Αυτό είναι το τρίτο μέρος της έρευνας. Διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος.
Το Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο) είναι η κυλιόμενη πολυμεσική δημοσιογραφική έρευνα του συγγραφέα και βραβευμένου με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times, Ίαν Ουρμπίνα. Το Reporters United έχει αναλάβει τη δημοσίευση κειμένων και οπτικοακουστικού υλικού από το πρότζεκτ, το οποίο προσεγγίζει το πώς παράνομες πράξεις και εγκλήματα στην ανοιχτή θάλασσα θέτουν σε κίνδυνο αφενός τις ζωές αλιέων και ναυτικών, αφετέρου τη βιοποικιλότητα και τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
O συγγραφέας και βραβευμένος με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times Ίαν Ουρμπίνα, μαζί με τους συντελεστές της κυλιόμενης πολυμεσικής δημοσιογραφικής έρευνας του Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο), πραγματοποιεί πολύμηνη έρευνα για το πώς η ΕΕ χρηματοδοτεί την ακτοφυλακή της Λιβύης για να εμποδίσει τους μετανάστες να φτάσουν με βάρκες στις ακτές της Ευρώπης. Ο Ουρμπίνα περιγράφει την ιστορία του Αλιού Καντέ, του 28χρονου μετανάστη από τη Γουινέα Μπισσάου, που κατέληξε αιχμάλωτος σε μια από τις μυστικές φυλακές της Λιβύης στην προσπάθειά του να διασχίσει τη Μεσόγειο για να φτάσει στην Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Ουρμπίνα αιχμαλωτίστηκε και εξαφανίστηκε σε μια μυστική φυλακή από μια ένοπλη πολιτοφυλακή, όπου αυτός και οι άλλοι κακοποιήθηκαν σοβαρά. Από τους ξυλοδαρμούς υπέστη αρκετά σπασίματα στα πλευρά και βλάβη στα νεφρά. Μάλιστα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο Λευκός Οίκος επενέβησαν και διαπραγματεύτηκαν την απελευθέρωσή του, η οποία επιτεύχθηκες μετά από έξι ημέρες αιχμαλωσίας.
Το Reporters United δημοσιεύει σε τρεις συνέχειες το μεγάλο κείμενο της παραπάνω δημοσιογραφικής έρευνας, στο πλαίσιο της σταθερής συνεργασίας μας με τον Ίαν Ουρμπίνα. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό The New Yorker, καθώς και στο Outlaw Ocean. Ακολουθεί το τρίτο μέρος της έρευνας.
Μερικές μέρες μετά την άφιξή μου στη Λιβύη, ταξίδεψα στα καταλύματα προσφύγων στο Γκαργκαρές, για να μιλήσω με πρώην κρατούμενους. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η περιοχή ονομαζόταν Campo 59 και ήταν στρατιωτική φυλακή υπό την ηγεσία των Ιταλών και στη συνέχεια των Γερμανών. Σήμερα είναι ένας λαβύρινθος από σοκάκια και στενά δρομάκια γεμάτα με φαστφουντάδικα και καταστήματα κινητών τηλεφώνων, ενώ οι επιδρομές από πολιτοφυλακές γίνονται σε καθημερινή βάση. Ο Σουμαχόρο, ο φίλος του Καντέ που τους έστειλαν μαζί στο Αλ Μαμπάνι όταν η σχεδία τους αιχμαλωτίστηκε, με συνάντησε στον κεντρικό δρόμο και με οδήγησε βιαστικά σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα στο οποίο βρίσκονταν και άλλοι δύο μετανάστες. Όσο τρώγαμε τσάνα μασάλα –παραδοσιακό ινδικό φαγητό με ρεβύθια και κάρυ– μου μίλησε για την εμπειρία του στη φυλακή. «Μου είναι πολύ δύσκολο να μιλάω για αυτό», μου είπε.
Οι μετανάστες στο Αλ Μαμπάνι ξυλοκοπούνταν ακόμα και επειδή ψιθύριζαν μεταξύ τους, μιλούσαν στη μητρική τους γλώσσα και γελούσαν. Οι ταραχοποιοί κρατούνταν για μέρες στο «δωμάτιο απομόνωσης», ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο πίσω από το κελί των γυναικών με μια πινακίδα Καύσιμα Shell να κρέμεται μπροστά.
Στο κελί δεν υπήρχε ούτε μπάνιο, αναγκάζοντας τις φυλακισμένες γυναίκες να χρησιμοποιούν τη γωνία του κελιού ως τουαλέτα· η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη που οι φρουροί φορούσαν μάσκες όποτε βρίσκονταν εκεί. Οι φρουροί θα έδεναν τα χέρια της κρατουμένης σε ένα σχοινί που κρεμόταν από μια ατσάλινη δοκό στο ταβάνι και θα την έδερναν. «Δεν είναι τόσο κακό να βλέπεις έναν φίλο ή έναν άντρα να φωνάζει όταν τον βασανίζουν», είπε ο Σουμαχόρο. «Αλλά να βλέπεις έναν άντρα 1.80 να βαράει μια γυναίκα με ένα μαστίγιο…» Τον Μάρτιο ο Σουμαχόρο οργάνωσε μια απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στη βία των φρουρών και οδηγήθηκε στο δωμάτιο απομόνωσης, όπου τον κρέμασαν ανάποδα και τον χτύπησαν επανειλημμένα. «Σε κρεμούν σαν βρεγμένο ρούχο», είπε.
Αρκετοί από τους πρώην κρατούμενους που μίλησα στην Τρίπολη είπαν ότι είχαν γίνει μάρτυρες σεξουαλικής βίας και εξευτελισμού. Η Ατζάρα Κεϊτά, μια 36χρονη μετανάστρια από την Ακτή Ελεφαντοστού που ήταν αιχμάλωτη στο Αλ Μαμπάνι για δύο μήνες, μου ανέφερε ότι οι φρουροί έπαιρναν συχνά τις γυναίκες από τα κελιά τους και τις βίαζαν. «Οι γυναίκες επέστρεφαν κλαμμένες», είπε. Μια φορά, αφότου δύο γυναίκες δραπέτευσαν από το Αλ Μαμπάνι, οι φρουροί, σε μια φαινομενικά τυχαία πράξη αντιποίνων, άρπαξαν την Κεϊτά, την πήγαν σε ένα κοντινό γραφείο και την έδειραν.
«Ήξερα ότι θα με έβρισκαν και θα με χτυπούσαν αν προσπαθούσα να φύγω»
Μοχάμεντ Σούμα, κρατούμενος στο Αλ Μαμπάνι
Οι φρουροί χρησιμοποιούσαν μετανάστες ως συνεργάτες, μια πρακτική που δημιουργούσε διχασμό στους κρατούμενους. Ο Μοχάμεντ Σούμα, ένας 23χρονος από τη Γουινέα, προσφέρθηκε να βοηθήσει σε καθημερινές δουλειές και σε σύντομο χρονικό διάστημα προσπάθησαν να του αποσπάσουν πληροφορίες: Ποιοί μετανάστες μισιόντουσαν; Ποιοι δημιουργούσαν φασαρίες; Όταν η συνεργασία τους ξεκίνησε, οι υπόλοιποι κρατούμενοι άρχισαν να τον φωνάζουν «μαντούμπ», «αντιπρόσωπο» στα αραβικά. Όταν έπρεπε να πληρώσουν λύτρα για να φύγουν, ο Σούμα χειριζόταν τις διαπραγματεύσεις. Για ανταμοιβή, του επέτρεπαν να κοιμηθεί στο ιατρείο ή μαζί με τους μάγειρες, που έμεναν απέναντι από τα καταλύματα. Κάποια στιγμή, ως δώρο για την αφοσίωσή του, οι φρουροί του επέτρεψαν να διαλέξει ποιοι μετανάστες θα ελευθερωθούν. Μπορούσε ακόμη και να φύγει από τα καταλύματα, αν και ποτέ δεν πήγε μακριά.
Καθημερινότητα βίας και απελπισίας
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα επισκέπτονταν τη φυλακή δύο φορές την εβδομάδα και ανακάλυψαν ότι οι κρατούμενοι ήταν γεμάτοι μελανιές και κοψίματα, απέφευγαν την οπτική επαφή και τινάζονταν στο άκουσμα δυνατών θορύβων. Υπήρχαν φορές που οι μετανάστες θα τους έδιναν κρυφά ραβασάκια απόγνωσης γραμμένα στο πίσω μέρος σκισμένων φυλλαδίων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Πολλοί έλεγαν στους γιατρούς ότι ένιωθαν «εξαφανισμένοι» και ζητούσαν κάποιος να ενημερώσει την οικογένειά τους ότι είναι ζωντανοί.
Σε μια επίσκεψη, οι γιατροί δεν χωρούσαν να μπουν στο κελί του Καντέ: εκτιμάται ότι υπήρχαν τρεις κρατούμενοι ανά τετραγωνικό μέτρο. Αντ’ αυτού, εξέτασαν τους μετανάστες στην αυλή. Ο συνωστισμός ήταν τόσο έντονος που υπήρχε εξάπλωση φυματίωσης, ανεμοβλογιάς, μυκητιάσεων και COVID-19. Οι γιατροί ενημερώθηκαν για περιστατικά ξυλοδαρμών από το προηγούμενο βράδυ και κατέγραψαν κατάγματα, κοψίματα, εκδορές και επιφανειακά τραύματα· ένα παιδί τραυματίστηκε τόσο σοβαρά που δεν μπορούσε να περπατήσει.
Λίγες εβδομάδες μετά τη σύλληψη του Καντέ, μέλη της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης (International Rescue Committee), η οποία χρηματοδοτείται κυρίως από χρήματα της ΕΕ, έφεραν στη φυλακή νερό και κουβέρτες όπως είχε ζητήσει. Όμως, μια εβδομάδα αργότερα, ανακοίνωσαν ότι δεν θα βοηθούσαν πια το Αλ Μαμπάνι αφού ανακάλυψαν ότι οι φρουροί είχαν κρατήσει κάποιες από τις προμήθειες για τους εαυτούς τους. Κοντά στα τέλη του Μαρτίου, ο Σερίφ Χαλίλ, προξενικός υπάλληλος από την πρεσβεία της Γουινέας, επισκέφτηκε τη φυλακή. Ο Καντέ μπήκε στη σειρά, προσποιούμενος ότι ήταν από τη Γουινέα, και ρώτησε αν η πρεσβεία μπορούσε να τον βγάλει έξω, αλλά ο Χαλίλ δεν είχε τη δικαιοδοσία να βοηθήσει. «Ήταν απελπισμένος», μου είπε ο Χαλίλ.
Στα μισά του φαγητού μου με τον Σουμαχόρο, χτύπησε το τηλέφωνό μου και ένας αστυνομικός ξεκίνησε να ουρλιάζει στο ακουστικό: «Δεν επιτρέπεται να μιλάς στους μετανάστες. Δεν μπορείς να βρίσκεσαι στο Γκαργκαρές». Μου είπε ότι αν δεν έφευγα αμέσως, θα με συλλάμβανε. Όταν επέστρεψα στο αμάξι μου, ο αστυνομικός, που με περίμενε εκεί, μου είπε ότι αν μιλούσα και σε άλλους μετανάστες θα με πετούσαν έξω από τη χώρα. Μετά από αυτό, η ομάδα μου και εγώ δεν επιτρεπόταν να πάμε μακριά. Αν οι πρώην κρατούμενοι ήθελαν να πουν τις ιστορίες τους, έπρεπε να τους φέρω κρυφά στο ξενοδοχείο μου.
Όσο ο Καντέ καθόταν στο κελί του, περιμένοντας την απελευθέρωσή του τις μέρες του Ραμαζανιού, βρήκε τρόπους να περάσει την ώρα του: προσπαθούσε να μάθει αραβικά με τον Λούθερ και έπαιζε πόκερ. Ο Λούθερ έγραψε στο ημερολόγιό του για τη διαμαρτυρία των γυναικών κρατουμένων: «Είναι καθισμένες στο πάτωμα με τα εσώρουχά τους γιατί απαιτούν να αφεθούν ελεύθερες». Οι δυό τους έβγαζαν ψευδώνυμα στους φρουρούς, με βάση τις εντολές που βροντοφώναζαν. Τον έναν τον φώναζαν «χάμσα χάμσα», «πέντε πέντε» στα αραβικά, φράση που φώναζε την ώρα του φαγητού για να τους υπενθυμίζει ότι πέντε άνθρωποι έπρεπε να μοιραστούν ένα μπολ. Ένας άλλος φρουρός είχε το ψευδώνυμο «γκαμίς» ή «κάτσε κάτω», μιας και πάντα φρόντιζε να μην σηκώνεται κανείς όρθιος. Ο «ησυχίας» ήταν αυτός που σταματούσε τις συζητήσεις. Κάποια στιγμή, ο Καντέ και ο Λούθερ βοήθησαν έναν μετανάστη που φαινόταν να έχει πάθει ψυχωτισό επεισόδιο, χτυπώντας και ουρλιάζοντας. «Ήταν τόσο θυμωμένος που έπρεπε να τον συγκρατήσουμε για να κοιμηθούμε ήσυχοι», έγραψε ο Λούθερ. Στο τέλος οι φρουροί πήγαν τον κρατούμενο στο νοσοκομείο, αλλά, τρεις μέρες αργότερα, επέστρεψε, πιο συγχυσμένος από ποτέ. «Απίστευτη κατάσταση», έγραψε ο Λούθερ.
«Κι άλλη υπομονή για την ελευθερία μας»
Κοντά στα τέλη Μαρτίου, οι φρουροί είπαν στους μετανάστες ότι δεν θα τους άφηναν ελεύθερους κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Ο Λούθερ έγραψε: «Έτσι είναι η ζωή στη Λιβύη. Θα πρέπει να κάνουμε και άλλη υπομονή για να απολαύσουμε την ελευθερία μας». Όμως ο Καντέ ήταν καταβεβλημένος. Όταν είχε συλληφθεί για πρώτη φορά, η ακτοφυλακή είχε αποτύχει περιέργως να κατασχέσει το κινητό του. Από τότε το κρατούσε κρυμμένο, φοβούμενος ότι, σε περίπτωση που τον έπιαναν, θα τον τιμωρούσαν αυστηρά.
Όμως στα τέλη Μαρτίου έστειλε ένα ηχητικό μήνυμα στα αδέρφια του από το WhatsApp, προσπαθώντας να εξηγήσει γρήγορα την κατάσταση: «Δεν μπορείς να έχεις πολύ ώρα ανοιχτό το κινητό εδώ. Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στην Ιταλία από τη θάλασσα. Μας έπιασαν και μας γύρισαν πίσω. Τώρα μας έκλεισαν στη φυλακή». Τους ικέτευσε: «Βρείτε έναν τρόπο να μιλήσετε με τον πατέρα μας». Και μετά περίμενε, ελπίζοντας ότι θα μάζευαν όλοι μαζί το ποσό για τα λύτρα.
Στις δύο τα ξημερώματα της 8ης Απριλίου ο Καντέ ξύπνησε από έναν θόρυβο: αρκετοί σουδανοί κρατούμενοι προσπαθούσαν να ανοίξουν την μπροστινή πόρτα του κελιού με τον αριθμό 4 και να δραπετεύσουν. Ο Καντέ ανησύχησε ότι όλοι οι κρατούμενοι θα τιμωρούνταν και ξύπνησε τον Σουμαχόρο, ο οποίος μαζί με δώδεκα άλλους πήγε να αντιμετωπίσει τους Σουδανούς. «Έχουμε προσπαθήσει να δραπετεύσουμε αρκετές φορές στο παρελθόν», τους είπε ο Σουμαχόρο. «Δεν έπιασε ποτέ. Απλώς μας χτύπησαν». Οι Σουδανοί δεν άκουσαν και ο Σουμαχόρο είπε σε έναν άλλο κρατούμενο να ειδοποιήσει τους φρουρούς, οι οποίοι μπλόκαραν την πόρτα του κελιού με ένα φορτηγό με άμμο.
Οι Σουδανοί ξερίζωσαν τους σιδερένιους σωλήνες από τον τοίχο του μπάνιο και επιτέθηκαν στους μετανάστες που είχαν παρέμβει. Ένας χτυπήθηκε στο μάτι, ενώ ένας άλλος έπεσε στο πάτωμα, με το αίμα να κυλάει από το κεφάλι του. Οι αντίπαλες ομάδες άρχισαν να πετούν η μία στην άλλη παπούτσια, κουβάδες, μπουκάλια σαμπουάν και κομμάτια γυψοσανίδας.
Ο Καντέ είπε στον Σουμαχόρο: «Δεν πρόκειται να πολεμήσω. Είμαι η ελπίδα όλης μου της οικογένειας». Ο καβγάς κράτησε τρεισήμισι ώρες. Μερικοί μετανάστες κάλεσαν βοήθεια, φωνάζοντας «Άνοιξε την πόρτα!». Αντιθέτως, οι φρουροί γελούσαν και ζητωκραύγαζαν, τραβώντας βίντεο τη μάχη με τα κινητά τους σαν να ήταν αγώνας πάλης. «Συνεχίστε να παλεύετε», είπε ένας, προμηθεύοντάς τους με μπουκάλια νερού μέσα από τις μπάρες για να τους κρατήσει ενυδατωμένους. «Αν μπορείτε να τους σκοτώσετε, κάντε το».
Αλλά στις 5:30 το πρωί, οι φρουροί έφυγαν και επέστρεψαν με ημιαυτόματα ντουφέκια. «Ακουγόταν σαν πεδίο μάχης», μου είπε ο Σουμαχόρο. Δύο έφηβοι από τη Γουινέα, ο Ισμαήλ Ντουμπούγια και ο Αγιούμπα Φοφάνα, χτυπήθηκαν στο πόδι. Ο Καντέ, ο οποίος κρυβόταν στο ντους κατά τη διάρκεια του καυγά, χτυπήθηκε στο λαιμό. Παραπάτησε κατά μήκος του τοίχου, βάφοντάς τον με αίμα και μετά έπεσε στο έδαφος. Ο Σουμοχόρο προσπάθησε να επιβραδύνει την αιμορραγία με ένα κομμάτι ύφασμα. Ο Καντέ πέθανε 10 λεπτά αργότερα.
Ο Αλ-Γκρίτλι έφτασε αρκετές ώρες αργότερα ουρλιάζοντας στους φρουρούς: «Τι κάνατε; Μπορείτε να τους κάνετε τα πάντα, αλλά δεν μπορείτε να τους σκοτώσετε!». Οι μετανάστες αρνήθηκαν να παραδώσουν τη σορό του Καντέ αν δεν τους άφηναν ελεύθερους και οι πανικόβλητοι φρουροί κάλεσαν τον Σουμά, τον συνεργάτη τους, για να διαπραγματευτεί.
Τελικά, η πολιτοφυλακή συμφώνησε με τους όρους. «Εγώ, ο Σουμά, θα ανοίξω αυτή την πόρτα και εσείς θα βγείτε έξω», είπε. «Υπάρχει όμως μια προϋπόθεση. Όταν βγείτε έξω, μη δημιουργείτε προβλήματα. Μην προκαλέσετε χάος. Θα είμαι μπροστά σας και θα τρέχουμε μαζί μέχρι την έξοδο».
Λίγο πριν τις 9 το πρωί, οι φρουροί πήραν θέσεις κοντά στην πύλη με τα όπλα υψωμένα. Ο Σουμά άνοιξε την πόρτα του κελιού και είπε στους 300 μετανάστες να τον ακολουθήσουν έξω από τη φυλακή σιγά-σιγά, σε μια σειρά, χωρίς να μιλάνε. Οι πρωινοί εργαζόμενοι επιβράδυναν για να χαζέψουν τους μετανάστες καθώς έφευγαν από τις φυλακές και διασκορπίζονταν στους δρόμους της Τρίπολης.
Η σύλληψη της δημοσιογραφικ΄ής ομάδας
Την έκτη ημέρα της διαμονής μου στην Τρίπολη, προσπαθούσαμε με την ομάδα μου να ενώσουμε τα κομμάτια του παζλ για τον θάνατο του Καντέ. Παρά τις επιθυμίες της κυβέρνησης, είχαμε πάρει συνέντευξη από δεκάδες μετανάστες, αξιωματούχους και ανθρωπιστικές οργανώσεις. Όμως είχα την αίσθηση ότι οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου και οι σωματοφύλακές μας μετέφεραν πληροφορίες στις αρχές.
Αφού μου πέρασαν μια κουκούλα στο κεφάλι, ξεκίνησαν να με χτυπούν -κλωτσιές, γροθιές, πατήματα πάνω στο πρόσωπό μου- προκαλώντας μου δύο σπασμένα πλευρά, αίμα στα ούρα και βλάβη στα νεφρά. Στη συνέχεια με έσυραν έξω από το δωμάτιο.
Την Κυριακή 23 Μαϊου, λίγο πριν τις 8 το βράδυ, καθόμουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και μιλούσα στο τηλέφωνο με τη σύζυγό μου από την Ουάσινγκτον, όταν άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Όπως την άνοιξα, μια ομάδα ένοπλων ανδρών όρμησε στο δωμάτιο, σημαδεύοντας το μέτωπό μου με ένα όπλο και φωνάζοντας: «Πέσε στο πάτωμα!».
Η υπόλοιπη ομάδα ήταν στον δρόμο για φαγητό, σε ένα μαγαζί κοντά στο ξενοδοχείο. Ένα λευκό φορτηγό έπεσε πάνω σε ένα αυτοκίνητο, κλείνοντας τον δρόμο, και γύρω στους έξι άνδρες με κουκούλες και ημιαυτόματα όπλα, πήδηξαν από το πίσω μέρος. Πήραν τον οδηγό της ομάδας υπό την απειλή όπλου, έδεσαν τα μάτια των συναδέλφων μου και έφυγαν. Μας πήγαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ανάκρισης, όπου με χτύπησαν ξανά στο κεφάλι και τα πλευρά. Μπορούσα να διακρίνω τις φωνές των ανδρών να απειλούν τους υπόλοιπους.
«Σκύλε!» φώναξε κάποιος στον φωτογράφο μας Πιέρ Κατάρ, χτυπώντας τον στο πρόσωπο. Στη γυναίκα της ομάδας Μέα Ντολς ντε Γιόνγκ, Ολλανδή κινηματογραφίστρια, ψιθύριζαν σεξουαλικά υπονοούμενα, όπως «θέλεις έναν λίβυο γκόμενο;». Μετά από λίγες ώρες, μας έβγαλαν τις ζώνες, τα δαχτυλίδια και τα ρολόγια και μας έβαλαν σε κελιά.
«Ξέρουμε ότι δουλεύεις για τη CIA»
Αργότερα θα ανακάλυπτα -συγκρίνοντας δορυφορικές εικόνες με όσα προλάβαμε να διακρίνουμε από τη γύρω περιοχή- ότι μας κρατούσαν σε μια μυστική φυλακή, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την ιταλική πρεσβεία. Οι απαγωγείς μας είπαν ότι είναι μέλη της «Λιβυκής Μυστικής Υπηρεσίας», μιας υπηρεσίας της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας -η οποία επιβλέπει το Αλ Μαμπάνι- με διασυνδέσεις με την πολιτοφυλακή της ταξιαρχίας Αλ-Ναγουασί. Οι απαγωγείς μας καυχιόντουσαν ότι είχαν συνεργαστεί με την κυβέρνηση Καντάφι. Ένας από αυτούς, που μιλούσε αρκετά καλά αγγλικά ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε, ισχυρίστηκε ότι είχε περάσει ένα διάστημα στο Κολοράντο σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ για τη διοίκηση των φυλακών.
Εγώ μεταφέρθηκα σε ένα κελί απομόνωσης με τουαλέτα, ντους, ένα λεπτό στρώμα και μια κάμερα παρακολούθησης στην οροφή. Οι φρουροί μου έφερναν κονσέρβες με κίτρινο ρύζι και μπουκάλια νερού, μέσω μιας υποδοχής στην πόρτα. Κάθε μέρα περνούσα από ανάκριση για ώρες χωρίς διάλειμμα. «Ξέρουμε ότι δουλεύεις για τη CIA» μου έλεγε διαρκώς ένας από αυτούς. «Εδώ στη Λιβύη, η κατασκοπεία τιμωρείται με θάνατο». Κάποιες φορές, ακουμπούσε ένα όπλο στο τραπέζι ή με σημάδευε στο κεφάλι. Για τους απαγωγείς, οι κινήσεις που ακολούθησα για να προστατεύσω την ομάδα μου έγιναν αποδεικτικά ενοχής. Για ποιο λόγο να φοράνε συσκευές εντοπισμού και να κουβαλάνε πάνω τους μετρητά και αντίγραφα διαβατηρίων μέσα στα παπούτσια τους; Για ποιο λόγο να έχω εγώ δύο «κρυφές συσκευές εντοπισμού» στο σακίδιό μου (ένα Apple Watch και μια κάμερα GoPro) μαζί με ένα πακέτο χαρτιά με τίτλο «Κρυφό Έγγραφο» (μια λίστα από τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης που είχα ονομάσει «Έγγραφο Ασφαλείας»).
Το γεγονός ότι ήμουν δημοσιογράφος λειτουργούσε περισσότερο ως δευτερεύον έγκλημα παρά ως στοιχείο υπεράσπισης. Οι απαγωγείς μου είπαν ότι ήταν παράνομο να παίρνω συνεντεύξεις για τις παραβιάσεις στο Αλ Μαμπάνι. «Γιατί προσπαθείς να γελοιοποιήσεις τη Λιβύη;» ρώτησαν. Μου έλεγαν επανειλημμένα «εσείς σκοτώσατε τον Τζόρτζ Φλόιντ». Με την ελπίδα ότι θα κατάφερνα να δραπετεύσω, άνοιξα το καπάκι της τουαλέτας, αποσυναρμολόγησα κάποια από τα υδραυλικά και χρησιμοποίησα ένα κομμάτι μέταλλο για να ξεβιδώσω τα κάγκελα του παραθύρου. Χτύπησα τον τοίχο του κελιού και άκουσα από την άλλη πλευρά τον Κατάρ, φωτογράφο της ομάδας, να χτυπάει και εκείνος σε ανταπόκριση, κάτι που με κάποιον τρόπο με καθησύχασε.
Η σύζυγός μου είχε ακούσει απ’ το τηλέφωνο την αρχή της απαγωγής και ειδοποίησε το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, το οποίο άσκησε πιέσεις τον πρόεδρο της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας για την απελευθέρωσή μας. Κάποια στιγμή μας πήραν από τα κελιά για να ηχογραφήσουμε ένα βίντεο ως «απόδειξη ότι είμαστε ζωντανοί». Οι φύλακες μας είπαν να ξεπλύνουμε τα αίματα και τη βρώμα από το πρόσωπό μας και να καθίσουμε σε έναν καναπέ μπροστά από ένα τραπέζι με αναψυκτικά και γλυκά.
«Χαμογελάστε», είπαν και μας έδωσαν οδηγίες ώστε να πούμε στην κάμερα ότι μας φέρονται ανθρώπινα. «Μιλήστε. Να φέρεστε φυσιολογικά». Μετά από πέντε μέρες, η ακτοφυλακή συμφώνησε να μας αφήσει ελεύθερους. Μας ζητήθηκε να υπογράψουμε μια «ομολογία» με έγγραφα γραμμένα στα αραβικά με επιστολόχαρτο από το «Τμήμα Καταπολέμησης Εχθρότητας», τα οποία έφεραν το όνομα ενός αξιωματικού, του Υποστράτηγου Χουσεΐν Μοχάμεντ Αλ-Α’ιμπ. Όταν ρωτήσαμε τι έλεγαν τα χαρτιά που θα υπογράφαμε, οι απαγωγείς ξέσπασαν σε γέλια.
«Δεν ήταν καυγάς. Ήταν σφαίρα»
Η εμπειρία -βαθιά τρομακτική αλλά ευτυχώς σύντομη- προσέφερε μια κλεφτή ματιά στον κόσμο της επ’ αόριστον ομηρίας στη Λιβύη. Συχνά σκέφτομαι την πολύμηνη φυλάκιση του Καντέ και την ακόμα πιο βάναυση κατάληξή της. Στις 28 Μαΐου, μαζί με την ομάδα μου αφεθήκαμε ελεύθεροι και οδηγηθήκαμε με συνοδεία προς την πόρτα. Καθώς πλησιάζαμε, ένας ανακριτής έβαλε το χέρι του στο στήθος μου. «Παιδιά, μπορείτε να φύγετε» είπε. «Ο Ίαν θα μείνει εδώ». Όλοι πάγωσαν. Τότε εκείνος ξέσπασε σε γέλια και είπε ότι απλώς έκανε πλάκα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα αεροπλάνο και πετάξαμε για Τυνησία, επίσημα πια απελαθέντες για το έγκλημα που διαπράξαμε, το «ρεπορτάζ για μετανάστες».
Τις εβδομάδες μετά τον θάνατο του Καντέ, οι φήμες διαδόθηκαν γρήγορα στην πόλη από όσους είχαν δραπετεύσει, ώσπου τελικά έφτασαν μέχρι τον Ουσμάν Σανέ, τον 44χρονο ανεπίσημο προξενικό αντιπρόσωπο της Γουινέας Μπισσάου. Ο Σανέ μαζί με τον Μπαλντέ, τον θείο του Καντέ, πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, όπου τους δόθηκε αντίγραφο της έκθεσης νεκροψίας. Εφόσον οι αρχές δεν γνώριζαν το όνομα του Καντέ, οι φόρμες έμειναν ανώνυμες, ενώ επίσης αναφέρονταν ότι πέθανε σε καυγά, κάτι που εξόργισε τον Σανέ. «Δεν ήταν καυγάς» μου είπε. «Ήταν σφαίρα».
«Η επανάληψη βίαιων περιστατικών και οι σοβαρές βλάβες σε πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς και ο κίνδυνος για το προσωπικό μας, έχει φτάσει σε επίπεδο που δεν μπορούμε πια να δεχτούμε»
Μπεατρίς Λάου, Γιατροί Χωρίς Σύνορα
Αργότερα, ο Σανέ και ο Μπαλντέ πήγαν στο τοπικό νοσοκομείο για να αναγνωρίσουν το πτώμα του Καντέ, τον έβγαλαν έξω σε ένα μεταλλικό φορείο, τυλιγμένο σε ένα λευκό πανί που είχε ανοίξει μερικώς για να αποκαλύψει το πρόσωπό του. Τις επόμενες μέρες ταξίδεψαν στην Τρίπολη εξοφλώντας τα χρέη του Καντέ που προέκυψαν μετά το θάνατό του: 166 ευρώ για τη διαμονή στο νοσοκομείο, 16 για το λευκό σάβανο και τα ταφικά ρούχα, 210 για την επερχόμενη ταφή.
Η οικογένεια του Καντέ έμαθε για τον θάνατό του δύο μέρες μετά. Ο Σάμπα, ο πατέρας του, μου είπε ότι με δυσκολία μπορούσε να κοιμηθεί ή να φάει: «Η θλίψη με επηρεάζει βαθιά». Η Χάβα είχε ήδη γεννήσει την κόρη τους Καντζάτο, που σήμερα είναι δύο χρόνων και μου είπε ότι δεν έχει σκοπό να παντρευτεί ξανά μέχρι να τελειώσει το πένθος της. «Η καρδιά μου έχει ραγίσει», είπε. Η Τζακάρια ήλπιζε ότι η αστυνομία θα συλλάμβανε τους δολοφόνους του αδερφού της. «Δεν νομίζω ότι θα το κάνουν» είπε. «Έφυγε. Έφυγε οριστικά». Οι συνθήκες στη φάρμα έχουν χειροτερέψει, με περισσότερες πλημμύρες και έναν λιγότερο εργάτη. Έτσι, ο Μπόμπο, ο μικρότερος αδερφός του Καντέ, θα επιχειρήσει να κάνει το ταξίδι για την Ευρώπη μόνος του. «Τι άλλο μπορώ να κάνω;» είπε.
Μίσο μέτρο κάτω από τη γη
Μετά τον θάνατο του Καντέ, ο αλ-Γκριτλί τέθηκε σε διαθεσιμότητα από το Αλ Μαμπάνι, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα, επανήλθε. Για περίπου τρεις μήνες, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αρνήθηκαν να μπουν στη φυλακή, ενώ η Μπεατρίς Λάου, επικεφαλής της αποστολής στη Λιβύη, έγραψε: «Η επανάληψη βίαιων περιστατικών και οι σοβαρές βλάβες σε πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς και ο κίνδυνος για το προσωπικό μας, έχει φτάσει σε επίπεδο που δεν μπορούμε πια να δεχτούμε». Συνέχισαν τη δράση τους μόνο όταν τους διαβεβαίωσαν ότι δεν θα συνεχιστεί η βία. Όμως, τον Οκτώβριο οι λιβυκές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ταξιαρχίας Ζιντάν, συγκέντρωσαν 5.000 μετανάστες στο Γκαργκαρές, στέλνοντας χιλιάδες στο Αλ Μαμπάνι. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι φρουροί εξαπέλυσαν πυρά εναντίον κρατουμένων που επιχείρησαν να δραπετεύσουν, σκοτώνοντας έξι.
Μετά τον θάνατο του Καντέ, ο Σαμπαντέλ, πρέσβης της ΕΕ, ζήτησε να διεξαχθεί επίσημη έρευνα, η οποία όμως φαίνεται ότι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ (Ο Σαμπαντέλ δεν δέχτηκε να σχολιάσει επί του θέματος). Οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές της Ευρώπης στη Λιβύη παραμένουν ακλόνητες. Πέρυσι, η Ιταλία ανανέωσε το μνημόνιο συμφωνίας που έχει συνάψει με τη Λιβύη, αλλά από τον Μάρτιο έχει δώσει άλλα 3,5 εκατ. ευρώ στην ακτοφυλακή. Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε να κατασκευάσει ένα «νέο και βελτιωμένο» κέντρο ναυτικής διοίκησης και να αγοράσει τρία ακόμα πλοία για την ακτοφυλακή. Παρότι ο αριθμός των μεταναστών που φτάνουν στην Ευρώπη συνεχίζει να μειώνεται, οι θάνατοι στη Μεσόγειο έχουν αυξηθεί κατά 40% από το 2017.
Στις 12 Απριλίου, λίγο μετά την προσευχή στις πέντε το απόγευμα, ο Μπαλντέ, ο Σανέ και καμιά εικοσαριά ακόμα μαζεύτηκαν στο νεκροταφείο Μπιρ αλ-Οστά Μιλάντ για την κηδεία του Καντέ. Το νεκροταφείο καταλαμβάνει ένα οικόπεδο οκτώ στρεμμάτων μεταξύ ενός ηλεκτρικού υποσταθμού και δύο μεγάλων αποθηκών. Οι περισσότεροι νεκροί μετανάστες της Λιβύης θάβονται εκεί, ενώ μέχρι σήμερα υπολογίζονται γύρω στους 10.000 τάφους, πολλοί από τους οποίους παραμένουν ανώνυμοι.
Οι άνδρες ξεκίνησαν να προσεύχονται καθώς το σώμα του Καντέ βυθίζονταν στο έδαφος, σχεδόν μισό μέτρο κάτω από τη γη, μέσα στην άμμο. Το σκέπασαν με έξι ορθογώνιες πέτρες και από πάνω έριξαν ένα στρώμα τσιμέντου. Κάποιος ρώτησε αν υπάρχουν χρήματα για τον Καντέ, ώστε να τα δώσουν στην οικογένειά του, αλλά κανείς δεν απάντησε. Μετά από μια παύση, οι άνδρες αναφώνησαν ομόφωνα: «Ο Θεός είναι μεγάλος». Τότε, ένας από αυτούς, χάραξε με ένα κλαδί το όνομα του Καντέ πάνω στο νωπό τσιμέντο.