Η έρευνα του Reporters United δημοσιεύεται παράλληλα στα αγγλικά από το Balkan Insight, στα γερμανικά από το περιοδικό Spiegel και στα ιταλικά από την εφημερίδα Domani. Η ερευνα υποστηρίχθηκε απο το IJ4EU fund.
Στις 14 Νοεμβρίου 2021, όταν ο επικεφαλής νομικών θεμάτων του Frontex Ερβέ Ιβ Κανιάρ (Hervé Yves Caniard) μπήκε στη μεγάλη αίθουσα συσκέψεων, στον 14ο όροφο των κεντρικών γραφείων του οργανισμού συνοριοφυλακής στη Βαρσοβία, οι ευρωπαϊκές εφημερίδες ήταν γεμάτες ρεπορτάζ για τους πρόσφυγες που ήταν παγιδευμένοι στα παγωμένα σύνορα μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από την είδηση ότι ένα 14χρονο παιδί από το Κουρδιστάν είχε πεθάνει εκεί από υποθερμία.
Ενώ οι πολωνικές αρχές χρησιμοποιούσαν δακρυγόνα και εκτοξευτήρες νερού για να απωθήσουν όσους προσπαθούσαν να περάσουν στην ΕΕ, οι επικεφαλής του Frontex ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για την επέκταση ενός εν πολλοίς μυστικού προγράμματος μαζικών παρακολουθήσεων στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Πάνω από 30 αξιωματούχοι, εκπροσωπώντας τα κράτη μέλη, την Κομισιόν και τον Frontex, συμπεριλαμβανομένου του Νο1 του οργανισμού Φαμπρίς Λεζερί, μίλησαν για ώρες πίσω από κλειστές πόρτες.
Στο κέντρο της συζήτησης τέθηκε η επέκταση του προγράμματος PeDRA (Επεξεργασία Προσωπικών Δεδομένων για Ανάλυση Κινδύνου – Processing Personal Data for Risk Analysis), με απώτερο σκοπό να επιτραπεί σε χιλιάδες συνοριοφύλακες του Frontex να συλλέγουν, αποθηκεύουν, αναλύουν και εν τέλει να μοιράζονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσφύγων και μεταναστών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν γενετικά δεδομένα και δεδομένα σεξουαλικού προσανατολισμού.
Η επέκταση του PeDRA προέβλεπε παράλληλα τη δυνατότητα συλλογής δεδομένων από τους λογαριασμούς των αιτούντων άσυλο στα κοινωνικά δίκτυα με το πρόσχημα της πάταξης της «παράνομης» μετανάστευσης και της τρομοκρατίας. Στο στόχαστρο δεν βρέθηκαν μόνο άτομα ύποπτα για διασυνοριακή εγκληματική δραστηριότητα, αλλά και μάρτυρες και θύματα παράνομων πράξεων.
Νωρίτερα τον Αύγουστο του 2021, ο Κανιάρ ανέλαβε από τον επίσης Γάλλο Λεζερί την αποστολή να συντάξει τους νέους εσωτερικούς κανόνες για το PeDRA. Υπηρετώντας ταυτόχρονα ως «προσωρινός» διευθυντής του Κέντρου Υποστήριξης Διακυβέρνησης του Frontex, ενός φορέα που υπάγεται απευθείας στον Λεζερί, ο Κανιάρ ήταν ουσιαστικά σε θέση να ελέγχει το σχέδιο για την επέκταση του PeDRA.
Ωστόσο, εσωτερικά έγγραφα στα οποία αποκτήθηκε πρόσβαση μέσα από Αιτήματα Κατάθεσης Εγγράφων (FOI) αλλά και πρακτικά που διέρρευσαν αποκαλύπτουν τις προσπάθειες της ηγεσίας του Frontex υπό τον Λεζερί και με τη στήριξη της Κομισιόν να παρακάμψει τις εποπτικές αρχές της ΕΕ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Σκοπός ήταν η προώθηση του PeDRA παρά τους κινδύνους που αυτό εγκυμονούσε για την ιδιωτικότητα και την ποινικοποίηση των μεταναστών.
Οι αντιδράσεις απέναντι στο PeDRA και την απειλή των προσωπικών δεδομένων προήλθαν καταρχάς μέσα από τον ίδιο τον Frontex. Η υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων του οργανισμού Νάιρα Πέρεζ προειδοποίησε επανειλημμένα ότι η επέκταση του προγράμματος παρακολούθησης «δεν μπορεί να γίνει με την παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ», προσθέτοντας ότι το πρόγραμμα δημιουργεί «σοβαρούς κινδύνους διολίσθησης σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Οργανισμού».
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν έγγραφα της δημοσιογραφικής έρευνας, η Πέρεζ αργότερα παραγκωνίστηκε από αξιωματούχους τους Frontex κατά τη διάρκεια της σύνταξης των κανόνων λειτουργίας του PeDRA.
Η ίδια προειδοποίησε και σχετικά με την πιθανότητα δεδομένα του Frontex να μεταφερθούν μαζικά, με «λευκή επιταγή», στη Europol, έναν αστυνομικό οργανισμό που πριν από λίγους μήνες υποχρεώθηκε να διαγράψει μεγάλο όγκο προσωπικών δεδομένων τα οποία είχαν συγκεντρωθεί παράνομα, όπως αποκάλυψε ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (EDPS), η κορυφαία εποπτική αρχή για την προστασία δεδομένων στην ΕΕ.
Ωστόσο, με την υποστήριξη της Κομισιόν ο Frontex αγνόησε τις προειδοποιήσεις της Πέρεζ, καθώς και τη σύστασή της ότι για το ζήτημα των κανόνων του νέου PeDRA θα έπρεπε να συμβουλευτεί τον EDPS.
Και πράγματι, σε απάντησή του προς την έρευνα, ο EDPS είπε ότι οι χειρισμοί για το πρόγραμμα παρακολούθησης ενδέχεται να οδηγήσουν σε «παράνομη» επεξεργασία δεδομένων από τον Frontex και τη Europol. Γι’ αυτό και τον περασμένο Ιούνιο ο EDPS ζήτησε από τον Frontex να κάνει σημαντικές αλλαγές στο διευρυμένο πρόγραμμα επιτήρησης, ώστε να το ευθυγραμμίσει με τα πρότυπα προστασίας δεδομένων στην ΕΕ.
Ο Frontex «φαίνεται να διεκδικεί την αρμοδιότητα να αστυνομεύει το διαδίκτυο» μέσω παρεμβατικών πρακτικών παρακολούθησης των κοινωνικών δικτύων.
Νάιρα Πέρεζ, υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων του Frontex
Σε ερώτημα που απευθύναμε στον FRONTEX σχετικά με τον λόγο παραγκωνισμού της υπεύθυνης Προστασίας Δεδομένων από τη διαδικασία επέκτασης του PeDRA, ο οργανισμός παραδέχτηκε ότι η Πέρεζ «θα μπορούσε να έχει ενεργότερο ρόλο στην εκπόνηση του προγράμματος».
Τελικά, κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Frontex έκανε στροφή 180 μοιρών και ανέθεσε στην υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων να ξαναγράψει το πρόγραμμα «σε συμφωνία με τις συστάσεις του EDPS».
Η Νιόβη Βαβούλα, ειδική του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου σε ζητήματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και ποινικού δικαίου, είπε ότι το διευρυμένο πρόγραμμα PeDRA ενέχει τον κίνδυνο «ποινικοποίησης και διακρίσεων» σε βάρος αθώων ανθρώπων, προδικάζοντας την έκβαση δικών κατά όσων χαρακτηρίζονται «ύποπτοι» από τους συνοριοφύλακες του Frontex.
PeDRA: Εκεί που ο Frontex συναντά τη Europol
Τον Δεκέμβριο του 2015, μόλις δύο εβδομάδες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και εν μέσω έξαρσης της «προσφυγικής κρίσης» σε Μεσόγειο και Αιγαίο, ο τότε επικεφαλής της Europol Ρίτσαρντ Γουεϊνράιτ και ο επικεφαλής του Frontex Φαμπρίς Λεζερί υπέγραψαν συμφωνία που άνοιξε τον δρόμο για την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων μεταξύ των δύο οργανισμών.
Μιλώντας στο βρετανικό κοινοβούλιο, ο Γουεϊνράιτ περιέγραψε μια «σχέση συμβίωσης» στις προσπάθειες του Frontex και της Europol για αστυνόμευση και προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Τρεις μήνες αργότερα, το PeDRA ξεκίνησε την πιλοτική του εφαρμογή στην Ιταλία, για να επεκταθεί λίγο αργότερα στην Ελλάδα και την Ισπανία.
Από τότε αξιωματούχοι του Frontex συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με μετανάστες που είναι ύποπτοι για συμμετοχή σε τράφικινγκ ή τρομοκρατικές οργανώσεις, πληροφορίες που στη συνέχεια στέλνουν στη Europol για να τις επαληθεύσει και να τις αποθηκεύσει σε βάσεις δεδομένων σχετικές με εγκληματικές πράξεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου του οργανισμού, ο Frontex έχει κοινοποιήσει στη Europol προσωπικά δεδομένα -όπως ονόματα, περιγραφές χαρακτηριστικών και αριθμούς τηλεφώνων- 11.254 ατόμων την περίοδο από το 2016 έως το 2021.
Παράλληλα με τη ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων μεταξύ Frontex και Europol μέσω του PeDRA, η Europol συγκεντρώνει προσωπικά δεδομένα χιλιάδων μεταναστών μέσα και από δικό της αδιαφανές πρόγραμμα παρακολούθησης. Πιο συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο του 2016 το προσωπικό της Europol ελέγχει, μέσα κι από τις λεγόμενες «τεχνικές αναγνώρισης προσώπου», άτομα που φιλοξενούνται σε συχνά άθλιους καταυλισμούς προσφύγων στην Ιταλία και την Ελλάδα μετά την άφιξή τους από την Τουρκία και τη Βόρεια Αφρική.
Μάλιστα, εδώ και λίγους μήνες αξιωματούχοι της Europol έχουν εγκατασταθεί στη Λιθουανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Μολδαβία, συλλέγοντας πληροφορίες από πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
Θρησκευτικές πεποιθήσεις και σεξουαλικός προσανατολισμός
Η πρώτη βερσιόν του PeDRA τέθηκε σε εφαρμογή το 2015, ωστόσο δεν θα ήταν η τελευταία.
Μέχρι το 2019 οι κανόνες του Frontex προέβλεπαν ότι η αρμοδιότητα του οργανισμού να συλλέγει και να ανταλλάσσει προσωπικά δεδομένα μεταναστών ήταν αυστηρά περιορισμένη, κάτι που τόσο ο Frontex όσο και η Europol αντιμετώπιζαν ως ένα εμπόδιο που έπρεπε, αν όχι να υπερκεραστεί, σίγουρα να αμβλυνθεί.
Τον Δεκέμβριο του 2021, μετά από χρόνια σκληρής νομικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, η επέκταση της PeDRA έλαβε το πράσινο φως από την ηγεσία του Frontex που, σημειωτέον, αποτελείται από εκπροσώπους των 27 κρατών μελών της ΕΕ και της Κομισιόν.
Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, οι συνοριοφύλακες του Frontex θα μπορούν να συγκεντρώνουν ένα πολύ ευρύτερο φάσμα ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από όλους τους μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων γενετικών και βιομετρικών δεδομένων, όπως είναι το DNA, τα δακτυλικά αποτυπώματα και οι φωτογραφίες, οι πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, καθώς και ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Σε ερώτημα που του απευθύναμε, ο Frontex απάντησε ότι δεν έχει ακόμη ξεκινήσει να αναλύει προσωπικά δεδομένα «σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό», ωστόσο η συλλογή τέτοιου είδους πληροφοριών μπορεί, κατά τον οργανισμό, να καταστεί αναγκαία με σκοπό να ξεκαθαριστεί «αν ύποπτοι που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά είναι στην πραγματικότητα τα ίδια πρόσωπα».
Όσον αφορά την παρακολούθηση των κοινωνικών δικτύων, ο Frontex είπε ότι δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θα κάνει χρήση ενός τέτοιου εργαλείου. Όμως από τα πρακτικά κοινής συνάντησης μεταξύ Frontex και Europol τον περασμένο Απρίλιο προκύπτει ότι οι δύο οργανισμοί συμφώνησαν στην «ενισχυμένη συνεργασία πάνω στην παρακολούθηση των κοινωνικών δικτύων».
Το 2019 ο Frontex δημοσίευσε την πρόθεσή του να αναθέσει έναντι 400.000 ευρώ σε εταιρεία ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων την επιτήρηση ατόμων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένων των «κοινοτήτων της κοινωνίας των πολιτών και της διασποράς» εντός της ΕΕ. Ωστόσο, ο οργανισμός εγκατέλειψε τα σχέδιά του τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, όταν η οργάνωση Privacy International έθεσε σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα του εγχειρήματος.
Ωστόσο, στο πλαίσιο του νέου PeDRA, σύμφωνα με την δρ. Βαβούλα, οι αξιωματούχοι του Frontex θα μπορούν να αναλύουν λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα «χωρίς περιορισμούς». Η ίδια πρόσθεσε ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα «δεν θα μπορούσε να συνταχθεί από κάποιον που έχει βαθιά γνώση της νομοθεσίας για τα δεδομένα», αφού περιλαμβάνει σημαντικές παραβάσεις βασικών δικλείδων ασφαλείας για την προστασία τους.
Πράγματι, ενώ οι κανόνες για τα δεδομένα προβλέπουν «ανώτατο χρονικό όριο διατήρησής τους», προειδοποίησε η Βαβούλα, «ο Frontex μπορεί να διατηρήσει τα δεδομένα για πάντα».
Πώς παραμερίστηκαν εσωτερικές αντιδράσεις στον Frontex
Εσωτερικά έγγραφα που είδε το BIRN αποκαλύπτουν ότι ο Κανιάρ, το στέλεχος του Frontex που επιφορτίστηκε από τον Λεζερί με την επίβλεψη της σύνταξης των νέων κανόνων του PeDRA, αγνόησε συστηματικά τις αντιδράσεις που προήλθαν από την υπηρεσία του ίδιου του οργανισμού που είναι επιφορτισμένη με την προστασία των δεδομένων.
Ως υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων του Frontex, η Νάιρα Πέρεζ έχει την αρμοδιότητα να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του οργανισμού με τη νομοθεσία της ΕΕ για τα προσωπικά δεδομένα, όχι μόνο όσον αφορά την αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων μεταναστών, αλλά και όσον αφορά το συνεχώς αυξανόμενο προσωπικό του Frontex, το οποίο σήμερα περιλαμβάνει 1.900 συνοριοφύλακες και προβλέπεται ότι σύντομα θα φτάσει τους 10.000.
Όταν είδε για πρώτη φορά το προσχέδιο του κανονισμού για το νέο PeDRA τον Οκτώβριο του 2021, η Πέρεζ δεν μάσησε τα λόγια της. «Η διαδικασία εκπόνησης των νέων κανόνων παρεμβαίνει εκ των πραγμάτων στα καθήκοντα που έχουν από τον νόμο ανατεθεί στον υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων», είπε. «Όταν ο υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων εκδίδει γνωμοδότηση, αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί ή να τροποποιηθεί».
H Πέρεζ πρότεινε περισσότερες από εκατό αλλαγές στο προσχέδιο και προειδοποίησε ότι, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, ο Frontex «φαίνεται να διεκδικεί την αρμοδιότητα να αστυνομεύει το διαδίκτυο» μέσω παρεμβατικών πρακτικών παρακολούθησης των κοινωνικών δικτύων. Η νομικός υπογράμμιζε ότι τα θύματα και οι μάρτυρες εγκληματικών πράξεων των οποίων τα δεδομένα κοινοποιούνται στη Europol θα αντιμετωπίζουν «ανεπιθύμητες συνέπειες» από το γεγονός ότι αποτελούν μέρος μιας «πανευρωπαϊκής βάσης δεδομένων για εγκλήματα».
Κατά τη διάρκεια έντονων διαβουλεύσεων στα τέλη του 2021, κι ενώ πλησίαζε το τέλος της προθεσμίας για την υιοθέτηση των κανόνων του νέου PeDRA, η υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων είπε ότι ο Frontex απέτυχε να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την ασφαλή συλλογή ευαίσθητων δεδομένων, όπως η εθνικότητα και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. «Τα νομικά όρια που πρέπει να υιοθετηθούν δεν είναι προαιρετικά, αλλά μια αυστηρή αναγκαιότητα», σχολίασε τότε η ίδια.
Όταν το τελικό προσχέδιο έφτασε στα χέρια της διοίκησης του οργανισμού τον Νοέμβριο του 2021, ήταν ξεκάθαρο ότι πολλές από τις συστάσεις της Πέρεζ είχαν αγνοηθεί πλήρως.
Σε εκείνη τη χρονική συγκυρία ο Frontex ήταν ήδη αντικείμενο έρευνας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης σχετικά με τον ρόλο του οργανισμού σε επιχειρήσεις επαναπροώθησης προσφύγων στα σύνορα της ΕΕ. Λίγο αργότερα, τον Απρίλιο του 2022, τα ευρήματα της έρευνας θα ανάγκαζαν τον Φαμπρίς Λεζερί να παραιτηθεί.
Σε μια πρώτη γραπτή απάντηση στη δημοσιογραφική έρευνα, ο Frontex υποστήριξε ότι δεν συνέβη τίποτα το ασυνήθιστο όταν ο Κανιάρ επιλέχθηκε αντί της Πέρεζ για τη σύνταξη των κανόνων του νέου PeDRA. Ο Frontex δήλωσε ότι η υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων «είχε ενεργό, κεντρικό ρόλο στις διαβουλεύσεις» σχετικά με τους νέους κανόνες και ότι ο «συμβουλευτικός και ελεγκτικός ρόλος του EDPS έτυχε σεβασμού» καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
Ωστόσο, μερικώς αποχαρακτηρισμένα πρακτικά από τη συνάντηση του περασμένου Νοεμβρίου φαίνεται να διαψεύδουν την παραπάνω απάντηση. Σε αυτά ο ίδιος ο Κανιάρ παραδέχεται πως από την υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων ζητήθηκαν δύο φορές συμβουλές «την τελευταία στιγμή» και ότι από τη στιγμή που η Πέρεζ έδωσε την άποψή της μόλις μια μέρα πριν από τη συνάντηση, αυτή «ήταν πρακτικά αδύνατον να ληφθεί υπόψη».
Το διευρυμένο πρόγραμμα PeDRA ενέχει τον κίνδυνο «ποινικοποίησης και διακρίσεων» σε βάρος αθώων ανθρώπων, προδικάζοντας την έκβαση δικών κατά όσων χαρακτηρίζονται «ύποπτοι» από τους συνοριοφύλακες του Frontex.
Νιόβη Βαβούλα, ειδική του Πανεπιστημίου Queen Mary σε ζητήματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής
Σε δημοσιογραφικό ερώτημα πριν τη δημοσίευση για το αν έγιναν σεβαστές οι αρμοδιότητες της υπεύθυνης Προστασίας Δεδομένων κατά τη διάρκεια σύνταξης των νέων κανόνων του PeDRA, ο Frontex ανέτρεψε την αρχική του απάντηση και τελικά παραδέχτηκε ότι η Πέρεζ μπορούσε τελικά να τεθεί επικεφαλής της διαδικασίας, αντί του Κανιάρ.
Η Πέρεζ δεν ήταν η μόνη που αντέδρασε στους χειρισμούς του Frontex. Οι εκπρόσωποι της Δανίας και της Ολλανδίας που συμμετείχαν στη συνεδρίαση του οργανισμού κάλεσαν την ηγεσία του οργανισμού να καθυστερήσει την ψηφοφορία επί των κανόνων (δεδομένου ότι οι γνωμοδοτήσεις του EDPS δεν είχαν ληφθεί υπόψη) και να «καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να αποφύγει οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία θα πρέπει να τροποποιηθούν οι κανόνες που μόλις εγκρίθηκαν, μόνο και μόνο επειδή εκδόθηκε αντίθετη γνωμοδότηση του EDPS».
Ωστόσο, από τα πρακτικά της συνεδρίασης του περασμένου Νοεμβρίου προκύπτει ότι η Κομισιόν απέρριψε το παραπάνω αίτημα, υποστηρίζοντας ότι θεωρούσε το κείμενο των κανόνων «περισσότερο από ώριμο για υιοθέτηση», καθώς και ότι δεν χρειαζόταν να ζητηθεί η γνώμη του EDPS, αφού «αυτό δεν είναι υποχρεωτικό».
Ανταλλαγή μέιλ μεταξύ Κομισιόν και Frontex αποκαλύπτει ότι η σκοπιμότητα της υιοθέτησης των κανόνων του PeDRA υπερίσχυσε των ανησυχιών για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, δεδομένης της «απόλυτης πολιτικής προτεραιότητας» που είχε δώσει στον φάκελο.
Όταν ρωτήθηκε γιατί υποστήριξε την επέκταση του προγράμματος παρακολούθησης του Frontex χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του EDPS, η Κομισιόν είπε ότι δεν θα σχολίαζε ένα ζήτημα που αφορά «τη συζήτηση του διοικητικού συμβουλίου [του Frontex] και εσωτερικές συνεδριάσεις».
Ο EDPS, η κορυφαία αρχή προστασίας δεδομένων της ΕΕ, έλαβε αντίγραφο των νέων κανόνων του PeDRA μόλις στα τέλη Ιανουαρίου 2022.
Σε σχετική μας ερώτηση, ο EDPS είπε πως «ανησυχεί για το γεγονός ότι οι κανόνες που εγκρίθηκαν δεν προσδιορίζουν με επαρκή σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη επεξεργασία (σ.σ.: των δεδομένων), ούτε καθορίζουν επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστούν οι εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων».
Η επεξεργασία δεδομένων από εξαιρετικά ευαίσθητες κατηγορίες ατόμων, όπως οι αιτούντες άσυλο, θα μπορούσε να αποτελέσει «σοβαρή απειλή για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες», όπως είναι το δικαίωμα στο άσυλο, συμπλήρωσε ο EDPS, υπογραμμίζοντας ότι η συστηματική ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων ανάμεσα στον Frontex και τη Europol δεν επιτρέπεται και θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο «υπό την εξέταση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά».
Συλλογή δεδομένων με «θρησκευτικό» ζήλο
Η επέκταση του PeDRA ήταν για χρόνια στον πυρήνα των προσπαθειών του Φαμπρίς Λεζερί να μετατρέψει τον Frontex στον δίδυμο αδερφό της Europol στον τομέα της επιβολής του νόμου. Αμφότεροι οι οργανισμοί ήταν πρόθυμοι να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στη μεταξύ τους απρόσκοπτη ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων, ανοίγοντας το δρόμο για τη χρήση πιο επεμβατικών συστημάτων ανάλυσης δεδομένων.
«Δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη απαίτηση από τις αρχές επιβολής του νόμου να παρέχουν σοβαρές αποδείξεις ότι η επέκταση των δυνατοτήτων παρακολούθησης είναι αποτελεσματική και αναλογική»
Ντου Κορφ, καθηγητής του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Σύμφωνα με τη δρ. Βαβούλα, το διευρυμένο PeDRA είναι από αυτή την άποψη «ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ» της «ποινικοποίησης των μεταναστών».
Ωστόσο, ειδικοί έχουν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητα τέτοιου είδους προγραμμάτων μαζικής παρακολούθησης στην καταπολέμηση του εγκλήματος.
Ο καθηγητής του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου Ντου Κορφ επεσήμανε στην έρευνα την ξεκάθαρη έλλειψη αποτελεσματικότητας και λογοδοσίας αυτών των προγραμμάτων.
«Δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη απαίτηση από τις αρχές επιβολής του νόμου να παρέχουν σοβαρές αποδείξεις ότι η επέκταση των δυνατοτήτων παρακολούθησης είναι αποτελεσματική και αναλογική», είπε ο Κορφ, ο οποίος έχει για χρόνια συμβάλει σε μελέτες για το φαινόμενο των μαζικών παρακολουθήσεων στην ΕΕ.
«Αν ρωτήσετε τις αρχές πόσους ανθρώπους έχουν συλλάβει χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα ενώ είναι εντελώς αθώοι, δεν θέλουν καν να ξέρουν γι’ αυτό. Ακολουθούν αυτή την πολιτική μαζικής συλλογής δεδομένων με θρησκευτικό ζήλο», προσθέτει ο ίδιος.
Πράγματι, όταν το EDPS ζήτησε από τη Europol τον περασμένο Ιανουάριο να διαγράψει προσωπικά δεδομένα που είχαν συγκεντρωθεί παράνομα και αφορούσαν άτομα χωρίς καμία σύνδεση με εγκληματική δραστηριότητα, κράτη μέλη και Κομισιόν προσέτρεξαν υπέρ του οργανισμού, για να μη διαγραφούν τα δεδομένα.
Τον Μάιο ο Frontex και η Europol προώθησαν μια πρόταση, την οποία επεξεργάστηκε μια κοινή ομάδα εργασίας με το όνομα The Future Group (Η Ομάδα του Μέλλοντος). Η πρόταση αφορούσε ένα νέο πρόγραμμα παρακολούθησης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και προέβλεπε συλλογή προσωπικών δεδομένων μεγάλης κλίμακας με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, τόσο από πολίτες της ΕΕ όσο και από υπηκόους τρίτων χωρών.