και της Γερμανίας – κατηγόρησαν τα πληρώματα διάσωσης για υποστήριξη διακινητών. Μέσα σε δύο χρόνια, εισαγγελείς στην Ιταλία είχαν ξεκινήσει ποινικές έρευνες εναντίον τουλάχιστον 12 σκαφών ΜΚΟ, για βοήθεια και συνέργεια σε παράνομη μετανάστευση. Το 2019, για να αποθαρρύνει τη διάσωση στη θάλασσα, η ιταλική κυβέρνηση άρχισε να μεγαλώνει τα πρόστιμα που μπορούν να επιβληθούν σε ΜΚΟ για την είσοδο στα ιταλικά ύδατα χωρίς άδεια και για τη μεταφορά ατόμων χωρίς έγγραφα σε λιμάνι. Αυτά τα πρόστιμα ανέρχονται πλέον σε 50.000 ευρώ, ανά παράβαση.
Η ιταλική κυβέρνηση δικαιολόγησε αυτές τις ενέργειες ισχυριζόμενη ότι οι θαλάσσιες διασώσεις ενθαρρύνουν τους μετανάστες να επιχειρήσουν την επικίνδυνη διέλευση της Μεσογείου. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει. Ο Ματέο Βίλα, ερευνητής μετανάστευσης στο ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών, μια ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν αν θα επιχειρήσουν μια διέλευση κυρίως βάσει των καιρικών και των τοπικών πολιτικών συνθηκών, ενώ οι επιχειρήσεις διάσωσης στη θάλασσα δεν αυξάνουν τον αριθμό των ατόμων που τη διασχίζουν. Αυτές οι επιχειρήσεις διάσωσης, ωστόσο, μειώνουν σημαντικά τον αριθμό των ανθρώπων που πεθαίνουν προσπαθώντας: Ο Βίλα διαπίστωσε ότι όταν τέτοιες επιχειρήσεις παρεμποδίστηκαν από την ιταλική κυβέρνηση τους πρώτους οκτώ μήνες του 2019, το ποσοστό θανάτων κατά μήκος της θαλάσσιας διαδρομής από τη Λιβύη υπερδιπλασιάστηκε, από 2,1% σε 6,7%.
Μέχρι το τέλος του 2020, σχεδόν όλες οι ΜΚΟ είχαν σταματήσει να διεξάγουν θαλάσσιες διασώσεις, κυρίως επειδή τα πλοία τους είχαν κατασχεθεί από τις αρχές της Ε.Ε. Σύμφωνα με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, η λιβυκή ακτοφυλακή αναχαίτισε περισσότερους από 11.700 μετανάστες στη θάλασσα πέρσι, παραδίδοντας πολλούς απ’ αυτούς στις εγκαταστάσεις κράτησης που είχαν κριθεί μη ασφαλείς από τον ΟΗΕ.
Αυτή ήταν η κατάσταση κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο La Suprema – εκτός από το ό,τι ο COVID 19 είχε κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Η χρήση κρουαζιερόπλοιων ως μέσων κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού ενέχει βαθιά ειρωνεία. Μία από τις πρώτες σοβαρές εστίες COVID 19 εκτός Κίνας ήταν το Diamond Princess, ένα βρετανικό κρουαζιερόπλοιο που είχε σταματήσει στο λιμάνι Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας στις αρχές Φεβρουαρίου του 2020 με περισσότερους από 3.700 επιβάτες και μέλη του πληρώματος.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα, περίπου το ένα πέμπτο των επιβατών βρέθηκαν θετικοί. Τελικά πέθαναν δώδεκα άνθρωποι. Ακολούθησαν μαζικές εστίες στο Zaandam, το Rotterdam, το Greg Mortimer, το Ruby Princess και άλλα πλοία. Ο εξαερισμός σ’ αυτά τα πλοία φαίνεται να συνέβαλε. Σύμφωνα με τον Κινγιάν Τσεν, καθηγητή μηχανολογίας στο Πανεπιστήμιο Purdue ο οποίος μελετά πώς μεταδίδεται μέσω αέρα η ασθένεια στους εσωτερικούς χώρους, τα συστήματα εξαερισμού πολλών κρουαζιερόπλοιων βασίζονται σε ανακυκλωμένο αέρα που αποστέλλεται μέσω φίλτρων αέρα χαμηλής ή μεσαίας αντοχής, προκαλώντας την εξάπλωση αερομεταφερόμενων ιών πολύ πιο γρήγορα από ό, τι στα αεροπλάνα.
Όταν οι μετανάστες άκουσαν τη μελωδία ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες, τραβώντας με στον κύκλο τους καθώς φώναζαν «Italia!».
Αλλά για την Ιταλία, τα πλοία προσφέρονταν για να καταστείλουν τις εγχώριες ανησυχίες. Αν και Ιταλοί αξιωματούχοι υγείας επέμειναν ότι οι μετανάστες είχαν παίξει «ελάχιστο» ρόλο στη μεταφορά του κορωνοϊού στη χώρα, οι φόβοι ότι οι μετανάστες ήταν η πηγή εξαπλώθηκαν γρήγορα. Τον Απρίλιο του 2020, η Ιταλία ανακοίνωσε ότι, για πρώτη φορά, τα λιμάνια της δεν θα μπορούσαν πλέον να θεωρούνται «ασφαλή σημεία» για την απόβαση μεταναστών. Λίγο αργότερα, η Μάλτα, ένα άλλο δημοφιλές σημείο άφιξης για τους μετανάστες, έκανε το ίδιο. Σύντομα, άλλες χώρες της Ε.Ε. επίσης χρησιμοποίησαν τους φόβους για τον ιό για να δικαιολογήσουν την αυστηροποίηση των συνόρων τους και τη μείωση των προσπαθειών τους για μετεγκατάσταση των μεταναστών.
Αυτό ήταν το σημείο στο οποίο η Ιταλία αποφάσισε να ναυλώσει μεγάλα πλοία για να τα χρησιμοποιήσει ως πλωτά κέντρα καραντίνας. Οι ειδικοί στον τομέα της υγείας και οι ομάδες υποστήριξης των μεταναστών επέκριναν το σχέδιο, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα της ιατρικής περίθαλψης, την ψυχολογική υποστήριξη και τη νομική βοήθεια που θα είναι διαθέσιμη στα πλοία. Και παρόλο που τα πλοία προορίζονταν μόνο για τις νέες αφίξεις, άρχισαν να προκύπτουν αναφορές ότι οι ιταλικές αρχές μετέφεραν σ’ αυτά θετικούς στον COVID μετανάστες που βρίσκονταν στην ξηρά για μήνες.
Όταν ο Φραντσέσκο Ρόκα, πρόεδρος του Ιταλικού Ερυθρού Σταυρού, ενημερώθηκε γι’ αυτές τις αναφορές, κάλεσε το υπουργείο Εσωτερικών και προειδοποίησε ότι αν οι αξιωματούχοι μετακινούσαν μετανάστες από ηπειρωτικά κέντρα ή κρατούσαν μετανάστες σε πλοία για ακόμη και μια μέρα περισσότερο από την ιατρικά αναγκαία περίοδο καραντίνας, θα διέταζε το προσωπικό του να απελευθερώσει μαζικά τους ανθρώπους. «Τους το ξεκαθάρισα», μου δήλωσε ο Ρόκα. «Θα συμμετάσχουμε υπό τον όρο ότι η δουλειά μας δεν θα είναι η διοίκηση πλωτών φυλακών». Η κυβέρνηση έσπευσε να συμφωνήσει.
Ο πειρασμός της δραπέτευσης
Ένα βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα, λίγο πριν φτάσω στο La Suprema, ξέσπασε αναταραχή στο θετικό στoν COVID τμήμα του πλοίου, το οποίο αριθμούσε 100-150 άτομα. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, περίπου 40 άτομα από το τμήμα αυτό του πλοίου είχαν ενημερωθεί ότι παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη τεθεί σε καραντίνα στη θάλασσα για 10 μέρες, θα έπρεπε να περάσουν άλλες 10, επειδή αρκετοί απ’ αυτούς εξακολουθούσαν να είναι θετικοί. Εκείνο το βράδυ, 20 Σύριοι άνδρες από την ομάδα των θετικών βρήκαν μια ξεκλείδωτη, αφύλακτη πόρτα και γλίστρησαν μέσω μιας κρυμμένης σκάλας στο πάνω κατάστρωμα. Οι φρουροί τούς βρήκαν γρήγορα, και όταν τους πλησίασαν η ένταση κλιμακώθηκε. Μετά από φωνές και σπρωξίματα, οι Σύριοι κάθισαν σε έναν κύκλο στο κατάστρωμα και άρχισαν να τραγουδούν.
Όταν οι μετανάστες άκουσαν τη μελωδία ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες, τραβώντας με στον κύκλο τους καθώς φώναζαν «Italia!». Ανησυχώντας ότι αν οι άνδρες διασκορπιστούν θα μολύνουν άλλους στο πλοίο, οι γιατροί τηλεφώνησαν στον Άντι Νγκάνσο, τον ιατρικό διευθυντή των πλοίων καραντίνας, και ρώτησαν τι πρέπει να κάνουν. Ο Νγκάνσο τους συνέστησε να φέρουν στους άνδρες φαγητό και νερό και να τους αφήσουν να παραμείνουν εκεί που ήταν. Έτσι η ομάδα έμεινε στο κατάστρωμα όλη τη νύχτα – μιλώντας, τραγουδώντας, ξαπλωμένοι στην πλάτη τους και κοιτάζοντας τ’ αστέρια – ενώ οι φρουροί και οι εργαζόμενοι του Ερυθρού Σταυρού παρακολουθούσαν από απόσταση. Το επόμενο πρωί επέστρεψαν ήσυχα στα δωμάτιά τους ως ομάδα. «Το κλειδί είναι η αποκλιμάκωση», μου εξήγησε αργότερα ο Νγκάνσο.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Τασκαϊάλι πήγαινε στην καμπίνα του όταν συνάντησε έναν Λίβυο μετανάστη στο κλιμακοστάσιο. Ο άνθρωπος φαινόταν ταραγμένος. Ανησυχώντας, ο Τασκαϊάλι έκανε αναστροφή και άρχισε να τον ακολουθεί, αλλά εκείνος το αντελήφθη και άρχισε να τρέχει. Ο Τασκαϊάλι τον κυνήγησε ακολουθώντας τον μέχρι τον όγδοο όροφο, κι από ‘κει στο κατάστρωμα. Αφού έτρεξε γύρω από ένα εμπόδιο για να φτάσει στην πλευρά του πλοίου που κοίταζε προς το λιμάνι, ο άνδρας άρχισε να σκαρφαλώνει σ’ ένα κιγκλίδωμα. Ο Τασκαϊάλι τον άρπαξε προτού προλάβει να πηδήξει.
Ο άνδρας μίλησε με έναν εκπαιδευμένο μεσολαβητή ο οποίος τον βοήθησε να ηρεμήσει, και στη συνέχεια επέστρεψε στον χώρο που έπρεπε. Μετά το τέλος του επεισοδίου, ο Τασκαϊάλι επέστρεψε στο σημείο όπου είχε αρπάξει τον άνδρα. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, είχε υποθέσει ότι προσπαθούσε να διαφύγει από το πλοίο πηδώντας στη θάλασσα – κοιτάζοντας πάνω από το κιγκλίδωμα, ωστόσο, δεν είδε ωκεανό, αλλά μια τσιμεντένια αποβάθρα οκτώ ορόφους κάτω.
Ο Νγκάνσο μου είπε ότι κανένας θετικός στον COVID μετανάστης στα πλοία καραντίνας δεν είχε πεθάνει, ούτε είχε διασωληνωθεί. «Η πραγματική πρόκληση», είπε, «είναι η ψυχική υγεία».
Συναυλίες στο πάνω κατάστρωμα
Γεννημένος στη Ρώμη, ο Τασκαϊάλι άρχισε να μελετάει πιάνο όταν ήταν 6 ετών και να συνθέτει όταν ήταν 11. Το ταλέντο του τού χάρισε ένα συμβόλαιο με την Warner Music όταν ήταν 24. Στο Allegra, όταν ο Τασκαϊάλι κρυφάκουσε έναν άλλο εθελοντή να λέει ότι υπήρχε ένα πιάνο, αποφάσισε να το ψάξει. Το βρήκε σε ένα απομονωμένο τμήμα του πλοίου, στο πίσω μέρος ενός σκοτεινού, άδειου εστιατορίου στον έβδομο όροφο: ένα όρθιo Yamaha καλυμμένo με σκόνη. Κάθισε κι έπαιξε το «Nocturne No. 20» του Σοπέν, ένα από τα πιο θλιβερά τραγούδια που ήξερε, αλλά από τα αγαπημένα του.
Όταν μαθεύτηκε από τους εργαζόμενους του Ερυθρού Σταυρού ότι ένας διάσημος πιανίστας ήταν ανάμεσά τους, αρκετοί του ζήτησαν να δώσει μια συναυλία γι’ αυτούς. Συμφώνησε, αλλά ρώτησε αν θα μπορούσε να κάνει μια συναυλία και για τους μετανάστες. Η έγκριση και η οργάνωση ήταν δύσκολες, αλλά τελικά έπεισε τον καπετάνιο του πλοίου να του επιτρέψει να παίξει για τους μετανάστες στο πάνω κατάστρωμα, κατά τη διάρκεια των υπαίθριων διαλειμμάτων καπνίσματος.
Οι συναυλίες υπήρξαν πηγή έμπνευσης. Μια μέρα είδα τον Τασκαϊάλι να παίζει το «Eski Dostlar», ένα παραδοσιακό τουρκικό τραγούδι, ενώ μια ομάδα γυναικών από το Σουδάν και τη Νιγηρία χόρευαν με αλαλαγμούς. Μια άλλη μέρα, καθώς ο Τασκαϊάλι μια δική του σύνθεση που ονομάζεται «Μαύρη Θάλασσα», μια ομάδα εφήβων αγοριών από την Αίγυπτο και τη Λιβύη σχημάτισαν κύκλο και στη συνέχεια κάποιοι απ’ αυτούς χόρεψαν μπρεικντάνς στο κέντρο, καθώς οι άλλοι ζητωκραύγαζαν. Μια άλλη φορά έπαιξε το «Bella Ciao», το οποίο έχει διασκευαστεί στην Τυνησία σε ένα δημοφιλές τραγούδι με τίτλο «Habiba Ciao». Όταν οι μετανάστες άκουσαν τη μελωδία ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες, αρπάζοντάς με από το χέρι και τραβώντας με στον κύκλο τους, καθώς φώναζαν «Italia!» και «Ευχαριστώ, Ερυθρός Σταυρός!»
Λίγες μέρες αργότερα πέτυχα τον Τασκαϊάλι να στηρίζεται στα κάγκελα της σκάλας, με ένα συνωμοτικό χαμόγελο. Μου είπε ότι σχεδίαζε να δώσει μια συναυλία στην πτέρυγα COVID, ένα τμήμα του πλοίου που κανονικά απαγορευόταν να επισκεφτούμε. Συναντηθήκαμε εκεί το ίδιο απόγευμα, και δύο εργαζόμενοι του Ερυθρού Σταυρού μας βοήθησαν να φορέσουμε τις ειδικές στολές hazmat. Ο Τασκαϊάλι έπαιξε για μισή ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας το μέρος δονούνταν από ένα αόρατο ρεύμα. Οι μετανάστες σ’αυτό το τμήμα, που σπάνια είχαν επισκέπτες, φαίνονταν σοκαρισμένοι που είχαμε έρθει στην περιοχή τους.
Μετά τη συναυλία, παρατήρησα έναν άντρα γύρω στα 35 να στέκεται μπροστά από τα πλήκτρα, κλαίγοντας σιωπηλά. Τον ρώτησα αν ήταν καλά. «Αυτός ο άνθρωπος, τόσο καλός», είπε ο μετανάστης. Όταν ο Τασκαϊάλι προσπάθησε ντροπαλά να επιχειρήσει μια βιαστική αποχώρηση, τον σταμάτησε ένα πλήθος μεταναστών που ήθελαν να φωτογραφηθούν μαζί του. Καθώς βγάζαμε τις ειδικές στολές, ο Τασκαϊάλι στράφηκε σε μένα και είπε: «Δεν έχω βιώσει ποτέ κάτι τόσο όμορφο».
Αυτές οι στιγμές ομορφιάς ξεχώρισαν εν μέσω πόνου. Ένα απόγευμα, ο Τασκαϊάλι έπρεπε να επισκεφτεί ένα νεοφερμένο 8χρονο αγόρι από την Τυνησία, που είχε μεταναστεύσει μόνο του. Αφού κουβέντιασαν τυπικά, με τη βοήθεια ενός μετανάστη που μιλούσε Αραβικά και Αγγλικά, ο Τασκαϊάλι ρώτησε το αγόρι αν είχε κάποιον συγγενή να τον περιμένει στην Ιταλία. Εκείνο απάντησε ότι είχε έναν φίλο στη Γαλλία. «Θα τον βρω», είπε το αγόρι.
«Όμως, πού είναι οι γονείς σου;» επανήλθε ο Τασκαϊάλι, μάλλον επίμονα. Το αγόρι κοίταξε προς τα κάτω. Με κινήσεις των χεριών του περιέγραψε ότι ο πατέρας του είχε κρεμαστεί κι ότι ο λαιμός της μητέρας του είχε κοπεί. Ο Τασκαϊάλι μου είπε αργότερα ότι μετάνιωσε πάρα πολύ για τον τρόπο με τον οποίο έκανε την ερώτηση.
Ο πιο τυχερός μετανάστης
Όσο βοηθούσα να σερβίρουν γεύματα στους μετανάστες στο La Suprema, δούλευα μαζί με ένα στέλεχος του Ερυθρού Σταυρού με το όνομα Τζον Ογκά. Το 2013, λόγω της αυξανόμενης βίας στη Νιγηρία από τρομοκρατικές ομάδες όπως η Μπόκο Χαράμ, ο Ογκά βρήκε καταφύγιο στην Τρίπολη, όπου συγκατοικούσε σε ένα διαμέρισμα με άλλους 15 Νιγηριανούς και εργαζόταν ως οξυγονοκολλητής. Ένα βράδυ, μια ομάδα ανδρών από την Λιβύη εισέβαλε με όπλα στο διαμέρισμα για να το ληστέψει, και στην πορεία πυροβόλησαν και σκότωσαν έναν από τους συγκατοίκους του Ογκά. Τέτοια περιστατικά δεν είναι ασυνήθιστα για τους μετανάστες στην Λιβύη, μου είπε ο Ογκά. «Βιασμοί και δολοφονίες όλη την ώρα».
Ο Ογκά αποφάσισε και πάλι να δραπετεύσει, αυτή τη φορά στην Ευρώπη. Βρήκε έναν διακινητή, κανόνισε κρυφά να διασχίσει τη Μεσόγειο με μια βάρκα που μετέφερε 300 μετανάστες, και έτσι, τον Μάιο του 2014, έφτασε στις ακτές της Ιταλίας. Βρήκε τον δρόμο προς την Ρώμη, όπου πέρασε μήνες ζώντας στους δρόμους. Για να κερδίσει χρήματα ικέτευε και κουβαλούσε τις τσάντες ανθρώπων έξω από ένα σούπερ μάρκετ στη γειτονιά Τσέντο-Τσέλε της Ρώμης.
Μια μέρα, ένας άντρας, φορώντας κράνος μοτοσυκλετιστή και κρατώντας έναν μεγάλο μπαλτά, τον προσπέρασε σπρώχνοντάς τον όπως έμπαινε στο μανάβικο. Ο άντρας πλησίασε τον υπάλληλο και απαίτησε τα χρήματα του ταμείου. Οι κάμερες ασφαλείας του καταστήματος δείχνουν τον Ογκά να παρακολουθεί το περιστατικό. Όταν ο ληστής προσπάθησε να ξεφύγει με το μηχανάκι του, ο Ογκά τον άρπαξε, απέσπασε τον μπαλτά του και τον ακινητοποίησε μέχρι να φτάσει η αστυνομία.
Επειδή δεν είχε χαρτιά, ο Ογκά απομακρύνθηκε ήσυχα από τη σκηνή. Αλλά η αστυνομία τον εντόπισε και η κυβέρνηση του απένειμε άδεια παραμονής ενός έτους, η οποία έκτοτε παρατάθηκε. Η αστυνομία παρακίνησε τον Ογκά – ο οποίος μεγάλωσε ως καθολικός αλλά ουδέποτε βαφτίστηκε – να μοιραστεί την ιστορία του με το Βατικανό. Κατά τη διάρκεια της Πασχαλινής Λειτουργίας το 2018, ο Πάπας Φραγκίσκος βάφτισε τον Ογκά σε τελετή που μεταδόθηκε τηλεοπτικά. Ο Ερυθρός Σταυρός τον προσέλαβε ως υπεύθυνο επιμελητείας.
Προτού γνωρίσω τον Ογκά, πολλοί από τους μετανάστες στο La Suprema ήξεραν την ιστορία του. Όταν ρώτησα έναν απ’ αυτούς τι ήλπιζε να γίνει αν του επιτρεπόταν να παραμείνει στην Ευρώπη, απάντησε«Σαν αυτόν», και έδειξε τον Ογκά.
Αλλά η ιστορία του Ογκά δεν είναι παραμύθι. Ένα βράδυ πριν από λίγο καιρό, μου τηλεφώνησε για να μου πει για τη μοναξιά της ζωής του ως μετανάστη στην Ιταλία. «Δεν έχω κοπέλα. Δεν έχω φίλους», παραπονέθηκε, προσθέτοντας ότι ο μισθός του δεν ήταν αρκετός για να τα βγάλει πέρα, καθώς αφού πλήρωνε το νοίκι δεν του έφτανε για να αγοράσει όλα τα αναγκαία τρόφιμα. «Είμαι ο πιο τυχερός μετανάστης που ξέρω», είπε, «αλλά δεν είχα καταλάβει ότι η ζωή θα ήταν έτσι εδώ».
Τον πρόλαβε η αρρώστια
Ένα βράδυ στο Allegra, ο Τασκαϊάλι γνώρισε ένα 15χρονο αγόρι από την Ακτή Ελεφαντοστού ονόματι Αμπού Ντιακίτε. Το αγόρι είχε φτάσει μόλις δύο μέρες νωρίτερα, αφού διασώθηκε μαζί με καμιά διακοσαριά άλλους μετανάστες κοντά στις ακτές της Λιβύης από έναν ισπανικό μη κερδοσκοπικό οργανισμό που ονομάζεται Proactiva Open Arms. Είχε ψηλά ζυγωματικά, μεγάλα μάτια και κοντά κοτσιδάκια, και συνήθιζε να φοράει ένα καρφωτό σκουλαρίκι στο ένα αυτί ή έναν κρίκο στο άλλο.
Όταν διασώθηκε, ο Ντιακίτε ήταν σοβαρά αφυδατωμένος και υποσιτισμένος. Είχε ουλές στα άκρα του, οι οποίες, όπως πολλοί υπέθεσαν, θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από βασανιστήρια στη Λιβύη. Μια εβδομάδα μετά την επιβίβασή του στο πλοίο διάσωσης, άρχισε να υποφέρει από έντονους πόνους στη μέση. Βρέθηκε αρνητικός στον COVID, και το ιατρικό προσωπικό – υποψιαζόμενο πιθανή λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος- του χορήγησε αντιβιοτικά. Όταν μεταφέρθηκε στο Allegra την επόμενη μέρα, ο πυρετός του είχε πέσει και φαινόταν να καλυτερεύει.
Αλλά η κατάστασή του σύντομα επιδεινώθηκε, και τα μέλη του Ερυθρού Σταυρού ζήτησαν από το υπουργείο Υγείας να επιτρέψει μια έξοδο έκτακτης ανάγκης, ώστε να μπορέσουν να μεταφέρουν τον Ντιακίτε σε νοσοκομείο στο Παλέρμο. Μια μέρα πριν από τη μεταφορά, ο Τασκαϊάλι έμεινε ξύπνιος όλη τη νύχτα γράφοντας στον Ντιακίτε ένα αποχαιρετιστήριο τραγούδι, αποτελούμενο από τρία μέρη. Το πρώτο ήταν αφιερωμένο στην αναχώρησή του από την Ακτή Ελεφαντοστού, το δεύτερο στην παραμονή του στο πλοίο και το τρίτο στην άφιξή του στην Ευρώπη. Το τραγούδι είχε σκοπό να μεταφέρει ένα αίσθημα ελπίδας – αυτό που ο Τασκαϊάλι φανταζόταν ότι θα αισθάνθηκε ο Ντιακίτε όταν έφτασε τελικά στην Ιταλία.
Το επόμενο πρωί, οι φίλοι του Ντιακίτε τον βοήθησαν να φορέσει μια πράσινη στολή hazmat, που δεν ήταν στο μέγεθός του, και μια μάσκα Ν95. Ο Ντιακίτε αντιστάθηκε αδύναμα. Είχε εργαστεί ως ράφτης στην Ακτή Ελεφαντοστού, είπαν οι φίλοι του, και νοιαζόταν για τα ρούχα του. Ο Τασκαϊάλι βοήθησε να μεταφερθεί ο Ντιακίτε σε ένα φορείο, στο χαμηλότερο κατάστρωμα.
Στην ξηρά τον περίμεναν ένα ασθενοφόρο κι ένα μπουλούκι αστυνομικών. Καθώς απομακρύνθηκε, ο Τασκαϊάλι πίεσε τον ώμο του και του είπε, «Φίλε μου -επιτέλους ξηρά.» Ο Ντιακίτε, ημιλιπόθυμος, δεν απάντησε. Έπεσε σε κώμα και μεταφέρθηκε σε ένα δεύτερο νοσοκομείο στο Παλέρμο, λόγω έλλειψης χώρου στο πρώτο. Πέθανε λίγο μετά την άφιξή του.
Ορατότης μηδέν
Οι χώρες πρέπει να ελέγχουν τα σύνορά τους. Η διαχείριση της μεταναστευτικής ροής δεν είναι ποτέ εύκολη. Ο COVID-19 την έκανε ακόμη πιο δύσκολη. Τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, τα πλοία «καραντίνας» αντιπροσωπεύουν μια δελεαστική λύση σε ένα πολιτικά ακανθώδες πρόβλημα: Λόγω της απόστασής της, η θάλασσα αποτελεί ελκυστικό μέρος για τις κυβερνήσεις για να περιορίζουν τους μετανάστες.
Όμως, το κόστος αυτής της λύσης είναι ότι καθιστά έναν ήδη περιθωριοποιημένο πληθυσμό ακόμη πιο αόρατο. «Καθώς μεγάλωνα, πάντα πίστευα ότι ο κόσμος είναι άδικος,» μου έγραψε ο Τασκαϊάλι όταν έμαθε για τον θάνατο του Ντιακίτε. «Δεν είχα αποδείξεις, μέχρι που τις βρηκα στην θάλασσα.»
Ο ΙΑΝ ΟΥΡΜΠΙΝΑ είναι συνεργάτης του The Atlantic, νικητής του Βραβείου Πούλιτζερ, και δημιουργός του Outlaw Ocean Project, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού δημοσιογραφίας που κάνει έρευνες σχετικές με το έγκλημα στη θάλασσα. Είναι ο συγγραφέας του The Outlaw Ocean: Journeys Across the Last Untamed Frontier.
Απόδοση στα ελληνικά: Σταύρος Μαλιχούδης, Κωνσταντίνα Μαλτεπιώτη. Επιμέλεια: Χριστόφορος Κάσδαγλης