Το Manifold είναι μια ερευνητική δημοσιογραφική ομάδα, με μέλη στην Aθήνα, τη Λευκωσία και το Λονδίνο. Τα μέλη της ομάδας είναι οι Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Αυγουστίνος Ζενάκος, Αχιλλέας Ζαβαλλής, Γιάννης Μπαμπούλιας, Μιχάλης Παναγιωτάκης, Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου και Ελίζα Τριανταφύλλου. Τον Απρίλιο του 2020 δημιούργησε την ιστοσελίδα The Manifold Files, σχεδιασμένη για να φιλοξενεί μακρόπνοες δημοσιογραφικές έρευνες.
Χωρίς να έχει ολοκληρώσει τον τρίτο μήνα διακυβέρνησής του, τον Σεπτέμβριο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέπληξε λίγο-πολύ το σύνολο της χώρας ανακοινώνοντας από το βήμα της Συνόδου Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα στη Νέα Υόρκη την ταχεία απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων σε ορίζοντα δεκαετίας.
Βεβαίως, είχε πια φανεί ότι η εμβληματική Πτολεμαΐδα 5 δεν θα μπορούσε ποτέ να αποσβέσει το κόστος κατασκευής της και ότι οι λιγνιτικές μονάδες είχαν επιβαρύνει τη ΔΕΗ κατά 683 εκ. ευρώ μέσα σε τρία μόλις χρόνια. Ωστόσο, υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας που επισκέπτονταν τις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας προεκλογικά υποστήριζαν τη διατήρηση του λιγνίτη, ενώ ο Κωστής Χατζηδάκης, είχε υποσχεθεί την επανάληψη του άκαρπου διαγωνισμού ιδιωτικοποίησης των λιγνιτών — και άρα τη διαιώνισή τους. Η δήλωση του πρωθυπουργού, λοιπόν, για γρήγορη και ολοκληρωτική απολιγνιτοποίηση ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία.
Η πολιτική της απολιγνιτοποίησης ακολουθεί κλιματικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Από την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων το 2015, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναβάθμισε σταδιακά τους κλιματικούς της στόχους για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με πιο πρόσφατη τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση 55% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 1990.
Ο απώτερος στόχος είναι δηλωμένα ο μηδενισμός των εκπομπών σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέχρι το 2050, πράγμα που συνεπάγεται μεταξύ άλλων την παραγωγή του ηλεκτρισμού μόνο από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Έναν μήνα μετά την ανακοίνωση της απολιγνιτοποίησης από τη Νέα Υόρκη, ωστόσο, εγκαινιάζοντας αυτοπροσώπως τη νέα μονάδα φυσικού αερίου του Ομίλου Μυτιληναίου στη Βοιωτία, ο πρωθυπουργός αποκάλυψε κάτι για τη νέα εποχή που έλειπε από την προηγούμενη ομιλία του: Το φυσικό αέριο, είπε, θα είναι «ήπια γέφυρα μετάβασης στην εποχή της “πράσινης ενέργειας”».
Με την έκρηξη της ενεργειακής κρίσης από το καλοκαίρι του 2021, η μετάβαση αυτή κάθε άλλο παρά ήπια αποδείχθηκε. Οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν πανευρωπαϊκά, ενώ η «ελληνική ιδιαιτερότητα» της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας επέτρεψε στις αυξήσεις αυτές να διαχυθούν ανεξέλεγκτες στους λογαριασμούς των καταναλωτών (βλ. The Manifold, Ποιος φταίει για την ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα;, Reporters United, 28/1/2022).
Αν οι ραγδαίες αυξήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος δημιούργησαν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της κυριαρχίας του φυσικού αερίου, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου μετέτρεψε την ανησυχία σε πανικό. Δίπλα στην ειδησεογραφία για τις πολεμικές επιχειρήσεις και τα κύματα προσφύγων, κυριαρχεί η συζήτηση για το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης που συμπιέζεται όλο και περισσότερο ανάμεσα στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς και στην προοδευτικά μεγαλύτερη διείσδυση του φυσικού αερίου. Και που τώρα βρίσκεται μπροστά στην απειλή να σταματήσει η ροή των καυσίμων από τη Ρωσία, δηλαδή το 41,1% των εισαγωγών φυσικού αερίου, το 26,7% του άνθρακα και το 26,9% των πετρελαιοειδών, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι υψηλές τιμές στην ενέργεια είναι «άμεσο αποτέλεσμα του συστήματος που ήθελαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες» και «γνώρισμα, όχι σφάλμα» της σταδιακής μεταρρύθμισης της αγοράς αερίου στην ΕΕ.
Ωστόσο, ήδη πριν την εισβολή στην Ουκρανία που επέτεινε την ενεργειακή κρίση, εξαναγκάζοντας τους ιθύνοντες της ΕΕ να αποκηρύξουν, έστω προσωρινά, τις απόλυτες αρχές του φυσικού αερίου και της ελεύθερης αγοράς, υπήρχαν φωνές που διαφωνούσαν με την προσπάθεια των υπευθύνων να ρίξουν όλο το βάρος της ενεργειακής κρίσης στη Ρωσία.
Χαρακτηριστικότερο όλων ήταν ένα λάβρο άρθρο του πρύτανη της κλιματικής σχολής του Πανεπιστημίου Columbia Τζέισον Μπόρντοφ, που δημοσιεύτηκε στις αρχές Φεβρουαρίου στο περιοδικό Foreign Policy, στο οποίο επεσήμανε ότι οι υψηλές τιμές στην ενέργεια είναι «άμεσο αποτέλεσμα του συστήματος που ήθελαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες» και «γνώρισμα, όχι σφάλμα» της σταδιακής μεταρρύθμισης της αγοράς αερίου στην ΕΕ.
«Το φυσικό αέριο», γράφει ο Μπόρντοφ, «ιστορικά πωλούνταν στην Ευρώπη στη βάση μακροχρόνιων συμβολαίων, συνήθως συνδεδεμένων με την τιμή του πετρελαίου, με ελάχιστη ευελιξία. […] Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι ρυθμιστές εφάρμοσαν ένα πλάνο μεταρρύθμισης της αγοράς που είχε ως στόχο το να αφήσει τις δυνάμεις της αγοράς να λειτουργήσουν. Απορρύθμισαν τον τομέα του φυσικού αερίου και ενθάρρυναν τις εκτεταμένες επενδύσεις σε αγωγούς φυσικού αερίου και εγκαταστάσεις για εισαγωγές LNG. […] Το αποτέλεσμα ήταν ο αυξημένος ανταγωνισμός και η δημιουργία gas-pricing hubs [σ.σ: δηλαδή χρηματιστηριακές αγορές φυσικού αερίου]».
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν επινόησε το δόγμα «φυσικό αέριο + απελευθέρωση της αγοράς». Αυτό καθοδηγεί την ευρωπαϊκή πολιτική στην ενέργεια εν συνόλω. Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα υπήρχαν και άλλες επιλογές που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν, αλλά θυσιάστηκαν για χάρη ενός «μεταβατικού καυσίμου» με τη μετάβαση στην οποία αναφέρεται ο τίτλος του να προβλέπεται πολύ μακρά.
Μπλόκο λόγω επετηρίδας
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι η ενεργειακή μετάβαση θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετική διαδικασία, με πιο έντονο τον περιβαλλοντικό προσανατολισμό και προστατεύοντας την εγχώρια αγορά και κοινωνία από τις αναταράξεις του φυσικού αερίου. Όπως αποδεικνύεται όμως η κυβέρνηση όχι απλά δεν εξερεύνησε, αλλά σε κάποιες στιγμές αντιστρατεύτηκε και ενεργά αυτόν τον «άλλο δρόμο».
Οι υποδομές φυσικού αερίου όχι μόνο δεν συζητείται να παρακαμφθούν, αλλά αντιθέτως βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση με τις τεχνολογίες μετάβασης στην καθαρή ενέργεια.
«Το μεγάλο δίλημμα εδώ είναι τι θα συνοδεύσει τη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας», μας λέει ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής και συνιδρυτής της περιβαλλοντικής δεξαμενής σκέψης Green Tank. Καθώς οι ΑΠΕ καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος συμμετοχής στο εγχώριο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, χρειάζεται κάτι να τις συνοδεύσει ώστε να διασφαλίσει την ευστάθεια του συστήματος. «Αυτό πώς θα γίνει; Είτε με φυσικό αέριο ή με υποδομές αποθήκευσης ενέργειας και διαχείρισης της ζήτησης. Εγώ είμαι αναφανδόν υπέρ του δεύτερου. Η αποθήκευση θα ήταν συμβατή με τους περιβαλλοντικούς στόχους και μακροχρόνια οικονομικά βιώσιμη».
Την άποψη αυτή εκφράζουν με διαφορετική ένταση ανά τον κόσμο όχι μόνο οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, αλλά ακόμα και οι οικονομικοί αναλυτές. Τον Απρίλιο του 2021, στην ετήσια έκθεση εποπτείας του ενεργειακού τομέα, το Institute for Energy Economics and Financial Analysis (IEEFA) αποφάνθηκε ρητά ότι η εποχή του αερίου ως «καυσίμου-γέφυρας» για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια έχει πλέον παρέλθει, καθώς η ανάπτυξη των τεχνολογιών αποθήκευσης δίνει την επιλογή να παρακαμφθεί το φυσικό αέριο.
Μια σειρά κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης, όμως, δείχνει ότι οι υποδομές φυσικού αερίου όχι μόνο δεν συζητείται να παρακαμφθούν, αλλά αντιθέτως βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση με τις τεχνολογίες μετάβασης στην καθαρή ενέργεια — και ιδίως με τις τεχνολογίες αποθήκευσης, δηλαδή τις «μπαταρίες», την αντλησιοταμίευση και την θερμική αποθήκευση, οι οποίες υπόσχονται να παρέχουν με καθαρό τρόπο τη σταθερότητα που δίνουν στο σύστημα τα ορυκτά καύσιμα.
Από την ανακοίνωση της απολιγνιτοποίησης το 2019 μέχρι σήμερα, έχουν κατατεθεί στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας πάμπολλες αιτήσεις για αδειοδότηση σε έργα αποθήκευσης ενέργειας. Η ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), μάλιστα, ήδη από τους πρώτους μήνες της ανάληψής του από τον Κωστή Χατζηδάκη το 2019, υπόσχεται ξανά και ξανά τη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου για την ένταξη των τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημα.
Παρότι μέχρι και η ηγεσία του υπουργείου έχει αλλάξει και ο νυν υπουργός Κώστας Σκρέκας είναι στα βάθη της υπουργικής θητείας του, το θεσμικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενέργειας ακόμα εκκρεμεί. Αντίθετα, επιμέρους πλην κομβικές αποφάσεις της κυβέρνησης δημιούργησαν προσκόμματα στα έργα αποθήκευσης ενέργειας, ξεκινώντας με την απρόσμενη απόφαση της κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2021 να απαγορεύσει τις αιτήσεις αδειοδότησης για έργα που συνδυάζουν ΑΠΕ με αποθήκευση ενέργειας.
«Αυτό μας απάντησε το υπουργείο ουσιαστικά: “δεν θέλω να φανεί ότι προσπερνάω σειρές”».
Εμμανουήλ Καραπιδάκης, Πρωτοβουλία Συστημάτων Αποθήκευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας
Ανάμεσα στις πολλές αντιδράσεις που δημιούργησε η συγκεκριμένη απόφαση, έδωσε και το έναυσμα για την παρέμβαση της Ελληνικής Πρωτοβουλίας Συστημάτων Αποθήκευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας προς το υπουργείο. Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί μια ιδιότυπη σύμπραξη μεταξύ του Ινστιτούτου Ενέργειας, Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και εγχώριων και ξένων εταιρειών που φιλοδοξούν να δραστηριοποιηθούν στην αποθήκευση ενέργειας: Mytilineos, Enel, EDF, Vestas και Siemens Gamesa.
Σε συζήτηση που είχαμε μαζί του, ο επικεφαλής της πρωτοβουλίας και κοσμήτορας της Σχολής Μηχανικών του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου Εμμανουήλ Καραπιδάκης δήλωσε ότι οι συμμετέχοντες έβλεπαν πως το υπουργείο ετοιμαζόταν να πατήσει το «φρένο» στα έργα αποθήκευσης ενέργειας κι αυτό οδήγησε στην παρέμβασή τους. Η πρωτοβουλία από τη μεριά της προέκρινε τα συνδυασμένα έργα ΑΠΕ με «μπαταρία», δηλαδή αυτά ακριβώς που αποκλείστηκαν από τις αδειοδοτήσεις το περασμένο καλοκαίρι, έναντι των σκέτων ΑΠΕ στις οποίες θα μπορούσε να προστεθεί μια «μπαταρία» σε δεύτερο χρόνο.
Η Πρωτοβουλία απευθύνθηκε στο υπουργείο για το θέμα. «Το υπουργείο μας είπε “κοιτάξτε, υπάρχει μια μεγάλη λίστα αναμονής στις κλασικές ΑΠΕ, όποτε δεν είναι τίμιο να περάσετε εσείς μπροστά που έχετε ΑΠΕ με μπαταρία, γιατί θα δυσανασχετήσουν αυτοί που είναι στη σειρά και περιμένουν τη σύνδεση”» μας είπε ο κ. Καραπιδάκης. «Αυτό μας απάντησε το υπουργείο ουσιαστικά: “δεν θέλω να φανεί ότι προσπερνάω σειρές”».
Το κόστος αυτής της στάσης του ΥΠΕΝ απέναντι στην αποθήκευση ενέργειας αποκαλύφθηκε πολύ γρήγορα με την πλήρη εκδίπλωση της ενεργειακής κρίσης τον Αύγουστο του 2021. Η ευστάθεια του συστήματος, μαζί με την λεγόμενη ενέργεια εξισορρόπησης που επιδιορθώνει απώλειες και σφάλματα του ενεργειακού προγραμματισμού, εναποτέθηκαν στις μονάδες φυσικού αερίου. Μάλιστα, ειδικά στην αγορά εξισορρόπησης, οι μονάδες φυσικού αερίου πραγματοποίησαν ένα μεγάλο κερδοσκοπικό επεισόδιο ήδη πριν την έλευση της ενεργειακής κρίσης.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν κυλήσει πολύ διαφορετικά. Οι άδειες που έχουν κατατεθεί για έργα αποθήκευσης ενέργειας, αγγίζουν τα 14 GW — περισσότερο δηλαδή από την εγκατεστημένη ισχύ όλων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον κ. Καραπιδάκη, από τις διάφορες τεχνολογίες αποθήκευσης, οι μπαταρίες, που αφορούν και την πλειοψηφία των αιτήσεων για άδειες, είναι αυτές που μπορούν να υλοποιηθούν στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα, απαιτώντας περίπου έναν χρόνο από την έναρξη της διαδικασίας μέχρι να μπορούν να συνδεθούν στο σύστημα.
«Θα μπορούσαμε ήδη να έχουμε τα πρώτα έργα τώρα», δηλώνει ο επικεφαλής της Πρωτοβουλίας. «Θα μπορούσαμε πραγματικά να στηρίξουμε και τις τιμές τώρα που έχει ξεφύγει το κόστος της κιλοβατώρας. Δεν θα είμαι υπερβολικός να πω ότι θα είχαμε λύσει το πρόβλημα, αλλά θα είχαμε τουλάχιστον ένα ακόμη όπλο».
Ρωτήσαμε τον κ. Καραπιδάκη γιατί πιστεύει ότι η κυβέρνηση κρατάει αυτή τη στάση αδράνειας, αν όχι δυσφορίας απέναντι στην αποθήκευση ενέργειας. «Ο λόγος είναι απλός: κάνεις επενδύσεις στο φυσικό αέριο και θες να αποσβέσουν τα χρήματά τους. Είναι πολύ ξεκάθαρο. Οπότε προκειμένου να κερδίσεις χρόνο, δεν προμοτάρεις το κομμάτι της αποθήκευσης που θα πάρει ένα πολύ μεγάλο μέρος της πίτας».
«Την ασφάλεια που παρέχει το φυσικό αέριο στο σύστημα μπορούν να την προσφέρουν οι μπαταρίες, η αντλησιοταμίευση και κάθε άλλη τεχνολογία αποθήκευσης», συνεχίζει ο κ. Καραπιδάκης. «Υπάρχει ένας ανταγωνισμός και δυστυχώς αυτή τη στιγμή μας κερδίζει το φυσικό αέριο».
Όπως επισημαίνει και ο επικεφαλής της Πρωτοβουλίας, δεν είναι μόνο οι μπαταρίες που μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης. H παλαιότερη και πιο προχωρημένη τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας είναι αυτή της «αντλησιοταμίευσης», η οποία αξιοποιεί την υψομετρική διαφορά μεταξύ δύο ταμιευτήρων νερού, προκειμένου να αποθηκεύονται ποσότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το μεγαλύτερο τέτοιο έργο στην Ελλάδα σχεδιάζεται από τη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ στην Αμφιλοχία, προβλέποντας εγκατεστημένη ισχύ 680 MW, ενώ η ίδια εταιρεία προετοιμάζει κι άλλο ένα αντίστοιχο έργο στο Αμάρι της Κρήτης.
Ο Νίκος Μάντζαρης του Green Tank προκρίνει την αντλησιοταμίευση εδώ και χρόνια ως «υπερώριμη» τεχνολογία που μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος της αποθήκευσης. Η δυσκολία που υπάρχει έγκειται στις χρήσεις γης και στις γεωγραφικές απαιτήσεις που είναι ειδικές, όμως το πρόβλημα αυτό ίσως και να μεγαλοποιείται.
Ο ίδιος συνάντησε αυτή τη δυστοκία της κυβέρνησης στις τακτικές συναντήσεις που πραγματοποιούσε ο Κωστής Χατζηδάκης με περιβαλλοντικούς φορείς όταν ήταν στην ηγεσία του υπουργείου. Ο Νίκος Μάντζαρης χαρακτηρίζει αυτές τις συναντήσεις εξαιρετικές: «Είτε διαφωνούσες είτε συμφωνούσες, [ο Χατζηδάκης] τηρούσε αυτές τις συναντήσεις και καθόταν και άκουγε 20 περιβαλλοντικές οργανώσεις. Δυστυχώς όταν έφυγε ο Χατζηδάκης, έφυγαν κι αυτές».
Στις συναντήσεις, ο αναλυτής πολιτικής του Green Tank έθετε τακτικά το ζήτημα της αντλησιοταμίευσης, αναφερόμενος σε έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που έδειχνε ότι η ΔΕΗ είχε στην κατοχή εφτά ζευγάρια υδροηλεκτρικών ταμιευτήρων που με πολύ απλές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε αντλησιοταμιευτικά, «πολύ φθηνά και πολύ γρήγορα», ενώ θα μπορούσαν να αποφέρουν και κέρδη στη ΔΕΗ.
«Ρωτούσα γιατί δεν προχωράμε σε αυτό;» μας είπε ο κ. Μάντζαρης. «Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αυτό που νομίζω ότι συμβαίνει είναι ότι προκρίνονται οι ιδιωτικές επενδύσεις. Συζητάμε συνέχεια για την Αμφιλοχία και το Αμάρι [σ.σ.: της ΤΕΡΝΑ]. Γιατί δεν αξιοποιούμε τα υφιστάμενα;»
Απευθυνθήκαμε στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρωτώντας γιατί επιλέχθηκε αυτή η «επετηρίδα» για τα έργα ΑΠΕ και αποθήκευσης και γιατί δεν επιλέχθηκε η λύση των αντλησιοταμιευτικών στις υποδομές της ΔΕΗ. Δεν πήραμε απάντηση, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας.
Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού
Σε πρόσφατη επίσκεψή της στις ΗΠΑ, η γενική γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων του ΥΠΕΝ Αλεξάνδρα Σδούκου πήγε ένα βήμα παρακάτω από τις μέχρι τώρα εξαγγελίες της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας το φυσικό αέριο όχι πια ως «μεταβατικό καύσιμο», αλλά ως «εγγυητή» της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια.
Το μήνυμα των δηλώσεων της κ. Σδούκου για το πώς βλέπει η κυβέρνηση το φυσικό αέριο αποτυπώνεται και στα επίσημα έγγραφα της μακροχρόνιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Στο δεκαετές πλάνο ανάπτυξης του ΕΣΜΗΕ (του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) που εκδίδεται (υπό κανονικές συνθήκες) κάθε χρόνο και το οποίο αποτυπώνει τις αλλαγές του ηλεκτρικού συστήματος, προβλέπονται συνολικά έξι νέες μονάδες φυσικού αερίου αθροιστικής ισχύος 3,3 MW, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται καν η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ Πτολεμαΐδα V, που αναμένεται να μετατραπεί σε μονάδα φυσικού αερίου ισχύος 1 GW μετά το 2025. Όπως επισημαίνει ο Νίκος Μάντζαρης, τα 4,3 GW αυτά σχεδόν θα διπλασιάσουν την εγκατεστημένη ισχύ από μονάδες ορυκτών καυσίμων.
Στο δε επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα του Δεκεμβρίου του 2019, με το οποίο η κυβέρνηση αναθεώρησε το αντίστοιχο που είχε δημοσιεύσει η προηγούμενη κυβέρνηση μόλις 9 μήνες πριν, προβλέπεται επίσης η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από μονάδες φυσικού αερίου κατά 1,8 GW. Πρόκειται για πρόβλεψη χαμηλότερη από αυτή του δεκαετούς πλάνου του ΕΣΜΗΕ, η οποία όμως και πάλι θα αύξανε περίπου μιάμιση φορά τη συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής.
Αντίστοιχο προσανατολισμό μαρτυρούν και οι επενδύσεις κρατικών και μη εταιρειών στον χώρο της ενέργειας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο, ο κρατικός Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) προετοιμάζει την αναβάθμιση του σταθμού αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα, ενώ ετοιμάζεται και η δημιουργία ενός νέου σταθμού αποθήκευσης στην Αλεξανδρούπολη. Στο νέο προσανατολισμό της αγοράς φυσικού αερίου προς το εισαγόμενο LNG απάντησε και η ελληνική ναυτιλία, με τους Έλληνες εφοπλιστές να κατέχουν ήδη από το 2019 τον μεγαλύτερο στόλο carriers αερίου παγκοσμίως.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εγκαινιάσει μια ενεργειακή εποχή όπου κυριαρχούν οι ιδιωτικές επενδύσεις φυσικού αερίου. Αντίθετα, ο απώτερος στόχος της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια φαίνεται να παρακωλύεται αντί να διευκολύνεται — με πολύ επώδυνες επιπτώσεις τόσο περιβαλλοντικές όσο και για το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι δε λύσεις που αναζητούνται, κοιτούν είτε προς την αναβίωση του λιγνίτη, είτε προς την αναζήτηση εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου — με οποιαδήποτε άλλη επιλογή, που δεν κοιτάει προς τα ορυκτά καύσιμα, να μένει ανεξερεύνητη, αν όχι απαγορευμένη.
Το δημοσίευμα αυτό είναι το δεύτερο σε μια σειρά από ρεπορτάζ για την ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα. Η έρευνα γίνεται σε συνεργασία και με τη χρηματοδότηση του Source Material (Ηνωμένο Βασίλειο).