Στο Αλάν Κογιού, μόλις καθάριζε ο καιρός μετά τη βροχή. Μια γυναίκα σφουγγάριζε τη βεράντα, μια πλάκα μπετόν μπροστά από το χαμηλοτάβανο σπίτι. Οι άλλες κάπνιζαν και μιλούσαν για τον κορονοϊό.
Το Αλάν Κογιού βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Κομοτηνής, κοντά στο Μουσουλμανικό νεκροταφείο, ένα κουβάρι από σπίτια και παράγκες, όπου ζουν περίπου 2.000 Ρομά, μολονότι κανένας δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό.
Ήμασταν εκεί για να συναντήσουμε τον δημοτικό σύμβουλο Γιάννη Δημόπουλο, αλλά είχε αργοπορήσει επειδή είχε μόλις ανακοινωθεί περιορισμός κυκλοφορίας και προσπαθούσε να προλάβει κάποιες δουλειές. Η μητέρα του και άλλες συγγενείς μάς έκαναν παρέα όσο τον περιμέναμε.
Μας έφτιαξαν καφέ κι έπεσε το συνηθισμένο καλαμπούρι αν είναι ελληνικός ή τούρκικος. Η κουβέντα για την πανδημία συνεχίστηκε για λίγο κι ύστερα πέρασε σε άλλους τρόπους να πεθάνει κανείς. Είχαν μόλις χάσει έναν δικό τους από καρκίνο, τριάντα πέντε χρόνων. Τον είχαν θάψει την προηγούμενη μέρα. Μόλις η θεία του άκουσε ότι ο ανηψιός της είχε πεθάνει, ανέβασε πίεση. Την πήγαν στο νοσοκομείο αλλά δεν τους έδινε κανένας σημασία.
«Ύστερα λένε ότι φωνάζουμε» μουρμούρισε η μητέρα του Γιάννη.
Ένα λιβάδι κι ένα πηγάδι
«Παλιά μας λέγανε τενεκέ μαχαλά» μας είπε ο Γιάννης Δημόπουλος. «Τώρα, κάποιοι νέοι χτίσανε λίγα σπίτια με τούβλα και κεραμίδια. Αλλά το 95% είναι ακόμα παράγκες».
Τον ρωτήσαμε τι σημαίνει Αλάν Κογιού.
«Στα τούρκικα; Ένα λιβάδι κι ένα πηγάδι» απάντησε. «Ταιριαστό, έ;»
Ο Γιάννης μας είχε πει πώς να βρούμε το σπίτι της μητέρας του — «αυτό με τις δύο ελληνικές σημαίες» — αλλά καθ’ οδόν χρειάστηκε να ζητήσουμε οδηγίες από έναν περαστικό. «Στους κατσίβελους θες να πας;» ρώτησε, με εμφανή απορία. Βέβαια, παρά τις πολλαπλές προειδοποιήσεις που είχαμε δεχτεί να μην πάμε στο Αλάν Κογιού ασυνόδευτοι, ο κίνδυνος δεν μας φάνηκε σε καμία στιγμή μεγαλύτερος από ό,τι σε οποιαδήποτε υποβαθμισμένη, φτωχή γειτονιά της Ελλάδας — αν και, όπως πολλοί οικισμοί Ρομά, το Αλάν Κογιού είναι πιο φτωχό και πιο υποβαθμισμένο από τις περισσότερες γειτονιές.
Σε αντίθεση με άλλους, ωστόσο, το Αλάν Κογιού είναι ένας από τους οικισμούς όπου οι Ρομά είναι κατά κύριο λόγο μουσουλμάνοι. Κι αυτό σημαίνει ότι εκτός από τη φτώχεια, την απουσία κοινωνικής κινητικότητας, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ρατσισμό — προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλοί Ρομά στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες — οι μουσουλμάνοι Ρομά ζουν και κάτω από το βάρος του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Αποκλεισμένοι και στιγματισμένοι από Έλληνες και Τούρκους, οι Ρομά της Δυτικής Θράκης μεταβλήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε ένα απρόσμενο εργαλείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποδυναμωθούν οι ισχυροί δεσμοί των μουσουλμανικών κοινοτήτων με την Τουρκία. Το εγχείρημα δεν φαίνεται να προσκόμισε κάποια προφανή οφέλη για την Ελλάδα ενώ για τους Ρομά σήμανε μόνο κάποιες λίγες, άτακτες βελτιώσεις σε σχέση με την προηγούμενη κατάστασή τους.
Διοικητικές ενοχλήσεις
Αυτό που η Ελλάδα ονομάζει «μουσουλμανική μειονότητα» και η Τουρκία «τουρκική μειονότητα» είναι οι κοινότητες που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922. Η ανταλλαγή, όπως αποτυπώθηκε στη Συνθήκη της Λωζάνης, σχεδιάστηκε στη βάση του θρησκεύματος των πληθυσμών και όχι της προηγούμενής τους ιθαγένειας ή της εθνικότητας — εξ ου και και η επιμονή του ελληνικού κράτους να χρησιμοποιεί τη διατύπωση της συνθήκης περί μουσουλμανικής μειονότητας. Γεννημένες την εποχή των αυτοκρατοριών, οι κοινότητες των μουσουλμάνων της Θράκης, καθώς και εκείνες των χριστιανών της Τουρκίας που είχαν επίσης εξαιρεθεί από την ανταλλαγή, αναμενόμενα υπέφεραν από τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο εθνικών κρατών, το καθένα με τον δικό του μαχητικό εθνικισμό.
Στην Τουρκία, η χριστιανική ορθόδοξη μειονότητα αντιμετώπισε διωγμούς και μεγάλο μέρος της απελάθηκε ή εξαναγκάστηκε να μεταναστεύσει. Η Ελλάδα αντέδρασε με την πολιτική των λεγόμενων «διοικητικών ενοχλήσεων» εναντίον της δικής της μουσουλμανικής μειονότητας, οι οποίες περιλάμβαναν την αφαίρεση ιθαγένειας, την άρνηση αδειών για αγοραπωλησίες, οικοδομές ή οδήγηση οχημάτων, γενικευμένες παρακολουθήσεις και αυθαίρετες συλλήψεις.
Καθώς οι «διοικητικές ενοχλήσεις» ενέτειναν τη δυσφορία στους κόλπους της μειονότητας, η Τουρκία παρενέβη μέσω του Προξενείου της στην Κομοτηνή, που είχε ιδρυθεί το 1924, προσφέροντας τη στήριξή της, κυρίως με τη μορφή εκπαίδευσης και σπουδών αλλά και οικονομικών ενισχύσεων. Παρότι οι τουρκικές προξενικές αρχές αρνήθηκαν να μας απαντήσουν σε σχετικό ερώτημα που τους αποστείλαμε, δημοσιευμένες και αδημοσίευτες συνεντεύξεις με μέλη της μειονότητας και έρευνες πεδίου από Έλληνες ερευνητές κάνουν λόγο για ένα «δίκτυο μισθοδοσίας» ή «κλίκα» που ανά διαστήματα έφτανε τα 7.000 άτομα και λάμβανε τακτικές χρηματοδοτήσεις από το Προξενείο. Η Ελλάδα προσπάθησε κι αυτή, σύμφωνα με μαρτυρίες, να δημιουργήσει το δικό της δίκτυο πληροφοριοδοτών εντός της μειονότητας, αν και με μικρότερη επιτυχία.
Ο συνδυασμός καταπίεσης από την Ελλάδα και βοήθειας από την Τουρκία είχε ως αποτέλεσμα ο ούτως ή άλλως ισχυρός δεσμός πολλών μελών της μειονότητας με τη «μητέρα-πατρίδα» να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με το νέο μειονοτικό κόμμα να κερδίζει ψήφους σε βάρος των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων και να εκλέγει βουλευτή, και με ακραία στοιχεία της πλειονότητας να απαντούν με ένα είδος πογκρόμ στις διαδηλώσεις της μειονότητας, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εγκατέλειψε τις «διοικητικές ενοχλήσεις» και ανακοίνωσε την πολιτική της «ισονομίας» και «ισοπολιτείας».
Η κατάσταση στη Θράκη σήμερα είναι ασφαλώς πιο ήρεμη. Σε δήλωση που μας απέστειλε, το υπουργείο Εξωτερικών υποστηρίζει ότι «η συμβίωση του πλειονοτικού με το μειονοτικό στοιχείο στην Θράκη αποτελεί υπόδειγμα συνύπαρξης Ελλήνων πολιτών διαφορετικού θρησκεύματος».
Διασπώντας τη μειονότητα
Η νέα πολιτική του ελληνικού κράτους για τη μειονότητα της Θράκης είχε κι ένα ακόμη γνώρισμα εκτός από την εγκατάλειψη των «διοικητικών ενοχλήσεων»: μολονότι η ιδέα είχε διατυπωθεί και προγενέστερα στους κόλπους των ελληνικών υπηρεσιών, στο εξής θα κυριαρχούσε απολύτως το δόγμα ότι η μειονότητα, μακράν του να είναι «τουρκική», αποτελούνταν από τρία εθνοτικά στοιχεία: τους «τουρκογενείς», τους Πομάκους και τους Ρομά.
«Οι αρχές ανακάλυψαν πως υπήρχαν κάποιοι που μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάδειξη της ετερογένειας της μειονότητας: αυτοί που όλοι τους έλεγαν γύφτους»
Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή. Όπως μας επεσήμανε η Σεβαστή Τρουμπέτα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών Magdeburg-Stendal, «ο ελληνικός εθνικισμός και οι συγκρουόμενοι εθνικισμοί στη Θράκη είναι ένας σημαντικός παράγοντας, αλλά πρέπει να θυμάστε ότι αυτή είναι επίσης η περίοδος μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν τα Βαλκάνια αποκτούν νέα σημασία στην ευρωπαϊκή — στην πραγματικότητα, ευρωενωσιακή — πολιτική.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Θράκη, ως συνοριακή περιοχή, απέκτησε νέα σημασία για το ελληνικό κράτος. Η ΕΕ ενδιαφερόταν τώρα γι’ αυτές τις περιοχές που πρέπει να ενταχθούν και οι μειονότητες ξαφνικά γίνονται σημαντικές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο με τους Ρομά από τη στιγμή που είναι η μεγαλύτερη και εν τέλει πιο αποκλεισμένη ευρωπαϊκή μειονότητα, μα πάνω από όλα επειδή αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού σε διάφορες νοτιοανατολικές ευρωπαϊκές χώρες».
«Οι αρχές ανακάλυψαν» μας είπε ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «πως υπήρχαν κάποιοι που μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάδειξη της ετερογένειας της μειονότητας: αυτοί που όλοι τους έλεγαν γύφτους, οι πιο αποκλεισμένοι, η μειονότητα μέσα στη μειονότητα».
Ο Γιώργος Μαυρομμάτης, αναπληρωτής καθηγητής Μειονοτικής και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, μας εξήγησε πως η πολιτική αυτή βασίστηκε στο γεγονός ότι «αυτοί που μπορούσαν ευκολότερα να αγοράσουν τις ψήφους των Ρομά ήταν οι Έλληνες πολιτικοί». Περιέγραψε τη διαδικασία ως «χαμηλού επιπέδου πελατειασμό που ύστερα τροφοδοτεί το εθνικιστικό αφήγημα». «Οι τοπικές διαδικασίες και συμφωνίες» μας είπε «μπορεί να αφορούν διάφορα πράγματα, από τη χρηματοδότηση ενός συλλόγου ή ενός εορτασμού ως μια άδεια εμπόρου στην αγορά ή το σβήσιμο ενός προστίμου. Το πελατειακό δίκτυο έτσι επεκτείνεται ολοένα πιο κάτω στην ιεραρχία. Αυτό που παίρνει σε αντάλλαγμα ο πολιτικός είναι ψήφοι. Ό,τι κερδίζεται για την “ελληνική πλευρά” μετριέται ως νίκη της εθνικής στρατηγικής».
Η βοήθεια προς τους Ρομά πήρε βεβαίως κι άλλες μορφές, όπως η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δράσεων ενσωμάτωσης με χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης και τη συμμετοχή πανεπιστημιακών φορέων και μη κυβερνητικών οργανώσεων.
«Πιστεύω ότι πρέπει να σταματήσουμε» μας είπε η Σεβαστή Τρουμπέτα «να προσεγγίζουμε τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης κατά προτεραιότητα — αν όχι αποκλειστικά — από την οπτική των ανταγωνιστικών εθνικισμών και να επικεντρωθούμε στα κοινωνικά δικαιώματα, την κατάργηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της γκετοποίησης. Αλλά το ερώτημα πρέπει να τεθεί: γιατί ακόμη και τα προγράμματα για την ενσωμάτωση των Ρομά, από τα οποία έχουν υπάρξει πολλά τις προηγούμενες δεκαετίες, που επικεντρώνονται στα κοινωνικά δικαιώματα, έχουν αποτύχει να βελτιώσουν σημαντικά τη ζωή των Ρομά;»
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Χριστόπουλο, «έγινε κάποια καλή δουλειά σ’ αυτή τη διαδικασία, κάποιες προσπάθειες ενσωμάτωσης, κάποια εκπαίδευση. Και, φυσικά, αν ένα παιδί έχει την ευκαιρία να πάει στο σχολείο, τότε οπωσδήποτε να πάει στο σχολείο. Αλλά το ζήτημα είναι ποια είναι η πολιτική, το ζήτημα είναι ότι στη Θράκη τα πράγματα δεν συμβαίνουν τόσο επειδή τα παιδιά πρέπει να πάνε στο σχολείο, συμβαίνουν επειδή υπάρχει μια “εθνική πολιτική” διάσπασης της μειονότητας. Πολύ φοβάμαι ότι αυτή είναι η επείγουσα, υπόρρητη προτεραιότητα και όχι η εκπαίδευση των παιδιών Ρομά».
Το «Ελληνικό Προξενείο»
Το υπουργείο Εξωτερικών διαφωνεί με τις εκτιμήσεις που θέλουν το ελληνικό κράτος να επιχειρεί τη διάσπαση της μειονότητας. Σύμφωνα με την απάντησή του σε ερώτημα που του απευθύναμε, «η ετερογένεια [της μουσουλμανικής μειονότητας] είναι στοιχείο εγγενές και σύμφυτο με αυτήν, δηλαδή αυτονόητο και διαρκές. Ο σεβασμός και η υποστήριξη αυτής της υπάρχουσας διαφορετικότητας, η οποία αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αποτελεί συνάμα υποχρέωση για την Ελληνική Πολιτεία, η δε υλοποίησή της από τις Υπηρεσίες της θα έπρεπε, αντί επικρίσεων, να γεννά επαίνους».
Εντούτοις, μια άλλη μορφή που πήρε η βοήθεια προς τους Ρομά ήταν, σύμφωνα με πηγές την ανωνυμία των οποίων έχουμε δεσμευτεί να προστατέψουμε, η χρηματοδότηση πολιτιστικών και εκπαιδευτικών συλλόγων από την Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών που εδρεύει στη Θράκη και την οποία καμιά φορά συναντούμε με το παρατσούκλι «Ελληνικό Προξενείο», καθότι είναι μια υπηρεσία υπουργείου επιφορτισμένου με την εξωτερική πολιτική που αφορά Έλληνες πολίτες σε ελληνικό έδαφος.
Στο σχετικό ερώτημά μας, το Υπουργείο Εξωτερικών μας απάντησε ότι το ίδιο «ουδεμία αρμοδιότητα και ανάμειξη έχει στην πολιτική του Ελληνικού Κράτους για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κοινοτήτων Ρομά».
Ο Γιώργος Μαυρομμάτης, όμως, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υπηρετούσε σε μειονοτικό σχολείο, μας επεσήμανε ότι τα παιδιά Ρομά στέλνονται κατά κανόνα, όπως και τα περισσότερα παιδιά της μειονότητας, σε μειονοτικά, δίγλωσσα (ελληνικά και τουρκικά) σχολεία, όπου αναπόφευκτα καλλιεργείται η αίσθηση της κοινότητας. «Υπήρξαν, λοιπόν» μας είπε «περιπτώσεις όπου το “Ελληνικό Προξενείο” δημιούργησε έναν αριθμό από “πολιτιστικούς συλλόγους”, συγκέντρωσε τα παιδιά αυτής της μειονοτικής ομάδας και πρόσφερε χαμηλού επιπέδου, ανεπίσημη εκπαίδευση, “κατάλληλη για Ρομά”. Ένα ελκυστικό πρόγραμμα, με χαμηλές απαιτήσεις και πίεση, που δεν θα επέτρεπε — το πιο σημαντικό — καμία τουρκική ή ισλαμική κατήχηση».
Ο ίδιος θυμάται ότι μια μέρα είδε στο παζάρι τον πατέρα ενός Ρομά μαθητή που έλειπε πολύ καιρό από το σχολείο. Τον ρώτησε πού ήταν ο γιος του και ο πατέρας τού απάντησε ότι τον είχαν γράψει σε άλλο σχολείο. Ο Μαυρομμάτης όμως ρώτησε τον διευθυντή, ο οποίος του είπε ότι δεν είχε ιδέα και δεν είχε υπογράψει καμία μεταγραφή.
«Κατεβαίνω λοιπόν στον μαχαλά» μας είπε «και ρωτάω γύρω γύρω. Βρίσκω ότι το υποτιθέμενο σχολείο είναι μια πρωτοβουλία ενός συλλόγου Ρομά, με την υποστήριξη του γραφείου του υπουργείου Εξωτερικών από την Ξάνθη, που στοχεύει να “συγκεντρώσει και να προσφέρει εκπαίδευση σε παιδιά Ρομά που γυρνάνε στους δρόμους”. Οπότε πάω στον διευθυντή της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων και του λέω: “Τι κάνεις εδώ;” “Δεν πρόκειται ν’ αφήσω αυτά τα παιδιά στα δικά σας τα χέρια” μου λέει».
«Οι Ρομά ήταν πιο εύκολοι στόχοι γι’ αυτή την πολιτική» πιστεύει ο Δημήτρης Χριστόπουλος «διότι οι συνθήκες στις οποίες ζουν είναι φρικτές αλλά και επειδή ήδη βίωναν διακρίσεις και αποκλεισμό στους κόλπους της τουρκικής μειονότητας».
«Ένα είδος πινγκ-πονγκ, στο όριο του γελοίου»
«Δεν είναι μόνο ότι οι Ρομά στη Θράκη δεν ταυτίζονταν με την Τουρκία» μας είπε η Σεβαστή Τρουμπέτα, που είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους Μουσουλμάνους της Θράκης. Το παράδειγμα των Πομάκων και των Τσιγγάνων. «Είναι και ότι η Τουρκία τους έδιωξε. Ακόμη και οι άνθρωποι που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν αυτά που το τουρκικό κράτος είχε να προσφέρει στη μειονότητα της Δυτικής Θράκης, αυτοί που πήγαν στην Τουρκία να φοιτήσουν στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, εκδιώχθηκαν. Οι Ρομά έχουν βιώσει αποκλεισμό όχι μόνο από την ελληνική πλευρά αλλά και από το τουρκικό κράτος και εντός της ίδιας της μειονότητας».
Σύμφωνα πάντως με τον Γιώργο Μαυρομμάτη, όταν η νέα ελληνική πολιτική έγινε εμφανής, αναζωπυρώθηκε και το ενδιαφέρον της Τουρκίας, γεγονός που οδήγησε «σε ένα είδος πινγκ-πονγκ, στο όριο του γελοίου». Θυμάται ανθρώπους από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, υπό τον μανδύα κάποιου πολιτιστικού συλλόγου, να εμφανίζονται στο Δροσερό, τον οικισμό Ρομά στην Ξάνθη, και να φορτώνουν τρία λεωφορεία με κόσμο. Τους πήγαν στην Τήνο για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, που λατρεύεται από πολλούς Ρομά στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. «Μία εβδομάδα αργότερα, εμφανίζονται άνθρωποι από το τουρκικό προξενείο, προσφέροντας δωρεάν περιτομές για όλα τα αγόρια — που φυσικά έχουν μουσουλμανικά ονόματα, αλλά καμία σχέση με το Ισλάμ».
Ζήτημα ταυτότητας
Πίσω στο Αλάν Κογιού, οι ακαδημαϊκές τοποθετήσεις για τη γεωπολιτική και τις επιπτώσεις της στις μειονότητες μοιάζουν από άλλο κόσμο — αλλά μόνο στην αρχή. Ακούγοντας τον Γιάννη Δημόπουλο, η ιστορία του Μαυρομμάτη δεν μοιάζει τόσο διαφορετική. Ο Γιάννης μας είπε ότι οι περισσότεροι στο Αλάν Κογιού είναι μουσουλμάνοι αλλά «πιστεύουν περισσότερο στον Χριστό και την Παναγία». «Εγώ επίσης είμαι χριστιανός» μας είπε, «όπως όλη μου η οικογένεια. Έχουμε βαφτιστεί. Λέμε ότι είμαστε Ρομά Έλληνες πολίτες. Δεν έχει σημασία που τον έναν τον λένε Χασάν ή την άλλη Αϊσέ. Τα ονόματά τους έμειναν έτσι από την εποχή των προπαππούδων τους. Και μερικοί θα ήθελαν και να τα αλλάξουν αλλά δεν το κάνουν από σεβασμό στους προπαππούδες τους. Δεν είναι τουρκόφωνοι και τέτοια πράγματα. Μόνο τα ονόματά τους είναι μουσουλμανικά».
Ο Γιάννης πιστεύει ότι οι Ρομά που επιδεικνύουν τη μουσουλμανική θρησκεία τους «έχουν το τουρκικό προξενείο από πίσω». «Πέρυσι» μας είπε «ήρθε ο Ερντογάν εδώ και ξεσήκωνε τον κόσμο. Ήμουν ο πρώτος που αντέδρασε, κόντεψα να πιαστώ στα χέρια με έναν από το προξενείο».
Τα λόγια του Γιάννη Δημόπουλου αντανακλούν τη βιωματική κατανόηση του γεωπολιτικού ρήγματος πάνω στο οποίο βρίσκεται το σπίτι του.
«Όλα πρέπει να γυρνούν γύρω από ταυτότητες κατασκευασμένες από εθνικά κέντρα. Είσαι Έλληνας; Είσαι Τούρκος;»
Με τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας να διανύουν άλλη μια περίοδο έντασης, ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει παραλείψει να εμπλέξει το μειονοτικό ζήτημα: «Η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει» είπε τον περασμένο Αύγουστο «πρακτικές που αποτελούν κρατική τρομοκρατία εναντίον των αδελφών μας στη Δυτική Θράκη». Όλοι παρακολουθήσαμε την πρόσφατη αντιδικία ανάμεσα στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια και τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Και το γεγονός ότι ο Τούρκος υπουργός ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την περασμένη εβδομάδα ότι αποφάσισε να συνδυάσει την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Αθήνα με τη σημερινή του, «ιδιωτική» επίσκεψη στη Δυτική Θράκη δείχνει ότι η μειονότητα εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή ως αν μη τι άλλο διαπραγματευτικό όπλο.
Η Σεβαστή Τρουμπέτα πιστεύει ότι οι Ρομά είναι «παγιδευμένοι στη γωνία». «Αν σε κάποιον ζητηθεί να αυτοπροσδιοριστεί» μας είπε «υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι να το κάνει: είμαι γυναίκα, είμαι παιδί, είμαι ξυλουργός, είμαι επιστήμονας. Αλλά όχι, όλα πρέπει να γυρνούν γύρω από ταυτότητες κατασκευασμένες από εθνικά κέντρα. Πρέπει να είναι το ένα ή το άλλο. Είσαι Έλληνας; Είσαι Τούρκος;»
Τρεις κατηγορίες
Ο Γιουνγκέρ Αλίογλου μένει στο Δροσερό. Είναι ο πρώτος άνθρωπος από το Δροσερό που τελείωσε το πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως νηπιαγωγός στην Ξάνθη. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός και επέμενε να τελειώσει ο Γιουνγκέρ το σχολείο. Πήγε στο μειονοτικό δημοτικό και ύστερα, με τη βοήθεια μιας δασκάλας, στο ελληνικό γυμνάσιο. Η μητέρα του δεν μιλούσε ελληνικά, μόνο ρομανί και τουρκικά, οπότε τα πράγματα δεν ήταν εύκολα.
Το Δροσερό είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το Αλάν Κογιού. Και πάλι, όμως, οι σιδηροδρομικές γραμμές που το χωρίζουν από την πόλη της Ξάνθης θεωρούνται ένα είδος συνόρου. Οι Ρομά είναι από τη μία, οι υπόλοιποι από την άλλη. Δεν βλέπει κανείς πολλούς Ρομά πέρα από το «σύνορο». Κάποιοι πουλάνε πραμάτεια στη Σαββατιάτικη αγορά της Ξάνθης, που χρονολογείται από τον 15ο αιώνα, άλλοι στέκονται σε ουρές σε δημόσιες υπηρεσίες, πουλάνε μπαλόνια στην κεντρική πλατεία ή ζητιανεύουν με τα παιδιά τους.
Δεν είναι πολλοί στο Δροσερό τυχεροί σαν τον Γιουνγκέρ που είχε γονείς που επέμεναν να τελειώσει το σχολείο και μια δασκάλα να τον βοηθήσει. «Κάθε χρόνο» μας είπε «οι συμμαθητές μου από το Δροσερό γίνονταν λιγότεροι. Τα τελευταία τρία χρόνια ήμουν μόνος. Σήμερα, από έναν πληθυσμό περίπου 7.000 ανθρώπων, έχουμε δέκα αγόρια στο τεχνικό λύκειο και τρία κορίτσια κοντά στην αποφοίτηση».
Με περηφάνια μας είπε πως αυτά τα κορίτσια εμπνεύστηκαν από την κόρη του, τη Βιζντάν, την πρώτη γυναίκα από το Δροσερό που μπήκε στο πανεπιστήμιο. Δεν την έστειλε στο σχολείο που πλέον υπάρχει στο Δροσερό, διότι θεωρεί πως το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με τα σχολεία «έξω από το χωριό». Έχει τέσσερις κόρες και πιστεύει ότι οφείλει να τις υποστηρίξει, όπως υποστήριξαν τον ίδιο οι γονείς του.
«Τις μεγάλωσα λέγοντάς τους ότι πρέπει να πάνε στο σχολείο και να μην παντρευτούν πολύ μικρές όπως θα έβλεπαν να κάνουν οι φίλες τους». Μία από τις κόρες του δεν ακολούθησε τη συμβουλή του και παντρεύτηκε στα δεκαεπτά. Έχει ένα παιδί.
«Έχουμε οικονομικές δυσκολίες» μας είπε ο Γιουνγκέρ. «Όταν πέρασε πανεπιστήμιο η Βιζντάν, με πλησίασε ένας από το Δροσερό ο οποίος είναι θρησκευόμενος και μου είπε “αν ήταν η κόρη σου κλειστεί με μαντήλα, θα είχε μεγάλη βοήθεια. Διαφορετικά δυστυχώς δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε. Ποτέ δεν είναι αργά να βάλει τη μαντήλα. Και θα την βοηθήσουμε”. Εγώ του απάντησα: φίλε μου, μαντήλα η δική μου οικογένεια δεν φοράει, είμαστε ελεύθεροι και τη βοήθειά σου κράτα την για σένα. Δεν ξέρω ποιοι θα ήταν αυτοί που θα βοηθούσαν, πρέπει να μπεις στο παιχνίδι για να τους ξέρεις…»
Ο Γιουνγκέρ μάς κάλεσε στο σπίτι του, το οποίο ανήκει στην «πρώτη κατηγορία». «Είμαστε χωρισμένοι σε τρεις κατηγορίες εδώ» μας εξήγησε. «Η πρώτη είναι αυτό που βλέπετε». Ένα κανονικό σπίτι, με δύο δωμάτια, ένα για το ζευγάρι κι ένα για τα παιδιά, ένα καθιστικό, μια κουζίνα κι ένα μπάνιο. «Ύστερα είναι τα σπίτια όσων δουλεύουν στην αγορά ή στα χωράφια. Η τρίτη κατηγορία είναι οι παράγκες».
Η Βιζντάν κάθισε μαζί μας όσο μιλούσαμε, αλλά δεν είπε πολλά, ακόμη κι όταν οι γονείς της μας περιέγραψαν πόση μοναξιά ένιωθε στα σχολικά της χρόνια ή μας αφηγήθηκαν τα σχόλια για το τι έκανε ένα κορίτσι έξω τα βράδια ή τι δουλειά είχε σε καφέ, να μιλάει σε αγόρια ή να δείχνει την κοιλιά της.
Όταν, λίγες μέρες αργότερα, πήγαμε για καφέ με τη Βιζντάν, επέμεινε ότι δεν την ενοχλούν όσα λέγονται γι’ αυτήν, όπως το ότι στα είκοσι-ένα είναι ήδη γεροντοκόρη. Μας είπε πως θέλει να παντρευτεί αλλά μόνο αφού βρει δουλειά. Και θέλει να μείνει κοντά στο χωριό της, το οποίο λατρεύει. Μερικές φορές κάνει πλάκα με τις καινούργιες της φίλες από το πανεπιστήμιο, που όταν την πρωτογνώρισαν, δεν πίστευαν ότι είναι Ρομά. «Μα κοιτάξτε» τους έλεγε, «έχω πολύ μακριά μαλλιά! Και χορεύω!»
Εθνική συνείδηση
Ο Γιουνγκέρ βοηθάει κάποια παιδιά μετά το σχολείο. «Δεν μπορώ να το κάνω για όλο το Δροσερό, όπως καταλαβαίνετε» μας είπε. «Το κάνω απλώς για κάποιους γείτονες. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να προσφέρει υποστηρικτική διδασκαλία, ώστε να μένουν τα παιδιά στο σχολείο».
Καθώς μιλούσαμε, κατέφθασαν τα παιδιά. Ήταν 28η Οκτωβρίου και, όπως οι περισσότεροι μαθητές στην Ελλάδα, ζωγράφισαν ελληνικές σημαίες.
«Ήταν 100% Τούρκος πριν, τώρα είναι 50% Τούρκος»
Για τον Γιουνγκέρ, αυτό που τους χωρίζει από τους Τούρκους είναι η γλώσσα. Είναι όλοι μουσουλμάνοι αλλά οι Τούρκοι μιλούν τουρκικά και αυτοί ρομανί. Όταν τον ρωτήσαμε πώς έγινε κι αυτός μιλάει και τουρκικά, μας είπε ότι τα μαθαίνουν ως ξένη γλώσσα, όπως και τα ελληνικά. Θεωρεί ότι μόνο οι Ρομά που νιώθουν ντροπή γι’ αυτό που είναι αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι.
«Επειδή είναι αμόρφωτοι εδώ» μας είπε, «δεν παραδέχονται ότι είναι Ρομά. Δεν είμαστε Ρομά λένε. Ναι, είμαστε, τους λέω. Πήγα στο καφενείο, πήρα ένα χαρτί, τράβηξα μια γραμμή, έφτιαξα δυο στήλες κι έβαλα το όνομά μου πάνω από τη μία και το όνομα του άλλου πάνω από την άλλη. Είπα για τα έθιμα, τις συνήθειές μας. Εγώ το κάνω αυτό, του είπα. Εσύ το κάνεις; Ναι, μου είπε. Κι έκανα δυο λίστες. Παραδέχτηκε τα μισά από όσα κάνει. Ήταν 100% Τούρκος πριν, τώρα είναι 50% Τούρκος».
Τον ρωτήσαμε ευθέως πώς αυτοπροσδιορίζεται. «Είμαστε όλοι Ρομά μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες» μας είπε. «Το λέω σε όλους αυτό. Όταν σε ρωτάνε, λέω, θα απαντάς: Είμαι Έλληνας πολίτης, η συνείδησή μου είναι εθνική».
Ποιος ρωτάει;
Πίσω στην Αθήνα, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι η έννοια της ταυτότητας στις κοινότητες των Ρομά παραμόνευε σχεδόν σε καθετί που είδαμε ή ακούσαμε: στο «χορεύω» της Βιζντάν, στις ζωγραφιές των παιδιών, στις λίστες του Γιουνγκέρ, στις δύο ελληνικές σημαίες στο σπίτι της μητέρας του Γιάννη. Κι όμως, παρά την αυτοπεποίθηση με την οποία γίνονται όλες αυτές οι δηλώσεις ταυτότητας, έμοιαζαν κατά κάποιο τρόπο εκτός θέματος.
«Όταν σκέφτεστε τους Ρομά στην αποκαλούμενη μουσουλμανική μειονότητα» μας είπε ο Δημήτρης Χριστόπουλος, «πρέπει να σκέφτεστε πρώτα τι σημαίνει να είσαι Ρομά, όχι τι σημαίνει να ανήκεις στη μουσουλμανική μειονότητα. Ρομά σημαίνει κάτι βαθύτατα ανομοιογενές, εξαιρετικά κινητικό και πολύ ταξικό. Είναι κάτι έντονα κοινωνικό. Όταν απομακρυνθείς από την κοινότητα, αλλάζει. Υπάρχουν άνθρωποι στον μη-Ρομά πληθυσμό που θα καταλάβει κανείς ότι έχουν καταγωγή Ρομά μόνο αν, για παράδειγμα, είναι ακτιβιστές και διεκδικούν αυτή την ταυτότητα. Αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί, ανυπολόγιστα πολλοί, άνθρωποι στην Ελλάδα σήμερα που ήταν Ρομά. Και φεύγοντας από την ταξική συνθήκη του να είναι Ρομά, σταμάτησαν να είναι Ρομά».
«Η ταυτότητα διαμορφώνεται πάντοτε σε ένα πλαίσιο» μας επεσήμανε ο Γιώργος Μαυρομμάτης. «Αν κάποιος μπει σε μια συγκέντρωση και ρωτήσει “Ποιος είναι Ρομά εδώ;”, τότε θα ρωτήσουμε κι εμείς: Ποιος ρωτάει; Και γιατί;»
Ρωτούσαμε εμείς. Έλληνες, μη-Ρομά δημοσιογράφοι από την Αθήνα. Σημαίνει αυτό, αναρωτηθήκαμε, ότι οι Ρομά της Θράκης, αντιμέτωποι με εθνικιστικές πιέσεις από δύο πλευρές, χρησιμοποιούσαν την ταυτότητά τους ως κάποιου είδους νόμισμα, κάποιου είδους ανταλλακτική αξία; Θέσαμε το ερώτημα στον Χρήστο Ηλιάδη, μεταδιδακτορικό ερευνητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εθνικό συντονιστή του JUSTROM, ενός προγράμματος του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόσβαση των γυναικών Ρομά στη δικαιοσύνη.
«Περιμένουμε εκατό χρόνια να φύγουμε»
«Θα μπορούσα να συμφωνήσω μ’ αυτό» μας είπε, «αλλά μετά θα έλεγα: το ίδιο δεν κάνουμε όλοι; Θέλω να πω, αν έχουμε σπουδάσει σ’ ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, αν είμαστε μέλη κάποιου πολιτικού κόμματος, δεν τα χρησιμοποιούμε αυτά ως ταυτοτικά χαρακτηριστικά για να προοδεύσουμε; Δεν εκμεταλλεύονται όλοι οι άνθρωποι παντού αυτό που είναι, αν τους δοθεί η ευκαιρία; Απλώς στη Θράκη αυτό πολιτικοποιείται σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Συνεπώς, το θέμα δεν είναι αν κάποιος χρησιμοποιεί την ταυτότητά του, διότι όλοι το κάνουμε αυτό, αλλά αν κάποιος άλλος εργαλειοποιεί αυτή τη χρήση. Κάθε ταυτότητα μπορεί να εργαλειοποιηθεί στο κατάλληλο πλαίσιο, το ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποιος να τη ζητήσει, να την πληρώσει, να σε βάλει στο πρόγραμμα».
Το τίμημα, σε κάθε περίπτωση, μοιάζει αρκετά χαμηλό. Η μεταφορά των ανθρώπων από το Αλάν Κογιού σε καλύτερη τοποθεσία, με επαρκή στέγαση και υψηλότερες βιοτικές συνθήκες, είναι μια υπόσχεση που οι Ρομά έχουν ακούσει πολλές φορές μέσα στα χρόνια.
«Αλλά πότε;» μας είπε ο Γιάννης Δημόπουλος. «Δεν έχουμε ούτε αποχέτευση εδώ. Είμαι σαράντα οκτώ και θυμάμαι τον παππού μου να μου λέει ότι θα μετεγκατασταθούμε. Περιμένουμε εκατό χρόνια να φύγουμε».
Θυμηθήκαμε ξαφνικά πως μας διέφυγε να τον ρωτήσουμε γιατί ακριβώς ήταν απαραίτητες δύο ελληνικές σημαίες. Όταν πια είχαμε γυρίσει πίσω, δεν χρειαζόταν.
Αυτή είναι η εκτενέστερη, ελληνόγλωσση εκδοχή του άρθρου Identity Geopolitics: Nation, Faith and the Roma of Western Thrace, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα Balkan Insight. Την αγγλόγλωσση εκδοχή επιμελήθηκε ο Neil Arun. Τα άρθρα γράφτηκαν στο πλαίσιο του Fellowship for Journalistic Excellence, με την υποστήριξη του ιδρύματος ERSTE, σε συνεργασία με το Balkan Investigative Reporting Network.