Το Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο) είναι η κυλιόμενη πολυμεσική δημοσιογραφική έρευνα του συγγραφέα και βραβευμένου με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times, Ίαν Ουρμπίνα. Το Reporters United έχει αναλάβει τη δημοσίευση κειμένων και οπτικοακουστικού υλικού από το πρότζεκτ, το οποίο προσεγγίζει το πώς παράνομες πράξεις και εγκλήματα στην ανοιχτή θάλασσα θέτουν σε κίνδυνο αφενός τις ζωές αλιέων και ναυτικών, αφετέρου τη βιοποικιλότητα και τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Ο συγγραφέας και βραβευμένος με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times Ίαν Ουρμπίνα, μαζί με τους συντελεστές της κυλιόμενης πολυμεσικής δημοσιογραφικής έρευνας του Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο), πραγματοποιεί πολύμηνη έρευνα για το πώς η ΕΕ χρηματοδοτεί την ακτοφυλακή της Λιβύης για να εμποδίσει τους μετανάστες να φτάσουν με βάρκες στις ακτές της Ευρώπης. Ο Ουρμπίνα περιγράφει την ιστορία του Αλιού Καντέ, του 28χρονου μετανάστη από τη Γουινέα Μπισσάου, που κατέληξε αιχμάλωτος σε μια από τις μυστικές φυλακές της Λιβύης στην προσπάθειά του να διασχίσει τη Μεσόγειο για να φτάσει στην Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Ουρμπίνα αιχμαλωτίστηκε και εξαφανίστηκε σε μια μυστική φυλακή από μια ένοπλη πολιτοφυλακή, όπου αυτός και οι άλλοι κακοποιήθηκαν σοβαρά. Από τους ξυλοδαρμούς υπέστη αρκετά σπασίματα στα πλευρά και βλάβη στα νεφρά. Μάλιστα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο Λευκός Οίκος επενέβησαν και διαπραγματεύτηκαν την απελευθέρωσή του, η οποία επιτεύχθηκες μετά από έξι ημέρες αιχμαλωσίας.
Το Reporters United δημοσιεύει σε τρεις συνέχειες το μεγάλο κείμενο της παραπάνω δημοσιογραφικής έρευνας, στο πλαίσιο της σταθερής συνεργασίας μας με τον Ίαν Ουρμπίνα. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό The New Yorker, καθώς και στο Outlaw Ocean. Ακολουθεί το πρώτο μέρος της έρευνας.
Μια συλλογή από αυτοσχέδιες αποθήκες βρίσκεται κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου στην Γκουτ αλ-Σαάλ, μια γειτονιά γεμάτη από συνεργεία και μάντρες αυτοκινήτων στη δυτική Τρίπολη, την πρωτεύουσα της Λιβύης. Άλλοτε αποθήκη τσιμέντου και σκυροδέματος, η εγκατάσταση επαναλειτούργησε τον Ιανουάριο του 2021, με ψηλότερα τείχη τα οποία καλύφθηκαν με συρματόπλεγμα. Άντρες με μαύρες και μπλε στολές παραλλαγής, οπλισμένοι με καλάσνικοφ, φρουρούν ένα μπλε κοντέινερ που μοιάζει με γραφείο. Στην πύλη, μια πινακίδα γράφει, «Δικαστήριο Δίωξης Παράνομων Μεταναστών». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μυστική φυλακή όπου συγκεντρώνονται μετανάστες. Το όνομα της, στα αραβικά, «Αλ Μαμπάνι», ή αλλιώς «Το Κτήριο».
Στις 5 Φεβρουαρίου 2021, στις 3 π.μ., μια συνοδεία ένοπλων ανδρών οδήγησε τον Αλιού Καντέ, έναν γεροδεμένο, ντροπαλό 28χρονο μετανάστη από τη Γουινέα Μπισσάου, στη φυλακή. Είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του πριν ενάμιση χρόνο, καθώς το αγρόκτημά του δεν τα πήγαινε καλά και αποφάσισε να ακολουθήσει τα αδέρφια του στην Ευρώπη. Όμως, καθώς διέσχιζε τη Μεσόγειο με φουσκωτό σκάφος μαζί με άλλους 130 μετανάστες, η λιβυκή ακτοφυλακή τους αναχαίτισε και τους έστειλε στη φυλακή. Το γκρουπ των μεταναστών μεταφέρθηκε στο κελί νούμερο 4, στο οποίο ήδη κρατούνταν γύρω στα 200 άτομα. Με δυσκολία έβρισκες χώρο για να καθίσεις ανάμεσα στα εκατοντάδες σώματα, ενώ οι μετανάστες που βρίσκονταν ήδη στο πάτωμα έκαναν στην άκρη για να μην ποδοπατηθούν. Τα φώτα φθορίου στο ταβάνι έμεναν αναμμένα όλη τη νύχτα. Μια μικρή γρίλια στην πόρτα, με πλάτος περίπου ένα μέτρο, ήταν η μόνη πηγή φυσικού φωτός. Μια ομάδα πουλιών που δραπέτευσε από κάποιο κοτέτσι είχε φωλιάσει στα δοκάρια και από ψηλά έπεφταν φτερά και περιττώματα. Πάνω στους τοίχους, οι μετανάστες σκάλιζαν σημειώματα γεμάτα αποφασιστικότητα: «Ένας στρατιώτης δεν υποχωρεί ποτέ» και «Με τα μάτια κλειστά, πάμε μπροστά». Ο Καντέ στριμώχτηκε σε μια απομακρυσμένη γωνιά πανικόβλητος. «Τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε έναν συγκρατούμενο.
Κανένας στον κόσμο έξω από τη φλυακή του Αλ Μαμπάνι δεν γνώριζε ότι είχαν συλλάβει τον Καντέ. Δεν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, ούτε του επιτρεπόταν να μιλήσει με δικηγόρο, δεν του δόθηκε καμία πληροφορία ακόμα και για το αν θα του επιτραπεί ποτέ να φύγει. Τις πρώτες μέρες της κράτησής του, ήταν απομονωμένος και κλείστηκε στον εαυτό του, υποταγμένος στη βάναυση πραγματικότητα του μέρους. Η ταξιαρχία Ζιντάν, μια από τις πιο ισχυρές πολιτοφυλακές της χώρας, κρατούσε τη φυλακή υπό τον έλεγχό της, και οι ένοπλοι της περιπολούσαν τους διαδρόμους. Εκεί βρίσκονταν υπό κράτηση γύρω στους 15.000 μετανάστες, χωρισμένοι σε οκτώ κελιά ανάλογα με το φύλο τους. Υπήρχε μόνο μια τουαλέτα για κάθε εκατοντάδα ανθρώπους, και ο Καντέ συχνά αναγκάζονταν να ουρεί σε ένα μπουκάλι νερού ή να αφοδεύει στα ντους. Οι μετανάστες κοιμόντουσαν σε λεπτά στρώματα γεμάτα ψείρες και ψύλλους, τα οποία δεν επαρκούσαν για όλους, γι’ αυτό και χωρίζονταν σε ζευγάρια και ξάπλωναν σε βάρδιες: ένας την ημέρα, ένας τη νύχτα. Κρατούμενοι τσακώνονταν για το ποιος θα κοιμηθεί στα ντους, το μόνο μέρος με εξαερισμό. Δύο φορές την ημέρα, οδηγούνταν στοιχισμένοι σε μια μονή σειρά, προς την αυλή, όπου τους απαγορεύονταν να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό ή να μιλήσουν μεταξύ τους καθώς περπατούσαν. Οι φύλακες, σαν να φρουρούν ζώα σε ζωολογικό κήπο, τοποθετούσαν στο έδαφος πιάτα με φαγητό και οι μετανάστες συγκεντρώνονταν γύρω τους σε κύκλους για να φάνε.
Διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν καταγράψει σειρά παραβιάσεων στις φυλακές της Λιβύης: κρατούμενοι βασανίζονται με ηλεκτροσόκ, παιδιά βιάζονται από φρουρούς, οικογένειες εκβιάζονται για λύτρα, άντρες και γυναίκες πωλούνται για καταναγκαστική εργασία
Οι φύλακες ήταν βάναυσοι, και χτυπούσαν τους κρατούμενους που δεν ήταν υπάκουοι στις εντολές με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους: φτυάρια, λάστιχα νερού, καλώδια, κλαδιά δέντρων. «Έδερναν τον οποιονδήποτε χωρίς απολύτως κανένα λόγο», μου είπε ο Τοκάμ Μάρτιν Λούθερ, ένας ηλικιωμένος άνδρας από το Καμερούν, που κοιμόταν στο διπλανό στρώμα από τον Καντέ. Οι κρατούμενοι υποψιάζονταν ότι οι φρουροί πετούσαν όσους πέθαιναν κοντά σε έναν σωρό από μπάζα και τούβλα πίσω από τους τοίχους της φυλακής.
Οι φύλακες προσέφεραν στους μετανάστες την ελευθερία τους με αντάλλαγμα 2.500 λιβυκά δηνάρια, δηλαδή περίπου 500 δολάρια. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, περπατούσαν γύρω από τους κρατούμενους με ένα κινητό τηλέφωνο, επιτρέποντας σε όσους είχαν χρήματα να πληρώσουν για να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους. Όμως η οικογένεια του Καντέ δεν θα μπορούσε ποτέ να πληρώσει τόσα λύτρα. Ο Λούθερ μου είπε: «Αν δεν έχεις κανέναν να καλέσεις, απλώς κάθεσαι κάτω».
Η αντιμεταναστευτική στροφή της ΕΕ
Τα τελευταία έξι χρόνια, η ΕΕ, γνωρίζοντας το οικονομικό και πολιτικό κόστος που έχει η υποδοχή μεταναστών από την υποσαχάρια Αφρική, δημιούργησε ένα πολύπλοκο σύστημα μεταναστευτικής πολιτικής, το οποίο σταματά τους μετανάστες πριν προλάβουν να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές. Η ΕΕ έχει εξοπλίσει και εκπαιδεύσει την λιβυκή ακτοφυλακή, μια οιονεί στρατιωτική οργάνωση, με σκοπό να περιπολεί τη Μεσόγειο, σαμποτάροντας τις ανθρωπιστικές διασωστικές επιχειρήσεις και συλλαμβάνοντας μετανάστες. Οι μετανάστες στη συνέχεια κρατούνται επ’ αόριστον σε ένα δίκτυο φυλακών που διοικείται από πολιτοφυλακές της χώρας, οι οποίες βγάζουν χρήματα από τον εγκλεισμό όσων προσπάθησαν να φτάσουν στην Ευρώπη.
«Υπήρχε ένας τύπος στην πτέρυγά μου που τον χτυπούσαν με ένα όπλο στο κεφάλι, μέχρι που λιποθύμησε και άρχισε να τρέμει. Δεν κάλεσαν ασθενοφόρο να τον πάρει εκείνο το βράδυ, ανέπνεε ακόμα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν ξέρω τι απέγινε»
Κρατούμενος στο Αλ Μαμπάνι προς τη Διεθνή Αμνηστία
Τους πρώτους επτά μήνες του 2021, περίπου 6.000 μετανάστες φυλακίστηκαν, οι περισσότεροι στο Αλ Μαμπάνι. Διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν καταγράψει σειρά παραβιάσεων: κρατούμενοι βασανίζονται με ηλεκτροσόκ, παιδιά βιάζονται από φρουρούς, οικογένειες εκβιάζονται για λύτρα, άντρες και γυναίκες πωλούνται για καταναγκαστική εργασία. «Η ΕΕ έκανε κάτι που είχαν μελετήσει και οργανώσει πολύ προσεκτικά για πολλά χρόνια», μου είπε ο Σαλάχ Μαργκάνι, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Λιβύης από το 2012 έως το 2014. «Έφτιαξε μια κόλαση στη Λιβύη για να αποτρέψει τους ανθρώπους να κατευθυνθούν προς την Ευρώπη».
Τρεις εβδομάδες μετά την άφιξη του Καντέ στο Αλ Μαμπάνι, μια ομάδα κρατουμένων έφτιαξε ένα σχέδιο διαφυγής. Ο Μούσα Καρουμά, ένας μετανάστης από την Ακτή Ελεφαντοστού, και μερικοί ακόμα αφόδευσαν σε έναν κάδο σκουπιδιών και τον άφησαν στη γωνία του κελιού για δύο ημέρες, μέχρι που η δυσοσμία έγινε αφόρητη. «Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε φυλακή», μου είπε ο Καρουμά. «Ήμουν τρομοκρατημένος». Όταν οι φρουροί άνοιξαν τις πόρτες των κελιών, 19 μετανάστες πέρασαν από πάνω τους. Σκαρφάλωσαν στην οροφή ενός μπάνιου, πήδηξαν από έναν μαντρότοιχο σχεδόν πέντε μέτρα και εξαφανίστηκαν σε ένα δαιδαλώδες σοκάκι που τους έβγαλε από τη φυλακή.
Γι’ αυτούς που έμειναν πίσω, οι συνέπειες ήταν αιματηρές. Οι φρουροί κάλεσαν ενισχύσεις που έριξαν τυφλά σφαίρες μέσα στα κελιά και μετά άρχισαν να χτυπούν τους κρατούμενους. Ένας μετανάστης είπε αργότερα στη Διεθνή Αμνηστία: «Υπήρχε ένας τύπος στην πτέρυγά μου που τον χτυπούσαν με ένα όπλο στο κεφάλι, μέχρι που λιποθύμησε και άρχισε να τρέμει. Δεν κάλεσαν ασθενοφόρο να τον πάρει εκείνο το βράδυ, ανέπνεε ακόμα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν ξέρω τι απέγινε. Δεν ξέρω τι είχε κάνει».
Τις επόμενες εβδομάδες, ο Καντέ προσπάθησε να μείνει μακριά από φασαρίες και έμεινε προσκολλημένος σε μια ελπιδοφόρα φήμη που είχε ακούσει, ότι οι φρουροί σχεδίαζαν να απελευθερώσουν τους μετανάστες στο κελί του προς τιμήν του Ραμαζανιού, το οποίο διαρκεί εννέα εβδομάδες. «Ο Θεός είναι θαυματουργός», έγραψε ο Λούθερ στο ημερολόγιο που κρατούσε. «Μακάρι η χάρη του να συνεχίσει να προστατεύει όλους τους μετανάστες σε όλο τον κόσμο και ειδικά εκείνους στη Λιβύη».
Αυτό που στην συνέχεια ονομάστηκε μεταναστευτική κρίση ξεκίνησε γύρω στο 2010, όταν μετανάστες που έτρεξαν να γλιτώσουν από τους πολέμους της Μέσης Ανατολής, τις εξεγέρσεις στην υποσαχάρια Αφρική και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής άρχισαν να κατακλύζουν την Ευρώπη. Στα επόμενα 50 χρόνια, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι οι ξηρασίες, οι κακές σοδειές και η ερημοποίηση θα εκτοπίσουν άλλα 150 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως από τον παγκόσμιο Νότο, γεγονός που θα αυξήσει την μετανάστευση στην Ευρώπη. Στο αποκορύφωμα της κρίσης, το 2015, ένα εκατομμύριο μετανάστες έφτασαν στην Ευρώπη από την Μέση Ανατολή και την Αφρική μέσα σε έναν χρόνο.
Η πρώτη μεγάλη τραγωδία συνέβη το 2013, όταν μια βάρκα με περισσότερους από 500 μετανάστες από την Ερυθραία έπιασε φωτιά και βυθίστηκε στη Μεσόγειο, λιγότερο από ενάμιση χιλιόμετρο μακριά από την Ιταλία, με αποτέλεσμα να χαθούν 360 ζωές. Αρχικά το κυρίαρχο ένστικτο στην Ευρώπη ήταν η συμπόνια. «Θα τα καταφέρουμε» είπε η Άνγκελα Μέρκελ, η Γερμανίδα καγκελάριος, υποσχόμενη μια ανεκτική προσέγγιση στη μετανάστευση, κάτι που της χάρισε τον τίτλο του Προσώπου της Χρονιάς στο TIME το 2015.
Οι ακτές της Ιταλίας απέχουν μόλις 160 χιλιόμετρα από τη Βόρεια Αφρική. Στις αρχές του 2014, ο 39χρονος Ματέο Ρέντσι έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας. Η πρόβλεψη για τον Ρέντσι, έναν φωτογενή κεντρώο φιλελεύθερο κατά το μοντέλο του Μπιλ Κλίντον, ήταν ότι θα κυριαρχούσε στην πολιτική της χώρας για την επόμενη δεκαετία. Όπως και η Μέρκελ, καλωσόρισε τους μετανάστες, λέγοντας πως «όταν η Ευρώπη κλείνει τα μάτια στους νεκρούς, δεν αξίζει να λέγεται πολιτισμένη Ευρώπη». Υποστήριξε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα έρευνας και διάσωσης, την Επιχείρηση Mare Nostrum, ή η «Θάλασσά Μας», που φρόντιζε για την ασφαλή διέλευση περίπου 150.000 μεταναστών και τους πρόσφερε νομική βοήθεια για αίτημα ασύλου. Σύμφωνα με την Έμμα Μπονίνο, την πρώην Ευρωπαία Επίτροπο για ανθρωπιστικές υποθέσεις, το 2014 η κυβέρνηση του Ρέντσι προσφέρθηκε να δεχτεί κάθε μετανάστη που ερχόταν από τη Λιβύη.
«Πρέπει να απελευθερωθούμε από το αίσθημα της ενοχής. Δεν έχουμε το ηθικό καθήκον να καλωσορίσουμε στην Ιταλία ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη θέση από εμάς»
Ματέο Ρέντσι, πρωθυπουργός της Ιταλίας
Καθώς οι αριθμοί συνέχισαν να αυξάνονται, η αμφιθυμία στην Ευρώπη μετατράπηκε σε απειθαρχία. Οι μετανάστες ήρθαν με απαιτήσεις για ιατρική περίθαλψη, θέσεις εργασίας και εκπαίδευση, φτάνοντας το σύστημα στα όριά του. «Εμείς στη φιλελεύθερη Δύση βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο αίνιγμα», μου είπε ο Τζέιμς Χόλιφιλντ, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών. «Οι χώρες πρέπει να βρουν έναν τρόπο να διασφαλίσουν τα σύνορά τους χωρίς να υπονομέσουν το κοινωνικό συμβόλαιο και το ίδιο το φιλελεύθερο κράτος». Εθνικιστικά πολιτικά κόμματα όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο (Front National) άρχισαν να εκμεταλλεύονται την κατάσταση για να προωθήσουν την ξενοφοβία. Το 2015, άντρες από τη Βόρεια Αφρική επιτέθηκαν σε νεαρές γυναίκες στην Κολωνία της Γερμανίας, τροφοδοτώντας την κινδυνολογία γύρω από τους μενατάστες· τον επόμενο χρόνο, ένας αιτών άσυλο από την Τυνησία έριξε ένα φορτηγό σε μια χριστουγεννιάτικη αγορά στο Βερολίνο σκοτώνοντας 12 πολίτες.
Η αρχική επιχείρηση Mare Nostrum του Ρέντσι είχε κοστίσει περίπου 115 εκατομμύρια ευρώ. Για την Ιταλία, η οποία πάλευε να αποτρέψει την τρίτη ύφεση σε έξι χρόνια, το εγχείρημα ήταν μη βιώσιμο. Οι προσπάθειες της Ιταλίας και της Ελλάδας για μετεγκατάσταση των προσφύγων απέβησαν άκαρπες: η Πολωνία και η Ουγγαρία, έχοντας και οι δύο ακροδεξιούς ηγέτες, δεν δέχτηκαν κανένα μετανάστη. Αυστριακοί αξιωματούχοι μιλούσαν για την κατασκευή τείχους στα σύνορα με την Ιταλία. Οι ακροδεξιοί πολιτικοί της Ιταλίας χλεύασαν και κατήγγειλαν τον Ρέντσι, με αποτέλεσμα την εκτόξευση των ποσοστών τους στις δημοσκοπήσεις. Τον Δεκέμβριο του 2016, ο Ρέντσι παραιτήθηκε και το κόμμα του τελικά πήρε πίσω τις πολιτικές δεσμεύσεις του. Με τη σειρά του, και αυτός υπαναχώρησε από την αρχική του γενναιοδωρία. «Πρέπει να απελευθερωθούμε από το αίσθημα της ενοχής», είπε. «Δεν έχουμε το ηθικό καθήκον να καλωσορίσουμε στην Ιταλία ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη θέση από εμάς».
Τα επόμενα χρόνια, η Ευρώπη δοκίμασε μια διαφορετική προσέγγιση με επικεφαλής τον Μάρκο Μινίτι, προστατευόμενο του Ρέντσι, ο οποίος έγινε υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας. Ο Μινίτι, γιος στρατηγού, μίλησε ευθέως για τον λανθασμένο υπολογισμό του Ρέντσι. «Δεν ανταποκριθήκαμε σε δύο συναισθήματα που ήταν πολύ δυνατά», είπε. «Θυμός και φόβος». Με την παρότρυνση του Μινίτι, η Ιταλία σταμάτησε να διεξάγει επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης πέρα από 48 χιλιόμετρα από τις ακτές της. Η ΕΕ άρχισε να μην δέχεται ανθρωπιστικά σκάφη που μετέφεραν διασωθέντες μετανάστες στα λιμάνια της. Η Ιταλία έφτασε να ασκήσει διώξεις εναντίον των καπετάνιων των σκαφών για συμμετοχή σε εμπορία ανθρώπων. Ο Μινίτι σύντομα έγινε γνωστός ως ο «υπουργός του Φόβου».
Το 2015, ο Μινίτι βοήθησε την ΕΕ να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα που ονομάστηκε Καταπιστευματικό Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης για την Αφρική, το οποίο έκτοτε έχει ξοδέψει σχεδόν 5,3 δισ. ευρώ. Οι υποστηρικτές του προγράμματος το παρουσιάζουν ως αναπτυξιακή βοήθεια, επισημαίνοντας την οικονομική υποστήριξη που παρέχει στο Σουδάν για την αντιμετώπιση του κορονοϊού και την εκπαίδευση για πράσινη εργασία στην Γκάνα. Ωστόσο, σημαντικό μέρος του έργου του αφορά την πίεση προς τις αφρικανικές χώρες να υιοθετήσουν αυστηρότερους περιορισμούς στη μετανάστευση και στη χρηματοδότηση των σχετικών μηχανισμών για να σταματήσουν τους μετανάστες πριν φτάσουν στην Ευρώπη. Το πρόγραμμα ουσιαστικά μετακινεί τα σύνορα της Ευρώπης στο βόρειο άκρο της Αφρικής και στρατολογεί αφρικανικές κυβερνήσεις για να τα αστυνομεύουν. Το 2018 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ρώτησαν την Κομισιόν για τις υποτιθέμενες «λίστες αγορών» που έστειλαν αξιωματούχοι από τον Νίγηρα ζητώντας δώρα όπως αυτοκίνητα, αεροπλάνα και ελικόπτερα, ως αντάλλαγμα της υποστήριξής τους για την προώθηση πολιτικών κατά των μεταναστών.
Κονδύλια έχουν διοχετευθεί σε κατασταλτικές κρατικές υπηρεσίες. Στην Αιθιοπία, το πρόγραμμα επέτρεψε στην ΕΕ να κοινοποιήσει τα προσωπικά δεδομένα των υπηκόων της χώρας στη μυστική υπηρεσία πληροφοριών της, η οποία έχει ιστορικό σύλληψης διαδηλωτών και βάναυσης μεταχείρισής τους. Στο Σουδάν τα κονδύλια χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν ένα κέντρο πληροφοριών για την μυστική αστυνομία της χώρας, η οποία με τη σειρά της τα εκμεταλλεύτηκε για να καταπνίξει τοπικές διαδηλώσεις. Τα χρήματα διανέμονται με διακριτικότητα από την εκτελεστική εξουσία της ΕΕ, την Κομισιόν, και δεν υπόκεινται σε έλεγχο από το κοινοβούλιό της. (Ένας εκπρόσωπος του Ταμείου Έκτακτης Ανάγκης μου είπε: «Τα προγράμματά μας σκοπεύουν να σώσουν ζωές, να προστατεύσουν αυτούς που το έχουν ανάγκη και να καταπολεμήσουν την εμπορία ανθρώπων και το λαθρεμπόριο μεταναστών».)
Ο Μινίτι στράφηκε στη Λιβύη ως τον κύριο εταίρο της Ευρώπης στην καταστολή της μετανάστευσης. Το 2011 ο επί χρόνια ισχυρός άνδρας της χώρας Μουαμάρ Καντάφι ανατράπηκε και δολοφονήθηκε. Είχε προηγηθεί η εξέγερση που πυροδοτήθηκε από την Αραβική Άνοιξη με την υποστήριξη των ΗΠΑ· από τότε, η χώρα βρισκόταν υπό κατάρρευση. To 2017, ο Μινίτι ταξίδεψε στην Τρίπολη και έκλεισε συμφωνίες με τη νέα κυβέρνηση της χώρας και τις πιο ισχυρές πολιτοφυλακές της. Η ΕΕ, η Ιταλία και η Λιβύη υπέγραψαν ένα μνημόνιο κατανόησης που επιβεβαιώνει «την ανένδοτη αποφασιστικότητα να συνεργαστούν ώστε να βρεθούν επείγουσες λύσεις σχετικά με το πρόβλημα των παράτυπων μεταναστών που διασχίζουν τη Λιβύη για να φτάσουν στην Ευρώπη μέσω της θάλασσας». Τα τελευταία έξι χρόνια το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης έχει διοχετεύσει περίπου μισό δισεκατομμύριο ευρώ στις επιχειρήσεις της Λιβύης να καταπνίξουν τη μετανάστευση. Ο Μαργκάνι μου είπε ότι ο στόχος του προγράμματος είναι ξεκάθαρος: «Κάντε τη Λιβύη να φανεί ο κακός. Κάντε τη Λιβύη τον αποδιοπομπαίο τράγο για τις πολιτικές της, ενώ οι καλοί άνθρωποι της Ευρώπης λένε ότι προσφέρουν χρήματα για να βοηθήσουν αυτό το απαίσιο σύστημα να γίνει ασφαλέστερο».
Ο Μινίτι λέει ότι ο φόβος της Ευρώπης για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση είναι ένα «δίκαιο συναίσθημα, το οποίο η δημοκρατία πρέπει να αφουγκραστεί». Οι πολιτικές του έχουν ως αποτέλεσμα την ακραία πτώση της άφιξης των μεταναστών. Στο πρώτο εξάμηνο αυτού του έτους λιγότεροι από 29.000 άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη από τη Μεσόγειο. Ο Μινίτι είπε στον τύπο το 2017: «Αυτό που έκανε η Ιταλία στη Λιβύη είναι ένα μοντέλο για την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών χωρίς να δημιουργηθούν σύνορα ή συρματοπλέγματα» (Ο Μινίτι έκτοτε έχει αποχωρήσει από την κυβέρνηση και τώρα είναι ο επικεφαλής του Med-Or Foundation, μιας δεξαμενής σκέψης στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Ο ίδιος αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας). Η ιταλική Δεξιά, η οποία βοήθησε να ανατραπεί ο Ρέντσι, επικρότησε το έργο του Μινίτι. «Όταν προτείναμε τέτοια μέτρα, χαρακτηριστήκαμε ως ρατσιστές», είπε ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης του εθνικιστικού κόμματος της Ιταλίας Λέγκα του Βορρά. «Τώρα, επιτέλους, όλοι φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι είχαμε δίκιο».
Απόδοση στα ελληνικά: Κωνσταντίνα Μαλτεπιώτη και Μύριαμ Πατρού.