Μια αρχική εκδοχή του ρεπορτάζ του Ιάσονα Αθανασιάδη δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο Balkan Insight στο πλαίσιο της υποτροφίας Fellowship for Journalistic Excellence. Τη δημοσιογραφική ευθύνη για την ελληνική εκδοχή του ρεπορτάζ φέρει το Reporters United.
Editor: Χριστόφορος Κάσδαγλης
Όταν ήταν 18 ετών, ο Βασίλης Μάγγος έσπασε τα τοπικά γραφεία της Χρυσής Αυγής. Καταδικάστηκε από δικαστήριο του Βόλου, αλλά καθώς η εξάμηνη καταδίκη τού επιβλήθηκε με αναστολή, γλίτωσε τη φυλάκιση. Επτά χρόνια αργότερα, στις 14 Ιουνίου 2020, ο Μάγγος θα βρισκόταν ξανά σε περιπέτειες με τον νόμο. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε ετυμηγορία: η ποινή εκτελέστηκε άμεσα, στις πύλες των δικαστηρίων του Βόλου.
Ο Μάγγος κλωτσήθηκε, χτυπήθηκε με γκλομπ και μεταφέρθηκε δια της βίας στο αστυνομικό τμήμα αφότου είχε ορμήσει σε ομάδα αστυνομικών κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας έξω από τα δικαστήρια. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες και πήγε στο νοσοκομείο όπου διαγνώστηκε με έξι κατάγματα πλευρών και θλάσεις στο συκώτι και τη χοληδόχο κύστη. Τέσσερις μέρες αργότερα, τον έστειλαν σπίτι ζαλισμένο από τα παυσίπονα.
Αναρρώνοντας στο πατρικό του, ο 26χρονος διερευνούσε το ενδεχόμενο να μηνύσει την αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι διαμαρτυρόταν για τη σύλληψη φίλων του, ενώ η κυβέρνηση κάλυψε την αστυνομία δηλώνοντας πως ο Μάγγος –γνωστός στις αρχές ως ενεργός αναρχικός– είχε συμπεριφερθεί απειλητικά. Γίνεται πάντως φανερό πως η καταστολή που εφαρμόστηκε σε βάρος του Μάγγου έγινε πιο βίαια και εκτεταμένα λόγω της αναγνωρισιμότητάς του στην κοινωνία του Βόλου. Όμως αυτή τη φορά ο Μάγγος διέθετε αποδεικτικά στοιχεία: μερικοί διαδηλωτές είχαν καταγράψει στα κινητά τους τον ξυλοδαρμό του.
Αργότερα ήρθε σε επαφή με τοπική ομάδα ακτιβιστών που σχεδίαζαν μια δική τους προσφυγή κατά της τοπικής αστυνομίας, διαμαρτυρόμενοι για την καταστολή σε βάρος άλλης διαδήλωσης. Σε αναρτήσεις του στο Facebook εξηγούσε ότι ήρθε αντιμέτωπος με τους αστυνομικούς επειδή ήταν θυμωμένος για τα οικολογικά ζητήματα του Βόλου, αλλά και για τη βία που άσκησε η αστυνομία. Υποστήριξε πως οι αστυνομικοί τον άφησαν να φύγει μόνο όταν συνειδητοποίησαν πως θα χρειαζόταν άμεση νοσοκομειακή περίθαλψη. «Τους άκουσα να λένε πως θα ήταν υποχρεωμένοι να με μεταφέρουν στο νοσοκομείο αν με κρατούσαν παραπάνω», έγραψε. «Δύο μήνες ανάρρωσης τώρα, και ποιος ξέρει πόσα χρόνια ακόμα θα περάσουν μέχρι να μου αποδοθεί δικαιοσύνη».
«Χωρίς να το λέμε ως σχήμα λόγου, πιστεύουμε πως ο Βασίλης πέθανε ένα μήνα μετά τη δολοφονία του»
Γιάννης Μάγγος, πατέρας του Βασίλη Μάγγου
Δεκαοκτώ μήνες έχουν μεσολαβήσει από τότε, και η δικαιοσύνη ακόμη φαντάζει μακρινή. Η έρευνα για την επίθεση έχει κολλήσει, και όποια δικαίωση κι αν υπάρξει θα είναι πολύ αργά για τον ίδιο τον Μάγγο, ο οποίος πέθανε ένα μήνα μετά τη συμπλοκή του με τους αστυνομικούς, από υπερβολική δόση ενός συνδυασμού ηρωίνης και συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η αναφορά τού εισαγγελέα Βόλου αποφάνθηκε πως ο θάνατος δεν συνδεόταν με τα τραύματα. Ωστόσο, η οικογένειά του πιστεύει ότι έκανε χρήση ναρκωτικών προκειμένου να διαχειριστεί τις συνέπειες της κακοποίησης, και θεωρεί την αστυνομία εν μέρει υπεύθυνη για τον θάνατό του. «Χωρίς να το λέμε ως σχήμα λόγου, πιστεύουμε πως ο Βασίλης πέθανε ένα μήνα μετά τη δολοφονία του», δήλωσε στο Balkan Investigative Reporting Network (BIRN) ο πατέρας του, Γιάννης.
Το 2020, ο αρμόδιος για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα Συνήγορος του Πολίτη έλαβε περίπου 18.500 καταγγελίες εναντίον της αστυνομίας: τον υψηλότερο αριθμό στην 25ετή ιστορία του θεσμού. Το κείμενο που διαβάζετε αφηγείται την ιστορία μιας από αυτές τις καταγγελίες. Παρουσιάζει την εικόνα ενός αστυνομικού σώματος που διακατέχεται από υπερβάλλοντα ζήλο και κατορθώνει να συνδυάσει καταχρήσεις εξουσίας με ελάχιστο κίνδυνο λογοδοσίας. Εξετάζει επίσης την εμπειρία ενηλικίωσης σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου η διαφορετικότητα ή η κόντρα με το κοινωνικά αποδεκτό μπορούν να οδηγήσουν από την απομόνωση μέχρι και στον θάνατο.
Τα πραγματικά περιστατικά
Ο Βασίλης Μάγγος είχε αποκτήσει τις αντιφασιστικές του περγαμηνές ως έφηβος, με την επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Όταν μεγάλωσε αγωνίστηκε για περιβαλλοντικά αιτήματα που υιοθετούσε το αναρχικό κίνημα. Οι αναρχικοί του Βόλου έχουν οργανώσει διαμαρτυρίες εναντίον των ρυπογόνων εργοστασίων της πόλης, των επίσημων σχεδίων εκτροπής μιας ορεινής πηγής και των εταιρικών σχημάτων που αποσκοπούσαν στην κατασκευή αιολικών πάρκων στην περιοχή –που επιβλήθηκαν, σύμφωνα με τους κατοίκους, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δικές τους ανησυχίες.
Στις 13 Ιουνίου 2020, ο Βασίλης ενώθηκε με 5.000 ανθρώπους σε μια διαμαρτυρία εναντίον του σχεδίου μιας νέας μονάδας να μετατρέπει εμπορικά απόβλητα σε καύσιμα για το εργοστάσιο τσιμέντου που δεσπόζει στις ανατολικές παρυφές της πόλης. Τα στερεά ανακτηθέντα καύσιμα, ή SRF (solid recovered fuel), παράγονται από επεξεργασμένα απόβλητα χαρτιού, υφάσματος και πλαστικού, και χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στην παραγωγή ενέργειας ανά τον κόσμο.
Προωθούνται ως μια φιλικότερη προς το περιβάλλον εναλλακτική σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα, καθώς διαθέτουν το πλεονέκτημα πως μειώνουν ταυτοχρόνως την ποσότητα απορριμμάτων που καταλήγουν στις χωματερές. Στον Βόλο όμως πολλοί φοβούνται πως η σχεδιαζόμενη μονάδα SRF θα παρακάμψει τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και θα επιδεινώσει την ατμοσφαιρική ρύπανση.
«Δεν κρύβεται ότι πάτε για καύση σκουπιδιών, αυτή είναι η πραγματικότητα πίσω από τη σούπα των αρχικών SRF, RDF κ.λπ. Πρόκειται για πρωτόγονη καύση!», είχε πει στη Βουλή ο γραμματέας του ΜέΡΑ25 Γιάνης Βαρουφάκης τον Δεκέμβριο του 2021.
Η ιστορική μονάδα τσιμέντου της πόλης, Ηρακλής, ιδιοκτησίας σήμερα της ελβετικής κοινοπραξίας Lafarge, συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων τέτοιου είδους μονάδων στην Ευρώπη. Μια αναφορά του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος του 2011, διεθνώς γνωστού ως European Environment Agency (EEA), την κατέταξε ως τη δέκατη χειρότερη βιομηχανική τοποθεσία στην Ελλάδα με κριτήριο τις επιπτώσεις στην ατμοσφαιρική ρύπανση και τη δημόσια υγεία.
Στη διαδήλωση της 13ης Ιουνίου, ο Βασίλης είχε ενταχθεί στο μπλοκ μιας ομάδας υποστηρικτών της Νίκης Βόλου οι οποίοι είχαν καθήκοντα περιφρούρησης. Οι διαδηλωτές –μείγμα ακτιβιστών, φοιτητών, και οικογενειών με παιδιά– προχώρησαν προς τις πύλες του εργοστασίου τσιμέντου, κραδαίνοντας συμβολικά φέρετρα και πλακάτ. «Αν το κλίμα ήταν τράπεζα,» έγραφε ένα, «τότε η κυβέρνηση θα το είχε σώσει».
Η άφιξη μιας διμοιρίας ΜΑΤ από τη Θεσσαλονίκη για τη διαδήλωση είχε δημιουργήσει ένταση. «Όταν έρχονται ξένες διμοιρίες δεν υπάρχει πλέον αυτό το “γνωριζόμαστε”», εξηγεί ο Τάκης Πολίτης, καθηγητής Πληροφορικής στην Εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και κοινωνικός ακτιβιστής. «Ενώ ο Βολιώτης μπάτσος μπορεί να έχει τον φόβο του, ξέρουνε οι άνθρωποι πού μένει, τον ξέρουνε με το μικρό του».
Μάρτυρες ανέφεραν πως είδαν διαδηλωτές να κείτονται στην άσφαλτο εξουθενωμένοι από τα δακρυγόνα ή να βουτούν στη θάλασσα για να τα αποφύγουν.
Οι ακτιβιστές και η αστυνομία δίνουν αντιφατικές εκδοχές σχετικά με το χάος που επικράτησε καθώς η διαδήλωση διαλυόταν, γύρω στις 9 το βράδυ. Σύμφωνα με δελτίο Τύπου της τοπικής ένωσης αστυνομικών, μια ομάδα διαδηλωτών που φορούσαν κουκούλες «αναζητούσε αίμα αστυνομικών», αφήνοντας τουλάχιστον δύο με τραύματα στο κεφάλι. Οι ακτιβιστές υποστήριξαν πως η αστυνομία τούς επιτέθηκε με δακρυγόνα και χειροβομβίδες κρότου-λάμψης καθώς πλησίαζαν το εργοστάσιο τσιμέντου με ένα μεγάλο πανό.
Η αστυνομία κατέληξε να κυνηγά ομάδες διαδηλωτών κατά μήκος δύο χιλιομέτρων εθνικής οδού, μέχρι τις πύλες του νοσοκομείου της πόλης. Μάρτυρες ανέφεραν πως είδαν διαδηλωτές να κείτονται στην άσφαλτο εξουθενωμένοι από τα δακρυγόνα ή να βουτούν στη θάλασσα για να τα αποφύγουν.
Πάντως, η πόλη δεν συντάσσεται καθολικά με τους οικολόγους ακτιβιστές. Ένας νεοδημοκράτης βουλευτής από τον Βόλο τους περιέγραψε ως «κουκουλοφόρους χούλιγκαν που δρούσαν στο περιθώριο της παρανομίας». Ο βουλευτής, που μας μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας, υποστηρίζει πως οι διαδηλωτές έχουν άδικο που στοχοποιούν το εργοστάσιο τσιμέντου. «Αν η Lafarge εγκαταλείψει την τωρινή της τοποθεσία θα φύγει μια και καλή για τη Βουλγαρία, παίρνοντας μαζί της τις θέσεις εργασίας που έχει δημιουργήσει».
Όλα βιντεοσκοπημένα
Την επόμενη μέρα, η αναταραχή στη διάρκεια της διαδήλωσης κυριαρχούσε ως θέμα συζήτησης. Ενώ πολλοι Βολιώτες ήταν στις παραλίες, μια μικρή εκδήλωση διαμαρτυρίας είχε κιόλας σχηματιστεί το μεσημέρι έξω από τα δικαστήρια, όπου θα προσάγονταν οι συλληφθέντες διαδηλωτές της προηγούμενης μέρας. Οι αλληλέγγυοι παρέμεναν στη δική τους πλευρά του δρόμου, έχοντας απέναντί τους κλούβες σταθμευμένες. Η ατμόσφαιρα ήταν εχθρική. Οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν, σύμφωνα με καταγγελίες, τα μεγάφωνά τους για να φωνάξουν προσβλητικά ποιήματα και σχόλια για τις γυναίκες που βρίσκονταν στο πλήθος. Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα εναντίον της αστυνομίας, δημιουργώντας ομοιοκαταληξίες με τις λέξεις «αλήτες» και «ασφαλίτες».
Ο Βασίλης Μάγγος δεν συμμετείχε στη συγκεκριμένη διαμαρτυρία. Αλλά καθώς ζούσε ένα δρόμο παρακάτω, έτυχε να περνάει με το μηχανάκι του καθώς οι κρατούμενοι οδηγούνταν έξω από τα δικαστήρια. Αναγνωρίζοντας έναν από αυτούς, άφησε το παπάκι του και έτρεξε προς τους αστυνομικούς φωνάζοντας: «Τι του κάνετε;». Ένα βίντεο που τράβηξε διαδηλωτής με το κινητό του και ανέβηκε στο YouTube δείχνει πώς αντέδρασαν οι αστυνομικοί.
Ένας από αυτούς, ντυμένος με σκούρα ρούχα, στρέφεται στα αριστερά της εικόνας, με το χέρι τεντωμένο και παίρνοντας αμυντική στάση. Ο Βασίλης είναι εκτός του πλάνου, αλλά η σκιά του γίνεται ορατή στην άσφαλτο καθώς πλησιάζει τους αστυνομικούς. Το χέρι του εμφανίζεται στην άκρη της οθόνης για μερικά καρέ, κινούμενο καθοδικά προς το χέρι του ασφαλίτη. Άλλος μαυροντυμένος αστυνομικός τρέχει προς το μέρος του ακολουθούμενος από μια ομάδα MAT. Η κάμερα απότομα γυρνάει, δείχνοντας δύο αστυνομικούς να ξυλοκοπούν τον Βασίλειο που κείτεται στη γη. Ένας από τους αστυνομικούς χρησιμοποιεί γκλομπ, ενώ ένας άλλος κλωτσά τον Βασίλειο, που υψώνει τα χέρια του για να προστατέψει το κεφάλι του. Ένας τρίτος αστυνομικός των ΜΑΤ του χώνει μια κλωτσιά κι ένας τέταρτος επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση. Οι συνάδελφοί τους αναπτύσσονται στον χώρο μεταξύ του ξυλοδαρμού και των διαμαρτυρόμενων.
Ακούγονται σοκαρισμένες κραυγές από το πλήθος. «Αφήστε τον!» φωνάζει κάποιος· «Τι κάνετε, ρε σκουλήκια;» φωνάζει κάποιος άλλος. Οι αστυνομικοί πυροδοτούν χειροβομβίδες κρότου-λάμψης και η κάμερα καταγράφει τους διαδηλωτές να φεύγουν τρέχοντας, καταδιωκόμενοι.
«Ήταν το πιο ακραίο πράγμα που έχω δει ποτέ,» είπε η Σ., παιδική φίλη του Βασίλη και μέλος του αναρχικού χώρου της πόλης, η οποία μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Οι αστυνομικοί μάς κυνήγησαν για δύο τετράγωνα, πέρα από μια ταβέρνα της οποίας οι θαμώνες κάθονταν και μας έβλεπαν σοκαρισμένοι».
«Ήταν ένας λάθος χειρισμός της υπόθεσης από την Αστυνομία και εάν ήταν παρών ένας αξιωματικός δεν θα είχε συμβεί όλο αυτό» μας είπε αστυνομικός του Βόλου που γνωρίζει τους εμπλεκόμενους. «Οι αστυνομικοί ήταν κουρασμένοι από τα επεισόδια της προηγούμενης ημέρας, τον έριξαν κάτω, έπεσαν γκλομπιές και κλωτσιές που δεν έπρεπε να πέσουν. Να τιμωρηθούν γι’αυτό που έκαναν με μια τιμωρία που αρμόζει».
Το βίντεο συνεχίζεται από μια δεύτερη κάμερα, δείχνοντας την κατάληξή της επίθεσης μπροστά στα δικαστήρια από άλλη οπτική γωνία: ο Βασίλης είναι γονατιστός στο δρόμο με τρεις αστυνομικούς να στέκονται από πάνω του, ενώ οι διαδηλωτές σκορπίζουν. Αργότερα ο Βασίλης είπε στην Σ. πως τα πλευρά του ήταν ήδη σπασμένα. Δεμένος με χειροπέδες και τσακισμένος από τον πόνο, επαναλάμβανε στους αστυνομικούς ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Τον απομάκρυναν μέσα σε ένα μαύρο όχημα. Περίπου δύο ώρες αργότερα, κάποιοι γνωστοί του που έφερναν φαγητό για κρατούμενους φίλους τους τον εντόπισαν στον δρόμο έξω από την Αστυνομική Διεύθυνση Μαγνησίας. Βοήθησαν τον ολοφάνερα τραυματισμένο Βασίλη να φτάσει σπίτι του, από όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Είπε στον πατέρα και στους φίλους του πως οι αστυνομικοί τον έδειραν κι άλλο και τον βασάνισαν πριν τον αφήσουν να φύγει. Τον είχαν κρατήσει, είχε πει, για μικρό χρονικό διάστημα σε ένα κελί, τον αποκαλούσαν «πούστη» και τον κορόιδευαν όποτε προσπαθούσε να πιει από το νερό που έσταζε από έναν χαλασμένο ψύκτη.
Μετά από μια ώρα υπό κράτηση αφέθηκε ελεύθερος χωρίς κατηγορίες, «ερείπιο, σαν σκυλί δαρμένο» όπως αναφέρει ο Γιάννης Χατζηγιάννης, αριστερός ακτιβιστής και μέλος του τροτσκιστικού-κομμουνιστικού Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος (ΕΕΚ). Στο βιβλίο Αδικημάτων-Συμβάντων του αστυνομικού τμήματος αναφέρεται πως ο Βασίλης Μάγγος είχε κρατηθεί με την υποψία διάπραξης εγκλήματος. Ως στοιχεία για την κράτηση, το μητρώο ανέφερε τις δραστηριότητές του σε «διάφορες συλλογικότητες» και την «εν γένει παραβατική συμπεριφορά του». Το μητρώο έλεγε πως ακινητοποιήθηκε με τη χρήση όσης βίας ήταν «απολύτως αναγκαία».
Μετατραυματικό στρες
Στο νοσοκομείο ο Βασίλης θα λάμβανε ισχυρά αναλγητικά για τα τραύματα στα πλευρά του και σε εσωτερικά όργανα. «Είχαν περάσει χρόνια αφότου τον είχα ξαναδεί τόσο ξεψυχισμένο», λέει ο πατέρας του. «Ήταν σαν να είχαν προσπαθήσει να τον εξοντώσουν!». Κατά την ανάρρωσή του στο σπίτι, ο Βασίλης εγγράφηκε ως δικαιούχος επιδομάτων αναπηρίας και έβγαινε σε ήρεμες εξόδους. Οι βόλτες με τη μηχανή τού έφερναν μια καλοδεχούμενη αλλαγή παραστάσεων, αλλά έπρεπε να πηγαίνει αργά – οι κραδασμοί του οχήματος ήταν αβάσταχτοι αν πήγαινε γρηγορότερα από 20 χιλιόμετρα την ώρα. Η Σ., που τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά εκείνη την περίοδο, θυμάται να της υπενθυμίζει να μην αστειεύεται -το να γελά τού ήταν υπερβολικά επώδυνο.
Αμέσως μετά, η Ασφάλεια προσπάθησε «με νόμιμες και μη-νόμιμες μεθόδους (όχι πάντα με ένταλμα)» να ταυτοποιήσει άτομα που είχαν συμμετάσχει στη διαδήλωση, ιδίως από την περιοχή της Νέας Ιωνίας, θυμάται ο Χατζηγιάννης. «Γι’ αυτό φτιάξαμε μια ομάδα συντονισμού, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι η Αστυνομία ψάχνει κόσμο. Σκεφτήκαμε ότι εάν η Αστυνομία ψάξει εμένα, εγώ ξέρω πού θα πάρω τηλέφωνο».
Ο Βασίλης μιλούσε για την επίθεση με άνεση, αλλά όσοι τον ήξεραν μπορούσαν να διακρίνουν πως η εμπειρία τον είχε καταβάλει ψυχολογικά. «Είχε μετατραυματικό σοκ, τον έπιανε άγχος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί,» είπε η φίλη του Σ.. «Δεν ήταν πλέον ο συνηθισμένος κοινωνικός εαυτός του». Φίλοι του αναφέρουν πως παραπονιόταν ότι επανεμφανίστηκαν και τον ενοχλούσαν διάφορα βαποράκια ναρκωτικών που γνώριζε τον καιρό που ήταν εξαρτημένος· για να τους αποφύγει έφτιαξε καινούργιο προφίλ στο Facebook.
«Ένα από τα ζητήματα της Ασφάλειας, η οποία προσπαθεί να εντάξει ευάλωτους ανθρώπους στις γραμμές της, ήταν και η άρνηση του Βασίλειου να γίνει δικός τους», λέει ο Γιάννης Χατζηγιάννης, ενώ μια παιδική του φίλη υποστηρίζει ότι η Αστυνομία είχε «σίγουρα παρενοχλήσει τον Βασίλη στο παρελθόν και σε εκβιαστικό επίπεδο». «Η Αστυνομία χειρίζεται όλους αυτούς τους ανθρώπους που είναι εξαρτημένοι, και ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτής της ιστορίας είναι ότι το 2013 όλη η Δίωξη Ναρκωτικών του Βόλου είχε ξηλωθεί γιατί πουλάγανε ναρκωτικά» προσθέτει ο Χατζηγιάννης.
Ο πατέρας του Βασίλη του πρότεινε όταν θα γινόταν καλά να πάνε για πεζοπορία στα βουνά, να κάνουν δηλαδή κάτι που αγαπούσαν κι οι δυο τους. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μίλησαν.
Λίγες εβδομάδες μετά την επίθεση, ο Βασίλης στράφηκε στους γιατρούς του για βοήθεια. Καθώς διαγνώστηκε πως έπασχε από κατάθλιψη και μετατραυματικό στρες, του συνταγογράφησαν βενζοδιαζεπίνες, ένα είδος φαρμάκου που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας. Παρότι ευρέως συνταγογραφούμενες και θεωρούμενες ως ασφαλείς για βραχυπρόθεσμη χρήση, η υπερβολική δόση βενζοδιαζεπίνων μπορεί να πυροδοτήσει τον θάνατο, ιδίως όταν καταναλωθούν σε συνδυασμό με ουσίες που καταστέλλουν το νευρικό σύστημα, όπως το αλκοόλ ή τα οπιοειδή. Το βράδυ της Τρίτης, στις 14 Ιουλίου του 2020, ακριβώς ένα μήνα αφότου δέχτηκε την επίθεση της αστυνομίας, ο Βασίλης βρέθηκε νεκρός στο υπνοδωμάτιό του από τη μητέρα του. Η νεκροψία επιβεβαίωσε πως αιτία θανάτου υπήρξε η υπερβολική δόση νόμιμων και παράνομων ουσιών, ανάμεσα τους και ηρωίνη.
Ο Γιάννης Μάγγος έλειπε από το σπίτι όταν πέθανε ο γιος του. Λέει πως ο Βασίλης ήταν ήρεμος και ομιλητικός όταν είχαν επικοινωνήσει τηλεφωνικά την Κυριακή. Όταν όμως μίλησαν ξανά τη Δευτέρα το πρωί, ήταν «σε τραγική κατάσταση: ενοχλημένος, θυμωμένος, αγχωμένος».
Ο πατέρας του τού πρότεινε όταν θα γινόταν καλά να πάνε για πεζοπορία στα βουνά, να κάνουν δηλαδή κάτι που αγαπούσαν κι οι δυο τους –αυτή ήταν η τελευταία φορά που μίλησαν. Η υπερβολική δόση μοιάζει να ήταν αποτέλεσμα ενός τραγικού λάθος υπολογισμού, καθώς ο Βασίλης ανέμιξε συνταγογραφημένα φάρμακα με ένα οπιοειδές για το οποίο το σώμα του είχε απωλέσει την αντοχή του. Δεν υπάρχουν αποδείξεις που να φανερώνουν πως ο Βασίλης σκόπευε να αυτοκτονήσει. Παρότι η διάθεσή του παρουσίαζε μετά την επίθεση διακυμάνσεις, τον διακατείχε ο αγώνας για τη δικαίωσή του. Την εβδομάδα του θανάτου του συνάντησε την Άννυ Παπαρρούσου, μια δικηγόρο γνωστή για την υπεράσπιση θυμάτων αστυνομικής βίας. Η συνάντηση κανονίστηκε από τον Χατζηγιάννη, ο οποίος είχε οργανώσει την ομάδα νομικής βοήθειας.
Η κακοποίηση με άλλο μάτι
Καθώς τα νέα του θανάτου του Βασίλη διαδόθηκαν στους αναρχικούς και αριστερούς κύκλους, ξέσπασε κύμα οργής. Το βίντεο του κινητού τηλεφώνου έξω από τα δικαστήρια το είδαν με νέο φως: οι αστυνομικοί εμπλέκονταν όχι μόνο σε μια επίθεση, αλλά -δυνητικά- σε ένα φόνο. «Άνθρωποι μού έλεγαν πως ακτιβιστές ετοιμάζονταν να συγκεντρωθούν σε όλη την Ελλάδα, ότι γίνονταν προετοιμασίες για να βγουν στους δρόμους», θυμάται ο Γιάννης Μάγγος. Δημοσιοποίησε στα γρήγορα μια δήλωση με την οποία ήλπιζε πως θα εκτονώνονταν οι εντάσεις, όπου ανέφερε ότι η οικογένεια δεν θεωρούσε το κράτος υπεύθυνο για τον θάνατο του γιου τους. «Ο πόνος που αντιμετώπιζα ήταν αβάσταχτος,» είπε ο Γιάννης, «και ο Βασίλης δεν είχε ταφεί ακόμα».
Σήμερα ωστόσο, η οικογένεια Μάγγου πιστεύει και υποστηρίζει δημοσίως ότι οι ενέργειες του κράτους συνέβαλαν στον θάνατο του γιου τους. Πιστεύουν πως στράφηκε στην ηρωίνη για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κακοποίησης. «Ο Βασίλης δεν πέθανε άμεσα από τα χτυπήματα, αλλά το περιστατικό τον τραυμάτισε ψυχικά και τον οδήγησε σε ένα αυτοκαταστροφικό μονοπάτι», λέει κοφτά ο πατέρας του. «Αν δεν είχε χτυπηθεί και βασανιστεί, σήμερα ακόμη θα ζούσε. Μπορεί να μην τον πυροβόλησαν στην καρδιά, αλλά σίγουρα κατέστρεψαν την ψυχή του».
«Τον εκμηδένισαν, τον αποκόψανε από το κοινωνικό σύνολο, ένιωσε τόσο μόνος, τόσο απελπισμένος και… έγινε ότι έγινε» λέει ο Θανάσης Παπαδάκης, πρώην καθηγητής μουσικής του Βασίλη. «Πρέπει να είσαι πολύ καλά οχυρωμένος με αξίες, με την οικογένεια, με τις ομάδες με τις οποίες είσαι, να υπάρχει μια συνεκτική δύναμη για να μπορείς να ανταπεξέλθεις σ’αυτή τη βία», συμπληρώνει η γυναίκα του, Ελένη Μηλιόρδου.
Η επίσημη θέση του κράτους για τον Βασίλη Μάγγο διαφοροποιήθηκε μετά τον θάνατό του. Δύο εβδομάδες μετά την επίθεση, όσο ακόμη ήταν ζωντανός, το κράτος είχε υπερασπιστεί τους αστυνομικούς του Βόλου. Ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Ελευθέριος Οικονόμου, είχε δηλώσει πως έδρασαν με κατάλληλο τρόπο απέναντι σε «βίαιη και απειλητική» συμπεριφορά. Ωστόσο, δύο μέρες μετά τον θάνατό του, ο πολιτικός προϊστάμενος του Οικονόμου, ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, δήλωσε ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί τελούν υπό έρευνα.
Νόμος και Τάξη
Με τον σχηματισμό κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία το 2019, το αστυνομικό σώμα ενισχύθηκε με εκατοντάδες νεοσύλλεκτους, εκπαιδευμένους να εφαρμόσουν το δόγμα Νόμος και Τάξη, ιδίως απέναντι σε αναρχικές και αριστερές συλλογικότητες. Η αρχή έγινε με αυξημένη αστυνομική παρουσία στα Εξάρχεια και με μια σειρά από βίαιες εκκενώσεις καταλήψεων, και συνέχισε σε διαδηλώσεις στην ΑΣΟΕΕ, στα Εξάρχεια και στο Γαλάτσι με απανωτά κρούσματα υπέρμετρου ζήλου.
Η κοινωνική κατακραυγή κορυφώθηκε στα τέλη του 2019 με την υπόθεση Ινδαρέ στο Κουκάκι. Ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, είχε διορίσει εν συνεχεία μια επιτροπή υπό τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νίκο Αλιβιζάτο, προκειμενου να μελετήσει το φαινόμενο της αστυνομικής αυθαιρεσίας. «Ελληνική ιδιαιτερότητα συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών οργάνων» σε περιστατικά αστυνομικής βίας ήταν η κατακλείδα του πορίσματος, που καλούσε τις αρχές να ενισχύσουν τον ρόλο του Συνηγόρου του Πολίτη, να επιβάλουν ατομικά διακριτικά στοιχεία στις στολές όλων των αστυνομικών οργάνων και κάμερες εντός των αστυνομικών τμημάτων, και να υπάρξει μέριμνα για τις οικογένειες των θυμάτων αστυνομικής βίας, υπέρ των οποίων γνωμοδοτεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εννέα φορές στις δέκα. Παρόλες τις πιέσεις της αντιπολίτευσης, o Χρυσοχοΐδης καθυστέρησε τη δημοσιοποίηση του πορίσματος επί επτά μήνες.
Η ΕΛΑΣ ισχυρίζεται ότι το εσωτερικό σύστημα ενόρκων διοικητικών εξετάσεων (ΕΔΕ) και η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων αρκούν. Αυτές οι διαδικασίες όμως συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ το επιτρεπτό χρονικό όριο και καταλήγουν σε ελαφρά πρόστιμα και πολύ σπάνια σε απολύσεις, διαπίστωσε ο Συνήγορος του Πολίτη. Όταν κορυφώθηκε η κοινωνική κατακραυγή μετά το επεισόδιο της Νέας Σμύρνης, ο Αλιβιζάτος υποστήριξε ότι «μετά το γνωστό περιστατικό στο Κουκάκι δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από πλευράς των αρμόδιων κρατικών αρχών να συνεχίσει το έργο της η επιτροπή».
Στον Βόλο, σύντροφοι του Βασίλη όπως ο Γιάννης Χατζηγιάννης και άλλοι πιστεύουν ότι η Ασφάλεια αντισυνταγματικά παρακολουθεί άτομα και ομάδες. Στους Σταγιάτες, ένα ορεινό χωριό που έχει καταβάλλει πολυετή προσπάθεια κατά της χλωρίωσης και εμπορευματοποίησης του νερού, περιβαλλοντικοί ακτιβιστές καταγγέλλουν περιστατικά εκφοβισμού τους εκ μέρους των αρχών. Άλλος που πιστεύει ότι παρακολουθείται επί σειρά ετών είναι ο πανεπιστημιακός και ακτιβιστής Τάκης Πολίτης, ο οποίος το 2019 εντόπισε στο όχημά του συσκευή παρακολούθησης.
Αστυνομικός ρεβανσισμός
«Υπάρχει μια εκ των πραγμάτων συνενοχή του σώματος της ΕΛΑΣ με τις έκνομες πράξεις του προσωπικού του, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό επιδιώκεται από το αρχηγείο ή από την ιεραρχία. Α, απλώς όταν συμβαίνει θα το συγκαλύψουμε όσο μπορούμε, εκτός πια κι αν δεν μπορούμε», εξηγεί η Αναστασία Τσουκαλά, επίκουρη καθηγήτρια εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο Paris-Saclay. «Υπάρχει συχνά μια ευθυνοφοβία, μια κουλτούρα ψεύδους και ένας φόβος ανάληψης ευθύνης ο οποίος είναι διάχυτος σε όλη την ιεραρχία της». Έτσι, οι περισσότερες υποθέσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας καλύφθηκαν, «εκτός από όσες ήταν υπερβολικά βαριές, ή υπερβολικά καλά στοιχειοθετημένες».
Η κακοποίηση του Μάγγου δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερα στοιχειοθετημένη, έχοντας αποτυπωθεί από την κάμερα κινητού. Το βίντεο αποτυπώνει καθαρά την υπέρμετρη χρήση βίας, με τον νεαρό να χτυπιέται με γκλομπ και κλωτσιές από τέσσερις αστυνομικούς, ενώ το μικρότερο γκλομπ ενός αστυνομικού μοιάζει να είναι πτυσσόμενο και πιθανώς όχι από καουτσούκ.
«Τα παιδιά φοβούνται, σ’ το λέω με το χέρι στο Ευαγγέλιο, δεν πολυθέλουν να φανούν, προσπαθούν να το βάλουν πίσω τους» δηλώνει απολογητικά ένας Βολιώτης αστυνομικός που γνωρίζει προσωπικά τους εμπλεκόμενους. «Είναι όλοι τους οικογενειάρχες, εξαιρετικά παλικάρια και όλοι τούς θέλαν για γαμπρούς. Τέτοια πάστα ανθρώπων…»
Η σκληρή καταστολή που ασκείται στις μέρες μας εναντίον των αναρχικών αποκαλύπτει μια δραματική ιστορία θεσμικού ρεβανσισμού. Η αστυνομία, εντός της οποίας λειτουργούσαν πυρήνες προσκείμενοι στη Χρυσή Αυγή, είχε μια δύσκολη σχέση με την αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προσπάθησε να ελέγξει το Σώμα. Από τη στιγμή που η ΝΔ βρέθηκε στην κυβέρνηση, θεσμοθέτησε την αύξηση του αριθμού των αστυνομικών και τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους. Η πιο αμφιλεγόμενη επιλογή της ήταν η αναβίωση μιας δύναμης μοτοσικλετιστών η οποία είχε διαλυθεί επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για λόγους παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πολλοί από όσους προσλήφθηκαν σ’ αυτή τη δύναμη αντλήθηκαν από τις Ειδικές Δυνάμεις, κατά παράκαμψη της συνήθους οδού πρόσληψης νέων αστυνομικών.
«Η αστυνομία δεν αντιμετωπίζει τους αναρχικούς ως απρόσωπο φαινόμενο. Τους μεταχειρίζονται με εχθρότητα, κοινωνική και προσωπική»
Γιώργος Σωτηρόπουλος, πολιτικός επιστήμονας
Μέχρι στιγμής, οι ενέργειες αυτής της ενισχυμένης δύναμης έχουν εστιάσει στην αστυνόμευση των δημόσιων χώρων στη διάρκεια του λοκντάουν, στον έλεγχο διαδηλώσεων και στην ανακατάληψη αστικών ζωνών που παραδοσιακά απολάμβαναν κάποιας αυτονομίας από το κράτος. Στα Εξάρχεια, προπύργιο των αναρχικών και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, καταλήψεις που είχαν ξεκινήσει πριν από πολλά χρόνια έκλεισαν μετά από εφόδους. Η αστυνομία απέκτησε επίσης το δικαίωμα να εισβάλλει σε πανεπιστημιακούς χώρους, γεγονός που αποτελεί άρση του Πανεπιστημιακού Ασύλου, που ισχύει από το 1974.
Η σχέση ανάμεσα στους αναρχικούς και την αστυνομία έχει λάβει «χαρακτηριστικά βεντέτας» σύμφωνα με τον Γιώργο Σωτηρόπουλο, πολιτικό επιστήμονα και ειδικό όσον αφορά το αναρχικό κίνημα, ο οποίος ζει στην Αθήνα. «Η αστυνομία δεν αντιμετωπίζει τους αναρχικούς ως απρόσωπο φαινόμενο. Τους μεταχειρίζονται με εχθρότητα, κοινωνική και προσωπική. Στο δρόμο οι δύο πλευρές βρίζουν η μια την άλλη με τρόπο που θυμίζει οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων».
Η βία από την πλευρά των αναρχικών εμφανίζεται σε ένα ευρύ φάσμα δράσεων: βίαιες διαδηλώσεις, ρίψη μολότοφ, ξήλωμα πεζοδρομίων, σύγκρουση σώμα με σώμα με την αστυνομία, καθώς και παρεμβάσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, σε επιχειρήσεις και σε άλλους επιλεγμένους στόχους. Μερικές απ’ αυτές το ελληνικό κράτος τις αντιμετωπίζει ως τρομοκρατικές. Από την άλλη, το κράτος απαντά με ένα συνδυασμό αστυνομικής βίας, παρακολούθησης, συλλήψεων και δικαστικών διώξεων, δρώντας συχνά και το ίδιο στα όρια της νομιμότητας.
Δύο φορές κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς οι διαμαρτυρίες εναντίον της αστυνομικής βιαιότητας στην Αθήνα εξελίχθηκαν σε εκτεταμένα επεισόδια.
Η επιρροή του αναρχικού κινήματος εκτοξεύθηκε με την πανελλήνια αναταραχή που πυροδότησε η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008 και με το ξέσπασμα της σφοδρότατης οικονομικής κρίσης, δύο χρόνια αργότερα.
«Αυτό προβλημάτισε την Αστυνομία, επειδή η άσκηση βίας κατά του κράτους που ηταν αναγνωρίσιμη αλλά περιθωριακή επεκτάθηκε πολύ περισσότερο», εξηγεί ο Γιώργος Σωτηρόπουλος. «Εκεί ήταν που η Αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί συστηματικά τα αναρχικά κινήματα».
Η εμπειρία της στενής κρατικής παρακολούθησης είναι οικεία σε παλιούς κομμουνιστές όπως ο Θανάσης Βογιατζής, Βολιώτης δημοσιογράφος, συγγραφέας και μέλος του ΚΚΕ: «Η Ασφάλεια είναι κομμάτι του αστικού κράτους και το προστατεύει, είναι μηχανισμός καταστολής, δεν είναι στη μέση ως ουδέτερη. Πράγματα που ξεπερνάνε ένα όριο αστικής νομιμότητας είναι για καταστολή, τέλος!».
Μετά την έκρηξη θυμού που πυροδοτήθηκε από τα περιστατικά αστυνομικής βίας στη Νέα Σμύρνη τον περασμένο Μάρτιο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνώρισε την ύπαρξη μιας «ομερτά εντός της αστυνομίας, που δεν επέτρεπε την πραγματική διερεύνηση αυτών των περιστατικών, έτσι ώστε να αποδίδεται τελικά δικαιοσύνη». Παραδέχτηκε επίσης πως «η αστυνομία μας πρέπει να διανύσει αρκετό δρόμο ακόμα προκειμένου να γίνει αντάξια μιας σύγχρονης δημοκρατίας».
Το πρόβλημα έχει πολύ βαθιές ρίζες. «Με τη μεταπολίτευση τέθηκε ως ζητούμενο το θέμα του εκδημοκρατισμού των σωμάτων ασφαλείας, και ενώ σήμερα διαπιστώνουμε ότι ο εκδημοκρατισμός είναι πολύ ικανοποιητικός στις ένοπλες δυνάμεις και δεν κινδυνεύουμε πλέον από πραξικόπημα, στην αστυνομια αποτύχαμε οικτρά», παρατηρεί η κ. Αναστασία Τσουκαλά. «Εκεί δεν υπήρξε ποτέ ουσιώδης εκδημοκρατισμός».
Την ίδια μέρα, που έκανε ο πρωθυπουργός τη δήλωσή του, η αστυνομία ανακοίνωσε πως η έρευνά της για τη συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντι στον Μάγγο είχε περατωθεί και διαβιβαστεί στον Συνήγορο του Πολίτη. Εννιά μήνες αργότερα, και αφού πραγματοποιήθηκαν πρόσθετες συνεντεύξεις, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει επίσης ολοκληρώσει το πόρισμά του, αλλά η ετυμηγορία του παραμένει αδημοσίευτη. Σύμφωνα πάντως με πηγή από την υπηρεσία του Συνήγορου του Πολίτη, που θέλησε να παραμείνει ανώνυμη, «η ΕΔΕ της Αστυνομίας κρίθηκε επιφανειακή και με ελλείψεις».
Αντιθέτως, κατηγορίες σε βάρος του Βασίλη Μάγγου στοιχειοθετήθηκαν αμέσως. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2020, η δικηγόρος Άννυ Παπαρρούσου αποκάλυψε πως η αστυνομία κρατούσε ακόμη το τηλέφωνό του, με την αιτιολογία ότι αντιμετώπιζε μετά θάνατον κατηγορία για κατοχή ναρκωτικών. «Αποτελεί ένα εκκωφαντικό παράδοξο,» λέει. «Με πρόσχημα αυτή την ανύπαρκτη κατηγορία κατέσχεσαν το τηλέφωνο».
Ρωτήσαμε την αστυνομία του Βόλου γιατί κρατούσε το τηλέφωνο του Βασίλη. Σε μια σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία, ο αστυνομικός διευθυντής Μαγνησίας, Μίλτος Αλεξάκης, απάντησε πως «το Σώμα δεν μπορεί να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης».
Ένας πρώην αστυνομικός από το Βόλο που τώρα εργάζεται στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας μας είπε πως «δεν αποτελεί έκπληξη» το ό,τι οι εν ενεργεία αξιωματικοί δεν θέλουν να μιλήσουν. Ο πρώην αξιωματικός είπε πως η υπέρμετρη χρήση βίας αποτελεί «επαναλαμβανόμενο ζήτημα» και πως «η αστυνομία θα αρνηθεί απόλυτα να προβεί σε ρήξεις προκειμένου να το αντιμετωπίσει», ιδίως σε αυτή την υπόθεση. «Αυτό ήταν ένα πολύ ντροπιαστικό περιστατικό,» δήλωσε, μιλώντας με τον όρο της ανωνυμίας. «Πολύ απλά, δεν υφίσταται ανάγκη περαιτέρω χρήσης βίας αφότου έχεις ακινητοποιήσει τον ύποπτο».
Είχε επιλέξει να μείνει στον Βόλο
Από τον γεμάτο με σταυρούς λόφο όπου κείτεται θαμμένος ο γιος του, ο Γιάννης Μάγγος βλέπει τις στέγες του Βόλου, του λιμανιού που είναι πατρίδα του τα τελευταία 30 χρόνια. Μεγάλωσε σε ένα χωριό της Θεσσαλίας, και μετακόμισε στην πόλη μετά τον γάμο του με την Nτάτη Μουρτζοπούλου, κόρη διακεκριμένου δικηγόρου, συνθέτη και ποιητή. Οι δυο τους εργάζονται ως εκπαιδευτικοί και μεγάλωσαν τρία παιδιά, από τα οποία ο Βασίλης ήταν το μεσαίο.
Οι αριστερές ιδέες διαπότιζαν όλη την οικογένεια. Ως νεαρός, ο Γιάννης Μάγγος υπήρξε μέλος του ΚΚΕ. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής αντάρτης στη διάρκεια του Εμφυλίου. Αργότερα προσπάθησε να εμφυσήσει την οικογενειακή παράδοση στην επόμενη γενιά, παίρνοντας τον μικρό Βασίλη σε περιπάτους στα βουνά γύρω από τον Βόλο, που υπήρξαν σκηνικό θρυλικών μαχών του Εμφυλίου. Μιλούσαν για την ιστορία της περιοχής και για τον Άρη Βελουχιώτη, που είχε καταφύγει σ’ αυτά τα βουνά για να οργανώσει την εθνική αντίσταση. Ο Βασίλης έγινε ένας βαθιά πολιτικοποιημένος νεαρός ο οποίος διακατεχόταν από ερωτήματα σχετικά με την αδικία, ρωτώντας διαρκώς «γιατί υπάρχει, και τι μπορεί να γίνει ώστε να καταπολεμηθεί».
Το αγόρι μεγάλωσε σε μια πόλη σε παρακμή. Ο Βόλος ήταν κάποτε ακμαίο εμπορικό λιμάνι, καθώς συνέδεε την παραδουνάβια Ευρώπη με τη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολή. Τον 20ο αιώνα ήταν, σύμφωνα με την Βικιπαιδεία, το τρίτο μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας, με τα παραθαλάσσια εργοστάσιά του να παράγουν ατσάλι και τσιμέντο. Ωστόσο, ένας ισχυρότατος σεισμός το 1955 και η παγκοσμιοποίηση τον επηρέασαν, πρώτα μεταφέροντας το κέντρο της ανάπτυξης στη γειτονική Λάρισα και αργότερα πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας. Τα εργοστάσια μπορεί να είναι ακόμη εκεί και να εκπέμπουν καπνούς, αλλά υπολειτουργούν και απασχολούν λιγότερους εργάτες. Η τελευταία διεθνής εμπορική γραμμή που συνέδεε τον Βόλο με το συριακό λιμάνι της Λαττάκιας έχει διακοπεί εδώ και χρόνια. Μέρος της παλιάς αστικής τάξης έχει μετακομίσει στην Αθήνα και πολλοί από τους νέους που τα βράδια βολτάρουν στην ακτή θα χρησιμοποιήσουν τα ευρωπαϊκά τους διαβατήρια ώστε να κυνηγήσουν το μέλλον τους στο εξωτερικό.
Ο Βασίλης Μάγγος επέλεξε να παραμείνει στον Βόλο. Είχε αισιόδοξη προσωπικότητα και παρορμητικό χαρακτήρα, έκανε εύκολα φίλους, οι οποίοι τον αποκαλούσαν με το χαϊδευτικό Μπίλυ. Υποστήριζε τη Νίκη Βόλου, τον τοπικό ποδοσφαιρικό σύλλογο τον οποίο ίδρυσαν οι 15.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες αφού εγκαταστάθηκαν στον βαλτότοπο που σήμερα λέγεται Νέα Ιωνία: μια εργατική προσφυγική συνοικία στην αντίπερα όχθη του ποταμού Κραυσίδωνα, όπου φιλοξενείται το γήπεδο της Νίκης Βόλου, το στρατόπεδο Γεωργούλα, και η Αστυνομική Διεύθυνση Μαγνησίας.
Αμέσως μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες οργανώθηκαν, πολιτικοποιήθηκαν και αποτέλεσαν το κέντρο ενός ισχυρού εργατικού κινήματος που μέχρι την δεκαετία του ’30 είχε παραγάγει σχεδόν τα μισά μέλη της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ. Τα χρόνια του Εμφυλίου οι κάτοικοι ξύπναγαν τα πρωινά από τον κρότο των εκτελέσεων που διέταζαν τα έκτακτα στρατοδικεία, ενώ Νεοϊωνιώτες μέλη των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ ήταν από τους πρώτες εκτελεσθέντες. Ο χώρος των εκτελέσεων ακόμα αντηχεί με πυροβολισμούς ως πεδίο βολής του στρατού πλέον.
Αν και έμενε με την οικογένεια του στο κέντρο του Βόλου, ο Βασίλης περνούσε πολύ χρόνο στην Νέα Ιωνία, και θα επέστρεφε εκεί τον τελευταίο μήνα της ζωής του για συναντήσεις της ομάδας νομικής υποστήριξης που οργάνωνε ο Χατζηγιάννης.
Ενώ ο Βασίλης μοιραζόταν από την εφηβεία του την προτίμηση του πατέρα του για την πολιτική λογοτεχνία, διαβάζοντας κλασικά έργα του Καμύ, του Ντοστογιέφσκι και του οικολόγου και αριστερού Χρόνη Μίσσιου, οι πολιτικές του πεποιθήσεις διαφοροποιούνταν από τις απόψεις του πατέρα του. Ο Βασίλης μοιραζόταν τον σκεπτικισμό του Γιάννη για τα μεγάλα ελληνικά κόμματα, θεωρώντας τα εξαρτημένα από αμερικανικά και γερμανικά συμφέροντα, αλλά απέρριπτε τον δογματισμό των κομμουνιστών. Έτσι, «κατέληξε να μετακινηθεί σε έναν πολιτικό χώρο λίγο παραπέρα».
Μετά την ολοκλήρωση του σχολείου, ο Βασίλης εισήχθη με πανελλαδικές εξετάσεις στο τμήμα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Α.Τ.Ε.Ι. Πειραιά και μυήθηκε στην αναρχική αντικουλτούρα της πρωτεύουσας. Αρκετοί τον θυμούνται να συμμετέχει σε συλλογικότητες στα Εξάρχεια, καθώς και στην κατάληψη του Χαλανδρίου. Περιστασιακά έκανε εμφανίσεις ως ράπερ και διέσχιζε τη χώρα με το τρένο, συχνάζοντας σε μουσικά φεστιβάλ και κάνοντας κραιπάλες με τους φίλους του. Κατάληξη αυτής της διαδρομής ήταν ο εθισμός του στην ηρωίνη. Αργότερα έκανε μεγάλες προσπάθειες να «καθαρίσει», εγγραφόμενος σε προγράμματα απεξάρτησης στον Βόλο και στη γειτονική πόλη της Λάρισας. Μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας είχε κατορθώσει να απεξαρτηθεί. Μετακόμισε πίσω στον Βόλο, βρήκε δουλειά ως ντελιβεράς και άρχισε μια σταθερή σχέση με μια κοπέλα.
Συνέχισε πάντως να νιώθει έλξη για τον αναρχικό χώρο, μένοντας κατά καιρούς στη μεγαλύτερη κατάληψη στον Βόλο, την κατάληψη Ματσάγγου, όπου βοηθούσε στην οργάνωση εκστρατειών οικονομικής ενίσχυσης και πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Βασίλης Μάγγος: Παρών!
Ο Γιάννης Μάγγος επισκέπτεται καθημερινά τον τάφο του γιου του, παίρνοντας ένα ανηφορικό μονοπάτι με πλούσια βλάστηση πίσω από την πόλη. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής περνάει μπροστά από ένα σύνθημα με γκράφιτι που ο Βασίλη είχε ως μότο του: «Ακόμη κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα». Η ταφόπλακα έχει χαραγμένο έναν στίχο του Κώστα Καρυωτάκη, από τους αγαπημένους ποιητές του Βασίλειου. «Με το μηδέν και το άπειρο να συμφιλιωθούμε», λέει ή επιγραφή, κάτω από ένα σύμβολο του μηδενός που φωλιάζει μέσα στο σύμβολο του απείρου.
Πλένει την ταφόπλακα και θυμάται τις συζητήσεις τους για την αδικία. «Είχε μια τόσο ζωντανή παρουσία. Στην αρχή δεν σταματούσα να σκέφτομαι πως βρίσκεται ακόμη κάπου εδώ τριγύρω». Όταν περπατάει στην πόλη, νέοι άνδρες που του μοιάζουν του θυμίζουν τον γιο του, όπως άλλωστε και τα συνθήματα που είναι γραμμένα στους τοίχους: «Βασίλη Μάγγος – Παρών!». Το σπίτι της οικογένειας αποτελεί πλέον στάση των διαδηλώσεων για προσκλητήριο νεκρών, στο οποίο συμπεριλαμβάνει και το όνομα του παιδιού του.
Διορθώσεις: Το όνομα του Βολιώτη δημοσιογράφου είναι Θανάσης Βογιατζής και όχι Βαγγέλης όπως εκ παραδρομής γράφτηκε στην αρχική έκδοση του ρεπορτάζ. Αντιστοίχως, ο Τάκης Πολίτης είναι καθηγητής Πληροφορικής στην Εκπαιδευση και όχι Κοινωνιολογίας.
εξαιρετική δουλειά Ιασων, σε συγχαίρω πραγματικά για την τόση δουλειά που κανεις και για τις πολύτιμες πληροφορίες που μας δίνεις.
Πραγματικά αναλυτικό ρεπορτάζ για τον άδικο χαμό του παιδιού.
Είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ. Θυμίζει τι σημαίνει πραγματική δημοσιογραφία.