ΑΣΩΤΟΣ ΡΕΠΟΡΤΕΡ
Θοδωρής Χονδρόγιαννος

Έφυγα από το σπίτι μου. Κι ήξερα ότι μπορεί να γυρίσω και να το βρω στάχτες.

Το βιος μου δεν κάηκε. Όμως αυτό λίγη σημασία έχει. Κι αυτό γιατί κάποιων άλλων ανθρώπων το βιος χάθηκε. Κι οι ζωές τους καταστράφηκαν. Και το δάσος σακατεύτηκε.

Έφυγα από το σπίτι μου. Κι ήξερα ότι μπορεί να γυρίσω και να το βρω στάχτες.
Φωτογραφίες: Θοδωρής Χονδρόγιαννος / Reporters United.
20 Ιουλίου 2022

Ξυπνάω γύρω στις τρεις το πρωί. Αποπνικτικός καπνός είχε βαρύνει το υπνοδωμάτιο. Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να κάνω καλό ύπνο και σηκώνομαι να πιω λίγο νερό, μπας και ηρεμήσω.

Τσεκάρω το κινητό μου. Δύο μηνύματα από φίλους, ο ένας μάλιστα με ρωτάει αν θέλω να με φιλοξενήσει απόψε σπίτι του. Και στο καπάκι ειδοποίηση από το 112. 

Κάτι άσχημο πρέπει να ‘χει συμβεί στη μια ώρα που μ’ έχει πάρει ο ύπνος, σκέφτομαι.

Μπαίνω να δω ειδήσεις.

«Οι κάτοικοι αρχίζουν να εκκενώνουν τον Γέρακα», διαβάζω. Το σπίτι μου είναι στον Γέρακα.

Πυροσβέστες και πολίτες προσπαθούν να σβήσουν φωτιά σε οικόπεδο του Γέρακα, δίπλα από την Αττική Οδό
Πυροσβεστικό όχημα επιχειρεί για την κατάσβεση φωτιάς στην Ανατολική Αττική

Και κάπως έτσι στα ξαφνικά η ζωή μου παίρνει ανάποδη τροπή. Και δεν μπορώ παρά ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι: Μετά την Ηλεία, μετά το Μάτι, μετά τη βόρεια Εύβοια, ήρθε η ώρα να καεί το δικό μου σπίτι; 

Βγαίνω στο μπαλκόνι. Τα μάτια μου μπουκώνουν και μετά βίας διακρίνουν το καμπαναριό από την εκκλησία της γειτονιάς, κάμποσα μέτρα από το διαμέρισμα. Και πίσω από τον τρούλο, στο βάθος, ο ουρανός έχει πυρώσει μέσα στο σκοτάδι.

Η φωτιά είναι όντως κοντά.

Μπαίνω μέσα. Βάζω στα γατιά μου να φάνε και κατεβάζω τα κλουβάκια τους από την ντουλάπα, να τα ’χω κοντά στην πόρτα, έτοιμα να φύγουμε αν -ή μήπως ήδη όποτε;- χρειαστεί.

Για πρώτη φορά σκέφτομαι στα πολύ πρακτικά: Τι πρέπει ή, καλύτερα, τι μπορώ να πάρω μαζί μου άμα καεί το σπίτι; Σίγουρα όσα παίρνω κάθε πρωί για να πάω γραφείο: το κινητό, τα κλειδιά (η ειρωνεία της συνήθειας!), τον υπολογιστή, κάναν φορτιστή, πορτοφόλι, άντε και το διαβατήριο. Και λίγο νερό. Και τα γατιά.

Και με τα υπόλοιπα τι θα γίνει;, σοβαρεύει το μέσα μου. Με τα έπιπλα και τις συσκευές που μ’ έφαγε η αποταμίευση να τα πάρω; Αλλά και με τα πιο μικρά, τα βιβλία, οι φωτογραφίες, οι δίσκοι; Τι θ’ απογίνουν όλα αυτά που φτιάχνουν πλάθουν τη ζωή μου; 

Γρήγορα βρίσκω την προφανή απάντηση. Στάχτη θ’ απογίνουν και θα χαθούν. 

Ξέρω, όλα αυτά οι άνθρωποι τα ξέρουμε. Όμως τα ξέρουμε από μακριά, μέχρι να μπουν στη ζώνη όπου το κακό αποκτά ένα ψήγμα πιθανότητας να γίνει πραγματικότητα και να μας πάρει και να μας σηκώσει.

Αποθήκη παράπλευρα της Αττικής Οδού καταστρέφεται ολοσχερώς από τη φωτιά τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης.
Αποθήκη παράπλευρα της Αττικής Οδού καταστρέφεται ολοσχερώς από τη φωτιά τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης.

Βγαίνω έξω, πάω να βρω τη φωτιά πριν με βρει εκείνη. Αυτό με ηρεμεί κάπως, προς το παρόν. 

Μου παίρνει κάνα πεντάλεπτο με τα πόδια να τη φτάσω. 

Κι έτσι, μέσα στη νύχτα, αρχίζω να βλέπω ανθρώπους να παλεύουν, μπας και σώσουν δέντρα και περιουσίες. Πυροσβέστες, εθελοντές, πολίτες. Με μάνικες. Με μπουλντόζες, με κλαδιά. Με μπόλικο στανιό και βλαστήμια.

Ώρες πέρασαν μέχρι να γυρίσω στο σπίτι, μετά το ξημέρωμα. Μέχρι στιγμής -η φωτιά ακόμα καίει την Αττική- είμαι από τους τυχερούς, οι τοίχοι είναι ακόμα στη θέση τους.

Για μένα έχει σημασία ότι δεν κάηκε το βιος μου, όμως για τον κόσμο λίγη σημασία έχει. Κι αυτό γιατί μπορεί εγώ να τη γλίτωσα προς ώρας, όμως κάποιων άλλων ανθρώπων το βιος εξαφανίστηκε. Κι οι ζωές τους καταστράφηκαν. Και το δάσος σακατεύτηκε. 

Έντονος καπνός από την πυρκαγιά σε αποθήκη στην Ανατολική Αττική.
Η φωτιά στην Ανατολική Αττική, που ξεκίνησε το απόγευμα της Δευτέρας από την Πεντέλη, έχει ήδη οδηγήσει σε ολοσχερή καταστροφή σπιτιών.

Με στοιχειώνει η εικόνα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που πέτυχα στον σταθμό του μετρό στην Παλλήνη, πάνω στη Μαραθώνος. Είχαν καθίσει πάνω στα σακ βουαγιάζ τους, μ’ ό,τι είχαν προλάβει να χώσουν τσαλακωμένο μέσα απ’ τις ζωές τους. Κι έκλεγαν με αξιοπρέπεια. Ό,τι τους απέμεινε να κάνουν, αφού το σπίτι τους χάθηκε.

Με στοιχειώνει η εικόνα ενός παππού που προσπαθούσε να τα βάλει με τη φωτιά καθώς αυτή έγλειφε την αυλόπορτά του, την ώρα που η κόρη του του ‘λεγε και του ξανάλεγε να βάλει μυαλό και να φύγει από ‘κει, γιατί δεν ήθελε πολύ οι φλόγες να τον περικυκλώσουν. Κι εκεί που κι αυτοί οι άνθρωποι έκλαιγαν μέσα στην ανείπωτη στεναχώρια και την απελπισία του ρίσκου -να τ’ αφήσουν να το ρημάξει η φωτιά ή να πάνε να το σώσουν με κίνδυνο να τους πάρει κι αυτούς μαζί;-, εμφανίστηκαν δύο υδροφόρες της Πυροσβεστικής και έσωσαν τσιμέντα και ανθρώπους. 

Με στοιχειώνει η εικόνα ενός ανθρώπου που ενώ καιγόταν η επιχείρησή του ολοσχερώς, εκείνος προσπαθούσε να σώσει το φορτηγό του από το σακατεμένο οικόπεδο, δίνοντας οδηγίες στον χειριστή μιας μπουλντόζας για το πώς να ρίξει χώμα στη φωτιά και να τραβήξει το φορτηγό έξω. Μα πού βρίσκεις δύναμη να σώσεις ένα όχημα με σκασμένα λάστιχα όταν μπροστά στα μάτια σου βλέπεις το μαγαζί σου να γίνεται στάχτη;

Το φορτηγό το πρόλαβε η φωτιά, πάει κι αυτό. 

Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, ένα ερώτημα με κυνηγάει. Θα βρουν αυτοί οι άνθρωποι τη δύναμη να ξαναστρώσουν τις ζωές τους; Ή θα τους πάρει από κάτω, περιμένοντας στωικά, έρμαια σωστά, την κεντρική κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση να τους πουν με ποια κριτήρια και διαδικασία θα πάρουν αποζημίωση, πόση θα είναι αυτή, πότε θα είναι αυτή, αν τελικά είναι αυτή και με ποια προβλεπόμενη καθυστέρηση;

Κι εγώ; Θ’ άντεχα στη θέση τους;

Ελικόπτερο της Πυροσβεστικής επιχειρεί μετά το ξημέρωμα της Τετάρτης.

Είναι πολύ νωρίς για να δούμε γιατί η Αττική καίγεται για άλλη μια φορά, έναν χρόνο μετά τις μεγάλες φωτιές στη Βαρυμπόμπη. Το ρεπορτάζ θα δείξει αν το σύστημα απέτυχε στα μέτρα πρόληψης ή στο σύστημα πυρόσβεσης ή και στα δύο, για τα οποία αρμοδιότητες έχουν τόσο η κεντρική κυβέρνηση όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση κι άρα πρέπει να μας πουν τι πήγε -πάλι, πάλι- λάθος. 

Μήπως η κυβέρνηση δεν έπρεπε να μονιμοποιήσει 3.266 παπάδες, για να λάβει προληπτικά μέτρα κατά των πυρκαγιών ή να ενισχύσει την Πυροσβεστική; Μήπως οι δήμαρχοι δεν ξεχορτάριασαν; Μήπως και τα δύο;

Κι όταν καταλαγιάσει η φλόγα, μήπως αποτύχουμε και στον τρίτο πυλώνα αντιμετώπισης των πυρκαγιών μετά την πρόληψη και την καταστολή, που είναι η αποκατάσταση των δασών; 

Αυτά θα τα μάθουμε εν καιρώ. Όμως αυτό που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι, εφόσον δεν θεωρούμε συμπαντικό αναπόφευκτο και κακό της μοίρας μας τις πυρκαγιές που κατέστρεψαν δάση και περιουσίες το 2007, το 2018, το 2021 και, καθώς φαίνεται, και φέτος, κάπου υπάρχει μια ευθύνη που δεν λειτουργεί το σύστημα και κόποι χρόνων και οικοσυστήματα αιώνων παραδόθηκαν ξανά στις φλόγες.